
Η σκηνοθέτις, ηθοποιός και δραματουργός Ηλέκτρα Ελληνικιώτη, στο πρώτο της θεατρικό έργο, με τίτλο "Βράχος” αντλεί έμπνευση από τον Καμύ και τη διαχρονική μουσική του δίσκου "Ανθρώπων Έργα" των Σταμάτη Κραουνάκη και Λίνας Νικολακοπούλου. Στην παράσταση που ανεβάζει στον θεατρικό χώρο Κάμιρος (από 14/2) επιχειρεί μια ανατομία της εμμονής με την ευτυχία, φωτίζοντας τον φόβο, τη θνητότητα και την ανθεκτικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη μοιράζεται τη δική της οπτική πάνω στο έργο και τις υπαρξιακές του αγωνίες.

"Λίγα έχουν μείνει να ειπωθούν, σε μια ύστατη προσπάθεια να επιτευχθεί ανακούφιση". Κάτι τέτοιο γράφει, σε ελεύθερη μετάφραση, ο Samuel Beckett στο Ohio Impromptu. Σήμερα, λίγες μέρες πριν την έναρξη των παραστάσεων, αυτή η φράση στριφογυρνάει συνεχώς στο μυαλό μου και έχω την αίσθηση ότι ίσως τελικά ο "Βράχος" να μην είναι κάτι περισσότερο από μια τέτοια προσπάθεια. Δεν ξέρω ακριβώς τι σκεφτόμουν όταν αποφάσιζα να γράψω για πρώτη φορά. Ήταν μάλλον περισσότερο μια επιθυμία να βουτήξω στο κενό χωρίς προστατευτικά, χωρίς την ασφάλεια ενός σημαντικού κειμένου, μιας καλλιτεχνικής αξίας που προϋπήρχε και με την οποία θα συνομιλούσα σκηνοθετώντας. Κι ίσως -πιο πολύ από όλα- να ήταν και μια μετατραυματική αντίδρασή μου στο πώς με ισοπέδωσαν και με ταπείνωσαν πολύ πρόσφατα οι "καλές προθέσεις", οι "μεγάλες ιδέες" και η "θετική σκέψη". Αναρωτιόμουν πραγματικά πώς μπορεί το "καλό" να κάνει τόσο κακό. Είχα φτάσει στο σημείο να μην πιστεύω πια στα μάτια μου, στην αντιληπτική μου ικανότητα. Και τη στιγμή ακριβώς που όλα όσα υποτίθεται πως έχουν νόημα στη ζωή, έχασαν το νόημα τους, ξεκίνησα να γράφω. "Έπρεπε να φανταστώ" αυτό που δεν υπήρχε. Έπρεπε να καλύψω το παράλογο κενό ενός αδιανόητα λογικού κόσμου.

Εμένα είδα πρώτα στο μύθο του Σίσυφου, σε αυτόν τον αέναο κόπο του Βράχου. Τον δικό μου Βράχο θέλησα να ερωτευτώ παράφορα. Και μετά άνοιξε μια πόρτα κι από μέσα της πέρασαν πρώτοι όσοι έχω αγαπήσει άνευ όρων, όσοι μου κρατούν έως σήμερα το χέρι, οι πιο λατρεμένοι και ασυγχώρητα απόντες νεκροί μου, όσοι με αδίκησαν χωρίς να το θέλουν, όσοι είμαστε φτιαγμένοι από άλλα υλικά, αλλά κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν ακόμα κι όταν είναι η χειρότερη εκδοχή του εαυτού τους, η σκληρότητα του κόσμου και η παντελής έλλειψη νοήματος, το τραχύ και θορυβώδες γέλιο ορισμένων στιγμών, η μουσική έτσι όπως κυλάει σαν υπόγειο ποτάμι σε αυτόν τον κόσμο έξω και πέρα από τις λέξεις, ένα καφενείο που έχω για καταφύγιο μαζί με τους θαμώνες του, το οριστικό μου διαζύγιο με την χωρική αντίληψη του Χρόνου, η πόλη που μεγάλωσα και εξακολουθώ να ζω, το συγκράτητο κλάμα και ο αλλόκοτος χορός ενός σύμπαντος, που όπως γραφεί ο Καμύ, "κυκλοφορεί αδέσποτο".

Δεν έχουν μείνει επομένως και πολλά να ειπωθούν: ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, γνωρίζει πια πολύ καλά -κι όταν δεν το παραδέχεται- ότι ο κόσμος μετατοπίζεται πολύ αργά αλλά όταν είναι να γκρεμιστεί, το κάνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Και εξαιτίας αυτής τη γνώση, κάθε άνθρωπος είναι ένας Σίσυφος. Κι ίσως το μόνο που μένει, το μόνο που απομένει είναι η ποίηση, η ακατέργαστη, που απλώνει το χέρι της και σέρνει πρώτη αυτόν τον αδέσποτο και ομαδικό χορό του σύμπαντος. Ίσως το μόνο που απομένει να είναι αυτή η προσπάθεια να ανακουφιστεί το σώμα της ανθρωπότητας από το ασταμάτητο κουβάλημα.

Περισσότερες πληροφορίες
Ο Βράχος
Το εμβληματικό βιβλίο του Αλμπέρ Καμί «Ο μύθος του Σίσυφου» και ο δίσκος-ορόσημο των Σταμάτη Κραουνάκη και Λίνας Νικολακοπούλου «Ανθρώπων Έργα» ενέπνευσαν το πρώτο θεατρικό έργο της δημιουργού για την διακαή αναζήτηση της ευτυχίας στη σύγχρονη εποχή, το φόβο και τη συνείδηση του θανάτου. Ένα καφενείο, δύο αδέρφια με υπερφυσικές δυνάμεις, η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου, μια τραγουδίστρια που δεν φοβάται την ευτυχία, μια ηλικιωμένη που της έχει λείψει να χορέψει, και η ανησυχητική αίσθηση ότι μπορεί να γινόμαστε μάρτυρες των τελευταίων ωρών ενός καταδικασμένου κόσμου, συνθέτουν τη λυπημένη κωμωδία για όσους αναρωτιούνται για τη δυστυχισμένη ευτυχία ή την ευτυχισμένη δυστυχία τους.