
Ο έμπειρος Δημήτρης Τάρλοου σκηνοθετεί για πρώτη φορά στην Επίδαυρο και επιλέγει την "Ηλέκτρα" του Σοφοκλή (4 & 5/7), ένα από τα πιο σκοτεινά και σπαρακτικά έργα του αρχαίου δράματος. Με σεβασμό στο κλασικό κείμενο αλλά και με τη ματιά ενός δημιουργού που πάντα αναζητά την ανθρώπινη αλήθεια πίσω από τους μύθους, ο Τάρλοου μιλά για τις προκλήσεις του εγχειρήματος και τους ηθοποιούς που εμπιστεύτηκε. Η Λουκία Μιχαλοπούλου κρατά τον ομώνυμο ρόλο, ο Αναστάσης Ροϊλός είναι ο Ορέστης, ενώ στο καστ συναντάμε επίσης την Ιωάννα Παππά, τον Γιάννη Αναστασάκη, τη Γρηγορία Μεθενίτη, τον Νικόλα Παπαγιάννη και τον Περικλή Σιούντα.

Οι πρόβες της "Ηλέκτρας" έγιναν στο πατρικό σας στην Άνδρο, έναν χώρο φορτισμένο από μνήμες. Ήταν πρακτική ή συναισθηματική απόφαση;
Είναι μια απόφαση που δεν είναι αυτονόητη και γι’ αυτό όλοι την υποδέχονται με ευγνωμοσύνη. Είναι κάτι που το μνημονεύουν. Δεν συμβαίνει συχνά – αλλά δημιουργεί ένα κλίμα συνεργασίας και εμβάθυνσης μέσα σε πολύ μικρό διάστημα. Μέσα σε μια εβδομάδα διαμορφώνεται μια σχέση απολύτως αναγκαία για να μπεις στον κόσμο του έργου.
Άρα ο χώρος μπορεί να "γράψει" πάνω στην πρόβα, να καθορίσει το πνεύμα της παράστασης με κάποιο τρόπο;
Το πιστεύω απόλυτα. Ο χώρος έχει άμεση σχέση με τον τρόπο δουλειάς. Και το φυσικό τοπίο βοηθά στη συγκέντρωση, την αμεσότητα και τη διάθεση εξομολόγησης, που είναι πάντα απαραίτητη.
Ζητάτε από τους ηθοποιούς να μιλήσουν προσωπικά;
Πάντα. Χωρίς να είναι υποχρεωτικό, το επιδιώκω. Εγώ πρώτος ξέρω και κατέχω τον χώρο – οπότε δημιουργείται ένα κλίμα που τους επιτρέπει να ανοιχτούν.
Αυτό δεν είναι και λίγο επικίνδυνο;
Είναι – αλλά είναι και πολύ γόνιμο ως μεθοδολογία. Αν κάποιος δεν μπορεί εύκολα να μπει σε αυτή τη διαδικασία, τότε προσπαθούμε – εγώ και η ομάδα – να βρούμε τρόπους να τον στηρίξουμε. Οι διανομές πλέον γίνονται προσεκτικά. Οι ηθοποιοί ξέρουν πώς δουλεύω και συμμετέχουν με συνείδηση, άρα η πιθανότητα αστοχίας μειώνεται πολύ. Είμαι πολύ ικανοποιημένος από τον θίασο. Εντάσσω και τις ηθοποιούς του Χορού, που έχουν σημαντική σκηνική παρουσία. Ο τρόπος που υπάρχουν σκηνικά αντανακλάται σε όλη την παράσταση. Είναι εξαιρετικά σημαντικό.

Η απόφαση για την "Ηλέκτρα" είχε κάποια εσωτερική αφετηρία;
Συνήθως δεν αναρωτιέμαι γιατί επιλέγω ένα έργο. Το ένστικτο το οδηγεί. Υπάρχει μια ανάγκη που δεν την έχω αναλύσει εξαρχής. Στη συνέχεια, μελετώ το έργο – και στην περίπτωση αυτή, επιβεβαιώθηκε ότι η επιλογή σχετίζεται με θέματα που με απασχολούν: πένθος, λύτρωση…
Υπάρχει λύτρωση στην "Ηλέκτρα";
Όχι. Μόνο η αναζήτησή της. Η λύτρωση είναι φαινομενική και αυτό είναι αξιοπερίεργο. Συνήθως στην τραγωδία υπάρχει μια αίσθηση λύτρωσης, κάθαρσης. Εδώ, η κάθαρση δεν είναι ουσίας. Το κοινό φεύγει μετέωρο – με την αίσθηση του πένθους, του φόνου, της αιμονής, αλλά και της σημασίας της αντίστασης. Αυτή η αντίσταση μπορεί να κρύβει ναρκισσισμό, σαρκασμό, βία... αλλά και μια ουσιώδη ακεραιότητα.
