
"Ο σκηνοθέτης είναι ένας αλήτης των γνώσεων": αυτή τη φράση του Βασίλη Παπαβασιλείου θυμάμαι ακόμη από το μάθημα της σκηνοθεσίας, σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, στο τμήμα θεάτρου της Θεσσαλονίκης. Ο σκηνοθέτης δεν αρκεί να γνωρίζει από θέατρο αλλά να έχει "επισκεφτεί" κι άλλα πεδία, την ιστορία, τις πολιτικές επιστήμες, την ιστορία της τέχνης, τη φιλοσοφία, εννοούσε. και παρόλο που αυτό το "αλήτης" το προσδιόριζε ως μια πρώτη επαφή, χωρίς την ανάγκη εμβάθυνσης, ο ίδιος εντρύφησε όσο λίγοι στο ευρύ πεδίο της ανθρώπινης γνώσης.
Όμως ο Βασίλης Παπαβασιλείου δεν ήταν απλώς ένας διανοούμενος (όχι μόνο) του θεάτρου αλλά κι ένας από τους ελάχιστους διανοούμενους και ταυτόχρονα ανθρώπους της πρακτικής που πέρασαν από αυτόν τον τόπο. όπως και από τους λίγους που κατάφερε να συνενώσει το λόγιο με το λαϊκό, την υψηλή διανόηση με τη θυμοσοφία, την πνευματικότητα με τη χαρά του θεατρικού παιχνιδιού, την ελληνικότητα με το δυτικοευρωπαϊκό ύφος. θα μπορούσε κάποιος να πει πως στην περίπτωσή του, ο Αριστοφάνης ή ο Σουρής συνάντησαν τον Πλάτωνα και τον Καστοριάδη.

Όλα αυτά αποδεικνύονται περίτρανα και από το ρεπερτόριο που ανέβασε στις πέντε δεκαετίες της διαδρομής του, έργα από μία τεράστια γκάμα, κωμωδίες, δράματα και τραγωδίες του σύγχρονου, του νεότερου, του κλασικού και του αρχαίου θεάτρου, ελληνικού και ξένου. Μαριβό, Γκολντόνι, Σοφοκλής, ΄Έντεν φον Χόρβατ, Σαίξπηρ, Πιραντέλο, Μολιέρος, Δ.Κ. Βυζάντιος, Λούλα Αναγνωστάκη, Ανδρέας Στάικος ήταν κάποιοι από τους συγγραφείς που τον απασχόλησαν, ως κομμάτια ενός παλίμψηστου για τη μεγάλη ανθρώπινη περιπέτεια.
Με την ίδια ευκολία που ανέβαζε γαλλική φάρσα, στρεφόταν στον Γκαίτε, δείχνοντας εμπράκτως πως γι΄αυτόν δεν υπήρχαν "ανώτερα" και "κατώτερα" είδη και ειδικά η κωμωδία τού οφείλει πολλά. Κωμωδία ήταν η τελευταία του παράσταση πέρυσι στο Θέατρο Τέχνης ("Οι δύο χέστηδες" του Λαμπίς), όπως και οι επιλογές του τα τελευταία χρόνια ("Ο Ιμπρεσάριος από τη Σμύρνη" στο Εθνικό, "Ελένη" του Ευριπίδη από το ΚΘΒΕ).

Με κωμωδία, επίσης, μπήκε στα νερά της σκηνοθεσίας, το 1982 συσκηνοθετώντας με τον Λευτέρη Βογιατζή τη "Σπασμένη στάμνα" του Κλάιστ, στη νεοσύστατη τότε Σκηνή (που ίδρυσαν οι δυο τους με τους Άννα Κοκκίνου, Ράνια Οικονομίδου, Τάσο Μπαντή, Δημήτρη Καταλειφό και Σμαράγδα Σμυρναίου). Κι αμέσως μετά, "Το καφενείο" του Γκολντόνι στο Θεσσαλικό Θέατρο (ξεκινώντας μια άτυπη σπουδή στον Ιταλό συγγραφέα) και "Ο θρίαμβος του έρωτα" του Μαριβό, κατά τη θητεία του ως ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής του νεοσύστατου ΔΗΠΕΘΕ Σερρών (1984-85) κ.ά.
Καθόλη τη διάρκεια αυτής της διαδρομής, το βλέμμα του Παπαβασιλείου ήταν εξίσου στραμμένο στην "ελληνική περίπτωση": στα έργα της ελληνικής θεατρικής ιστορίας π.χ., όπως η "Βαβυλωνία" του Δ.Κ. Βυζάντιου (ΚΘΒΕ), ανίχνευσε με σκωπτικό ύφος τις ταυτοτικές περιπέτειες του νέου ελληνικού κράτους και ακόμη θυμάμαι την αμηχανία μου ως φρέσκια φοιτήτρια θεάτρου μπροστά στην επιλογή του να εμφανίσει ανάμεσα στα δραματικά πρόσωπα μία αρκούδα ντυμένη μπαλαρίνα... σχολιάζοντας με το δικό του μοναδικό ύφος το νεοσύστατο κράτος ως ένα κοκτέιλ ανατολίτικων πολιτισμικών καταβολών και δυτικοευρωπαϊκών απωθημένων.
Πολλά χρόνια αργότερα, θα δήλωνε στο "α", με αφορμή την περιπατητική παράσταση "Αθηναίων Πολιτεία": "είμαστε μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση, ως νέο κράτος, γι’ αυτό κι εγώ μερικές φορές το σχηματοποιώ λέγοντας ότι η νέα Ελλάδα, το νέο ελληνικό κράτος είναι ένα ανέκδοτο, με τη διπλή σημασία του όρου. Κάτι πρωτότυπο –γιατί μην ξεχνάμε ότι ελληνική επανάσταση ήταν η πρώτη που έγινε και ευοδώθηκε στα Βαλκάνια– και μαζί κάτι πολύ αστείο".

