Από Δέσποινα Ζευκιλή -
Συνταξιούχος καθηγήτρια σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη του Μέιν, η Όλιβ Κίττριτζ δεν σε κερδίζει με την πρώτη ματιά∙ μάλλον το αντίθετο. Για πολλούς μαθητές της η πιο τρομακτική δασκάλα στο σχολείο, παράξενη, γκρινιάρα, killjoy, έτοιμη για καυγά με τον πράο σύζυγό της, Χένρυ, και τον καταπιεσμένο γιό της, αντικείμενο χλευασμού από την πρώτη νύφη της λόγω του φανταχτερού λουλουδάτου φορέματός της, η Όλιβ μπαίνει παρόλα αυτά στο βιβλίο που φέρει το όνομά της διακριτικά, από την πίσω πόρτα. Σε πολλά από τα κεφάλαια το πέρασμά της είναι ανεπαίσθητο, κάποιες φορές δεν πιάνει πάνω από μια αράδα, καθώς όμως γνωρίζουμε το περιβάλλον της, τους συγγενείς, τους γείτονές της, χτίζεται σιγά σιγά ο αξέχαστος και καλοδουλεμένος χαρακτήρας της που θα μας ακολουθεί καιρό.
Η ηρωίδα που χάρισε το Βραβείο Πούλιτζερ το 2009 στη, γεννημένη το 1956 στο Πόρτλαντ του Μέιν, Ελίζαμπεθ Στράου (και ενσαρκώθηκε από την Φράνσις Μακ Ντόρμαντ στη βραβευμένη μίνι σειρά της Λίζα Τσολοντένκο) είναι μια 74χρονη γυναίκα της διπλανής πόρτας που βλέπει τη ζωή να περνάει, με τη ρουτίνα αλλά και τις μικρές ή μεγαλύτερες δυσκολίες της. Που αναρωτιέται ποια είναι η θέση της σ’ αυτόν τον παράξενο, ακατανόητο κόσμο, έχοντας παράλληλα να αποφασίσει αν θα φυτέψει ή όχι τις τουλίπες, προτού παγώσει το χώμα.
Επεμβαίνει συχνά καθοριστικά τις ζωές των άλλων, υποστηρίζοντας τους αδύναμους, αλλά δυσκολεύεται να δείξει την αγάπη της στους δικούς της. Θεωρεί τη συντροφικότητα και την αγάπη του άντρα της δεδομένη, όπως τα ντόνατ που τους αρέσει να τρώνε στην καθημερινή τους βόλτα, μέχρι να τη χάσει, μένει άναυδη όταν ο ενήλικας πια γιος της τής λέει ότι τη φοβάται («Πώς ήταν δυνατόν; Αυτή ήταν που φοβόταν».), βιώνει την κατάθλιψη όταν συνειδητοποιεί κάτι που «ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα πάθαινε ανοσία στην ομορφιά του φυσικού κόσμου».
Γραμμένο με δεξιοτεχνική λιτότητα, όπως ακριβώς ταιριάζει στο θέμα της, χωρίς μελοδραματισμό και διδακτισμό, σνομπάροντας θα έλεγε κανείς τις δημοφιλείς συνταγές αυτοβελτίωσης και κοιτώντας με ειλικρίνεια τις ανθρώπινες σχέσεις και την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, το βιβλίο της Στράου είναι ένα βραδυφλεγές γλυκόπικρο πορτρέτο της τρίτης ηλικίας αλλά και της ζωής γενικότερα. Συναρπαστικοί χαρακτήρες ξεφυτρώνουν εκεί που δεν το περιμένεις σε κεφάλαια που στέκονται και ως διηγήματα συνεχίζοντας την αμερικανική παράδοση της μικρής φόρμας που μας έχει δώσει ιστορικά μικρά θαύματα του είδους - σε ένα παραθαλάσσιο ντάινερ, σε ένα ερμητικά κλειστό σπίτι ή σε ένα επαρχιακό πιάνο μπαρ, μια φευγαλέα συνάντηση σε ένα κονσέρτο έρχεται να γκρεμίσει την πεποίθηση ότι ο γάμος είναι ένα περίπλοκο γεύμα και τώρα απολαμβάνεις το υπέροχο επιδόρπιο. Δράμα, χιούμορ, σκληρότητα και τρυφερότητα εναλλάσσονται και συνυπάρχουν, συσσωρεύονται καθώς «συνήθως οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν αρκετά όταν ζουν τη ζωή τους πως τη ζουν».