Ηλέκτρα: μια μορφή που φέρει υπαρξιακό αδιέξοδο;
Ακριβώς. Και αυτό είναι αναγνωρίσιμο από τον σύγχρονο άνθρωπο. Στο έργο συγκρούονται δύο κόσμοι: ο ηρωικός κόσμος του Ορέστη, του Αγαμέμνονα – όπου η βία νομιμοποιείται για τη δικαιοσύνη – και ένας κόσμος χωρίς βεβαιότητες, σαν τον δικό μας: με ανατροπές, κρίση της δημοκρατίας, αμφισβήτηση της δικαιοσύνης, υπαρξιακή σύγχυση.
Και στο επίκεντρο, δύο γυναικείες μορφές: Ηλέκτρα και Χρυσόθεμις.
Η γυναικεία φύση είναι η κατ’ εξοχήν επαναστατική. Όχι ίδιες οι περιπτώσεις, αλλά και οι δύο είναι φορείς ακεραιότητας. Η Χρυσόθεμις δεν είναι συμβιβασμένη -έχει ουσιώδεις σκηνές και χαρακτηριστικά. Τη θεωρούν συχνά "κοπελίτσα που δεν τόχει". Δεν είναι καθόλου έτσι.
Διαβάσατε ξανά το έργο με αυτό το πρίσμα;
Η σκηνοθεσία βασίζεται στην ανάγνωση του κειμένου – στη μετάφραση του Χειμωνά. Αναρωτιέται κανείς: τι χωρίζει τις δύο γυναίκες; Αν και υπάρχουν φαινομενικές έριδες, για μένα υπάρχε ένταση, αλλά και σύνδεση, φροντίδα, ειρωνεία, χιούμορ.
Αναδεικνύετε και τη χιουμοριστική πλευρά;
Φυσικά. Η αγγελική ρήση είναι η μεγαλύτερη ψευδής είδηση στο αρχαίο δράμα. Είναι εξωφρενική και την αξιοποιούμε.

Η Γρηγορία Μεθενίτη είναι νέο πρόσωπο στην ομάδα. Τι είδατε σε εκείνη και αποφασίσατε να της εμπιστευτείτε τον ρόλο της Χρυσόθεμις;
Ναι, είναι νέο πρόσωπο για την ομάδα, αλλά όχι τελείως νέα στο θέατρο – έχει ήδη μια αξιόλογη εμπειρία. Την παρακολουθώ εδώ και καιρό: την είχα δει για πρώτη φορά στους "Όρνιθες" του Νίκου Καραθάνου, και αργότερα στο θέατρο Πορεία και σε άλλες παραστάσεις. Είναι μια ικανότατη και βαθιά ηθική ηθοποιός. Όταν λέω "ηθική", εννοώ έναν άνθρωπο με εσωτερική καθαρότητα και ακεραιότητα, με πολλές ικανότητες – μουσικές, σκηνικές, υποκριτικές. Είχα τη βεβαιότητα πως, με τη σωστή καθοδήγηση, μπορεί να δώσει κάτι πολύ ενδιαφέρον στον ρόλο. Τη Λουκία (Μιχαλοπούλου) την επέλεξα εγώ προσωπικά. Οι υπόλοιποι ρόλοι προέκυψαν και μέσα από ακροάσεις, αν και, όπως είναι φυσικό, υπήρξαν και κάποιες προσωπικές επιλογές – όπως αυτή της Ιωάννας Παππά για την Κλυταιμνήστρα. Είναι απολύτως λογικό κάποιοι ηθοποιοί να μη χρειάζεται να περάσουν από ακρόαση.