Η αρχαία τραγωδία, από τη μεριά της, του έδωσε το έδαφος για δοκιμές: ύφους, π.χ., στην εμβληματική παράσταση "Αγών. Παραλλαγές στην Αντιγόνη του Σοφοκλή" (ΚΘΒΕ), όπου δεκατρείς γυναίκες ηθοποιοί (ανάμεσά τους οι Σμαράγδα Καρύδη, Ελένη Κοκκίδου, ΄Όλια Λαζαρίδου, Κατερίνα Λέχου, Λυδία Φωτοπούλου) υποδύθηκαν τον ρόλο της Αντιγόνης, ερμηνεύοντας αποσπάσματα από την τραγωδία, συνδιαλεγόμενες ταυτόχρονα με τον ίδιο τον Παπαβασιλείου, ενώ στον "Αίαντα" του ίδιου τραγικού (παράσταση επίσης του ΚΘΒΕ), ο Παπαβασιλείου "είδε" την τραγωδία του ελληνικού εμφυλίου.
Αυτός ο μοναδικός συνδυασμός της εστίασης στην ελληνική περίπτωση αλλά και του βλέμματος προς τα έξω δεν είχε εφαρμογή μόνο στο ρεπερτόριο. Η θητεία του ως Καλλιτεχνικού Διευθυντή στο ΚΘΒΕ (1994-98) έβγαλε το Θέατρο από την εσωστρέφειά του, καθώς εντάχθηκε στη σπουδαία ΄Ένωση των Θεάτρων της Ευρώπης, ένα δίκτυο συνεργασίας ευρωπαϊκών θεάτρων - και κάπως έτσι το φθινόπωρο του 1997, η Θεσσαλονίκη φιλοξένησε το Φεστιβάλ της ΄Ένωσης με τη συμμετοχή θρυλικών θιάσων: Θέατρο Μάλι της Αγίας Πετρούπολης, Πίκολο Τεάτρο του Μιλάνο, Οντεόν του Παρισιού, Μπερλίνερ Ανσάμπλ, Ντίσελντορφ Σάουσπιλχάους κ.ά.
Συχνά ανέβαινε κι ο ίδιος επί σκηνής -είχε άλλωστε αποφοιτήσει από τη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης- και έχει σίγουρα ενδιαφέρον το γεγονός πως σε αυτή τη μακρά και σημαντική σκηνοθετική διαδρομή, ο Παπαβασιλείου άφησε το στίγμα του και ως ηθοποιός, ερμηνεύοντας, σε δική του σκηνοθεσία βέβαια, την "Ελένη" του Γιάννη Ρίτσου.

Η εμβληματική πια παράσταση ξεκίνησε τη διαδρομή της ως αναλόγιο το 1999 από την Πνύκα και το Φεστιβάλ Αθηνών, το 2001-02 αυτονομήθηκε και παρουσιάστηκε στο Θέατρο Τέχνης κι έκτοτε επανήλθε το 2009 και το 2019. Η ηρωίδα του αρχαιόθεμου ποιήματος της "Τέταρτης Διάστασης" αντιμετωπίστηκε ως ένας ρόλος άφυλος, υπεράνω φύλου, και προσέδωσε στο μονόλογο ξεχωριστή ταυτότητα, πέρα από κάθε έννοια ψυχολογικής προσέγγισης.
Ξεχωριστό κεφάλαιο αποτελούν τα έργα που υπέγραψε -σκηνοθέτησε και ερμήνευσε- ο ίδιος, στην άτυπη τριλογία που παρουσιάστηκε στο Θέατρο Τέχνης: "Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή… θα πεις κι ένα τραγούδι" (2015), "Relax… Mynotis" (2017), "Τους ζυγούς λύσατε" (2019). Εφευρίσκοντας τον ρόλο του Φωκίωνα Καπνίδη, ενός τρόφιμου ψυχιατρείου, ο Παπαβασιλείου έκανε ξανά θέατρο πάνω στην "ελληνική περίπτωση".

Ως "Τρόφιμος της Χρονιάς" που δίνει διαλέξεις επί παντού επιστητού, ως παλαίμαχος σπουδαίος πρωταγωνιστής που ετοιμάζει τη διαθήκη του και ως πολιτικός αρχηγός και μαζί ιστορικός του μέλλοντος, ο Παπαβασιλείου σχολιάσε με το δικό του ξεχωριστό ύφος -γεμάτο αφορισμούς, σαρκασμό, ειρωνεία, φλεγματικό χιούμορ και διανοητικά παιχνίδια- την περιπέτεια του ελληνικού ΄Έθνους, από τους μυθολογικούς χρόνους έως και τη μεταμνημονιακή εποχή.