«Εξίσου παρηγορητικά, επουλωτικά δρα και το βιβλίο της εν μέσω καραντίνας, χρονικής παύσης, αναστοχασμού αλλά και της ασφυξίας που προκαλεί η επικαιρότητα. Σαν τον απενοχοποιημένο, νέο έρωτα της Όλιβ με τον φαντασμένο, ρεπουμπλικάνο γείτονα που αρχικά χλεύαζε».
Η συγγραφέας, η οποία από μικρή κατέγραφε την καθημερινότητα σε ημερολόγια και αγαπούσε τους περιπάτους στα καλυμμένα με φύκια βράχια στις ακτές του Μέιν και το δάσος του Νιου Χάμσαϊρ, ελπίζει οι αναγνώστες της «να αισθανθούν ένα δέος απέναντι στην ανθρώπινη αντοχή (...), να νιώσουν πως δεν είναι πάντοτε εύκολη μια συνηθισμένη, καθημερινή ζωή, αλλά κάτι άξιο σεβασμού (...) να αντιληφθούν καλύτερα ή διαφορετικά σε σχέση με το παρελθόν τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. (...). Οι περισσότεροι από μας κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε και άλλοτε αποτυγχάνουμε και άλλοτε πετυχαίνουμε σε όσα κάνουμε, και αυτό είναι η ζωή μας», δηλώνει, καθησυχαστικά η Στράου.
Εξίσου παρηγορητικά, επουλωτικά δρα και το βιβλίο της εν μέσω καραντίνας, χρονικής παύσης, αναστοχασμού αλλά και της ασφυξίας που προκαλεί η επικαιρότητα. Σαν τον απενοχοποιημένο, νέο έρωτα της Όλιβ με τον φαντασμένο, ρεπουμπλικάνο γείτονα που αρχικά χλεύαζε.
«Δεν ξέρουν πως αυτά τα γέρικα χοντρά και ζαρωμένα σώματα έχουν τόσο μεγάλη ανάγκη, όσο και τα δικά τους, τα νεανικά και σφριγηλά, πως τον έρωτα δεν το προσπερνάς έτσι απλά σαν γλυκό στην πιατέλα που μετά θα τον ξαναβρείς. Όχι, όταν υπάρχει έρωτας διαθέσιμος τον διαλέγεις ή δεν τον διαλέγεις.
Κι αν η πιατέλα ήταν κάποτε γεμάτη με τα καλούδια του Χένρυ, κι αυτά τα καλά τα έβρισκε φορτικά και τα ξεφορτωνόταν σαν ψίχουλα, αυτό το έκανε γιατί δεν ήξερε κάτι που έπρεπε να ξέρει: ότι οι μέρες, η μία μετά την άλλη, σπαταλιούνται χωρίς να το καταλαβαίνεις.
Κι έτσι τι σημασία είχε αν αυτός ο άντρας τώρα δίπλα της δεν ήταν ο άντρας που θα είχε διαλέξει σε καιρούς προηγούμενους. Κατά πάσα πιθανότητα ούτε κι εκείνος θα την είχε διαλέξει. Τώρα όμως ήταν εδώ, και η Όλιβ φανταζόταν τους δυο τους σαν δυο φέτες ελβετικό τυρί κολλημένες την μία με την άλλη, με όλες τις τρύπες και τα κενά που είχε αυτή η ένωση - με τα κομμάτια που σου στερούσε η ζωή.
Τα μάτια της ήταν κλειστά κι ο κουρασμένος της εαυτός κατακλυζόταν ολόκληρος από κύματα ευγνωμοσύνης - και μεταμέλειας, Έβλεπε στο μυαλό της το φωτεινό δωμάτιο, τον τοίχο που έλουζε ο ήλιος, το θάμνο απέξω. Όλα τη σάστιζαν, ο κόσμος. Δεν ήθελε να τον εγκαταλείψει ακόμη».
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.