Τι σας έκανε να εμπιστευθείτε τον ρόλο της Ηλέκτρας στη Λουκία Μιχαλοπούλου;
Η συνεργασία με τη Λουκία Μιχαλοπούλου ήταν μια τυχαία ή μοιραία συνάντηση, για την οποία είμαι πραγματικά ευτυχής. Είναι μια ηθοποιός μοναδικής αφοσίωσης, εντιμότητας και εντυπωσιακής εργατικότητας. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, γνώριζε απ’ έξω ολόκληρο το κείμενο πολύ πριν ξεκινήσουν οι πρόβες – είχε δουλέψει εντατικά και μόνη της. Είναι απόλυτα υπεύθυνη και εξαιρετικά υποστηρικτική προς όλους τους συνεργάτες.
Τι έφεραν οι ηθοποιοί στη διαδικασία των προβών;
Όλοι οι ηθοποιοί είναι βαθιά δοσμένοι στη δουλειά και φέρνουν ο καθένας κάτι μοναδικό στη διαδικασία. Ο Αναστάσιος Ροϊλός, για παράδειγμα, έφερε στην πρόβα την πολύτιμη εμπειρία του από τη μέθοδο Σουζούκι, την οποία αξιοποιήσαμε και μας βοήθησε σημαντικά. Αντίστοιχα, ο Γιάννης Αναστασάκης συνεισέφερε με τη μακρά θεατρική του εμπειρία. Ο ρόλος του Πηλάδη, που ερμηνεύει ο Περικλής Χιούντης, εγείρει ένα ιδιαίτερο σκηνικό και δραματουργικό ζήτημα, καθώς – όπως είναι γνωστό – στον Σοφοκλή παραμένει βουβός. Αυτό από μόνο του θέτει ενδιαφέροντα ερωτήματα και προκλήσεις για την παρουσία του επί σκηνής.
Γιατί, πιστεύετε, ο Σοφοκλής δεν του έγραψε ούτε μία σκηνή;
Έχω μια άποψη, αλλά θα προτιμούσα να τη δείτε επί σκηνής. Είναι ένα ουσιώδες ερώτημα: ο Πηλάδης δεν μιλά, αλλά λειτουργεί καθοριστικά. Δεν πρόκειται για μια καινοφανή σκηνοθετική προσέγγιση – έχει αναλυθεί θεωρητικά από πολλούς, με αντικρουόμενες απόψεις. Υπάρχουν εκείνοι που βλέπουν το έργο ειρωνικά και εκείνοι που το διαβάζουν κυριολεκτικά. Εγώ ανήκω στην πρώτη κατηγορία: υποστηρίζω την ειρωνική ανάγνωση του έργου, και αυτή διατρέχει τη στάση του Πηλάδη – και κυρίως της Ηλέκτρας.
Το μεγάλο ερώτημα παραμένει: τι κάνει η Ηλέκτρα στο τέλος;
Δεν μιλά καθόλου. Κατά τη δική μου ερμηνεία, δεν ακολουθεί τον Ορέστη στο παλάτι· μένει έξω, στις φύρες. Δεν συμμετέχει στην κατάκτηση ή κατανομή της εξουσίας. Αυτή η στάση της είναι καθοριστική – λέει πολλά για τη σχέση της με την εξουσία. Αν αυτό περνάει μέσα από την παράσταση, τότε χαίρομαι πολύ. Όμως, στο θέατρο, όσο εύστοχα κι αν είναι τα λόγια, αν η παράσταση δεν λειτουργεί, τίποτα δεν λειτουργεί.

Η σκηνογραφία είναι του Πάρι Μέξη. Συνεργάζεστε πλέον τακτικά.
Ο Πάρις είναι ένας εξαιρετικός σκηνογράφος. Για μένα, ο σκηνικός χώρος είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζεις ολόκληρη την πρόταση. Η δική μας σκηνογραφική ματιά αντλεί από την ελληνική εικαστική παράδοση του 20ού αιώνα: ζωγραφική, θέατρο σκιών, λαϊκή τέχνη. Ακόμη και όσοι θεατές δεν έχουν ζήσει τέτοιες αναφορές, κάτι μέσα τους αναγνωρίζει αυτά τα στοιχεία – είναι στο συλλογικό μας DNA. Η πρότασή μας έχει και ονειρικές διαστάσεις, με αναφορές από τα παιδικά μας χρόνια. Τα κοστούμια είναι εμπνευσμένα από έργα Ελλήνων ζωγράφων και θα ζωγραφιστούν στο χέρι – όχι τυπώματα, μόνο μοναδικά, χειροποίητα ρούχα. Αυτό με συγκινεί βαθιά. Πιστεύω πως το θέατρο οφείλει να έχει ποιητικές αναφορές – χωρίς όμως ποιητικό παίξιμο. Η υποκριτική πρέπει να παραμένει ρεαλιστική· το όνειρο, η μνήμη, η υπαινικτικότητα πρέπει να αναδύονται ως υπόνοια, όχι ως στόμφος. Είναι δύσκολο, αλλά αξίζει. Οι ηθοποιοί δυσκολεύονται συχνά, αλλά αυτό είναι το ζητούμενο: να βλέπεις κάτι όπου τα συναισθήματα δεν προβάλλονται άμεσα, αλλά υποβόσκουν. Ο Πάρις έχει αυτό το ποιητικό και συμβολικό βλέμμα, και είναι κάτι που μας ενώνει. Υπάρχει αλληλοεκτίμηση και εμπιστοσύνη. Ο δικός μου ρόλος είναι να πυροδοτώ τη φαντασία, αλλά και να συγκρατώ τους μαξιμαλισμούς – για να μη χαθεί η ισορροπία
Πρώτη φορά στην Επίδαυρο ως σκηνοθέτης. Πώς νιώθετε;
Το θέμα της Επιδαύρου είναι κάτι που εξάπτει τη φαντασία, γεννά πολλούς συνειρμούς. Αναρωτιέσαι: "Μα πώς γίνεται να έχει φτάσει κάποιος σε αυτήν την ηλικία και να μην έχει βρεθεί ποτέ στην Επίδαυρο;" Υπάρχει μια διάσταση —λυπάμαι που το λέω— που θυμίζει λίγο το "βουλευτηλίκι". Σαν να υπάρχει η ιδέα ότι πρέπει οπωσδήποτε να έχεις σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο για να "μετράς", όπως λένε. Ή να έχεις διοικήσει έναν οργανισμό για να θεωρείσαι ολοκληρωμένος. Εγώ δεν μπορώ να το δω έτσι. Μπορώ να το δω μόνο με έναν πιο ποιητικό, πιο υπαρξιακό τρόπο – όπως το περιγράφει ο Αλέκος Φασιανός: "Κάθομαι σ’ ένα σπιτάκι απ’ έξω, σε μια αυλή, και πέφτει το φως, είναι σούρουπο, κι αρχίζει σιγά-σιγά να σκοτεινιάζει, να πλέει σε έναν ονειρικό αιθέρα." Αυτό μπορώ να το καταλάβω. Αυτό με συγκινεί. Είναι ένα φαντασιακό, μια πολύ ωραία στιγμή. Ελπίζω να μου συμβεί. Να αφεθώ κι εγώ και να ταξιδέψω μαζί με τους θεατές, να νιώσουμε όλοι μαζί ένα ήθος. Αλλά δεν μπορώ να το δω ως ιστορία αυτοπραγμάτωσης ή καταξίωσης. Ξέρω ότι για πολλούς άλλους λειτουργεί έτσι, και χαίρομαι γι’ αυτό. Απλώς εγώ δεν μπορώ να συμμετάσχω σε αυτή την ανάγνωση.
Περισσότερες πληροφορίες
Ηλέκτρα
Σε έναν κόσμο βίας και αυταρχισμού, η ερμηνεία της σοφόκλειας Ηλέκτρας εγείρει κρίσιμα ηθικά διλήμματα. Η ηρωίδα παραμένει έξω από το παλάτι, σκεπτόμενη αν αξίζει να γίνει μέρος ενός κόσμου που μισεί. Ο σκηνοθέτης αναρωτιέται αν η βίαιη κάθαρση είναι λύση ή αν η ουσιαστική αντίσταση βρίσκεται στην άρνηση του αίματος. Ο Σοφοκλής δεν προσφέρει απαντήσεις-οι θεοί σιωπούν, η ενοχή αποσιωπάται. Η Ηλέκτρα δεν πράττει, αλλά στέκει μετέωρη, σημάδι της ηθικής αμφιταλάντευσης. Μια σπαρακτική τραγωδία που θέτει το ερώτημα: τι μένει όταν οι τύραννοι εκλείπουν;