Την άνοιξη του 2019, κατά τη διάρκεια του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, μία από τις ταινίες που ξεχώρισαν και συζητήθηκαν έντονα ήταν η «Αμυγδαλιά» της Χριστίνας Φοίβη. Ένα ιδιοσυγκρασιακό σκηνοθετικό ντεμπούτο, μία από τις δύο ελληνικές ταινίες τεκμηρίωσης που συμμετείχαν στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα, το οποίο έθιγε με αυθεντικά μοντέρνα ματιά έννοιες όπως η ετερότητα, η θηλυκότητα και το σώμα ως συγκρουσιακό πεδίο.
Πιο συγκεκριμένα, όπως σημειώνεται στην επίσημη σύνοψη, στο ντοκιμαντέρ «φωνές γυναικών πλέκονται μεταξύ τους καθώς επιχειρείται να εφευρεθεί μια νέα γλώσσα μέσα από τοπία και χειρονομίες, αναδεικνύοντας απροσδόκητες πτυχές στην έννοια της ελληνικότητας και της Ξένης. Φευγαλέες περφόρμανς, παραλίες, χωράφια, αμυγδαλιές και τσολιάδες σχηματίζουν το αλφαβητάρι μιας προσωπικής γλώσσας που διερευνά τα σύνορα γύρω μας και μέσα μας».
Πέρυσι, όσο ακόμα ήταν ανοιχτά τα σινεμά, οι συντελεστές της «Αμυγδαλιάς» διοργάνωσαν δύο επιτυχημένες προβολές στον κινηματογράφο Τριανόν (11/7, 18/9), τις οποίες πλαισίωσαν συζητήσεις με τη συμμετοχή καλεσμένων ομιλητριών, μέλη της ομάδας παραγωγής και το κοινό. Ανήμερα, λοιπόν, της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας η «Αμυγδαλιά» είναι δωρεάν διαθέσιμη online (έως τις 10/3) και παράλληλα, δημοσιεύουμε αποσπάσματα από όσα ειπώθηκαν στις προβολές και τα οποία αποτυπώνουν τη σημασία του γυναικείου* βλέμματος, του χειροποίητου σινεμά, και το πώς «το προσωπικό είναι πολιτικό».
Το * είναι τρόπος να υποδηλωθεί ότι εννοούμε γυναίκες / θηλυκότητες με συμπεριληπτικό τρόπο σε trans και cis θηλυκότητες, το φύλο ως φάσμα και ρευστό.
Δείτε την ταινία εδώ:
«Έλα Μαρία, να δεις μία Μαύρη που περνάει!»
της Λορέττα Μακόλεϊ (συν-σεναριογράφος και μέλος του cast, μέλος της Οργάνωσης Ενωμένων Γυναικών Αφρικής)
Την «Αμυγδαλιά» την κάναμε όλοι μαζί. Και αυτά που ακούτε στην ταινία βγήκανε από την καρδιά μας. Δεν ήταν μία ταινία που είχαμε πίσω μας κάποιον να μας λέει «κάνε αυτό, κάνε το άλλο», όχι. Ό,τι νιώθαμε, το βγάλαμε έξω. Τέτοιες ταινίες είναι σημαντικές για να ακουστούν οι φωνές μας. Γιατί η επανάσταση έχει πολλούς δρόμους και υπάρχουν πολλοί τρόποι προς εκείνη: διαδηλώσεις, ταινίες, ομιλίες, κ.λπ. Όλα μέσα. Ό,τι μπορεί κανείς κάνει.
Στην «Αμυγδαλιά» ήταν μία ευκαιρία να λέμε τα όσα ζήσαμε. Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα περνούσες στο δρόμο και πάνω από τα μπαλκόνια φωνάζαν «έλα Μαρία, έλα να δεις μία Μαύρη που περνάει!» Και τότε εγώ σκεφτόμουν «πώς θα βγω έξω τώρα;!» Γιατί δεν ήξερα τη γλώσσα, αλλά ήξερα αυτό που φώναζαν. Τώρα είμαστε τόσοι πολλοί που δεν μας δίνουν σημασία. Εύχομαι η ταινία μας να πάει μπροστά. Να μας ακούσει όλος ο κόσμος.
Το γυναικείο βλέμμα ως μεθοδολογία δημιουργικής διαδικασίας
της Άννας Τζάκου (σκηνοθέτιδα, περφόρμερ, ερευνήτρια)
Θα ήθελα να σταθώ στη σημασία της μη-γραμμικής, θραυσματικής αφήγησης της «Αμυγδαλιάς». Και θα ήθελα να σταθώ σε αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, πρόκειται για μια αφηγηματική δομή που μας ζητάει μια ενεργητική, σχεδόν ενσώματη, σχέση με την ταινία. Δεν αγωνιά να καταδείξει τα νοήματά της, αλλά συστήνει ένα βιωματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε ως θεατές να αναστοχαστούμε πάνω σε αυτά. Μέσα από το χρώμα, το σχήμα, την αρχιτεκτονική, τον συνειρμό, την παρόρμηση, το συναίσθημα κι την αναπνοή μέσα δηλαδή από στοιχεία αμιγώς σωματικά μας ζητάει να την κατανοήσουμε και να συνδεθούμε μαζί της. Δεν είναι τυχαίο που η ταινία ξεκινάει με την αγωνία του να βρεθεί μία γλώσσα. Και ενδεχομένως ο τρόπος που αφηγείται, που εξιστορείται, είναι ακριβώς αυτή η γλώσσα.
Το δεύτερο που θεωρώ εξίσου σημαντικό είναι ότι εξαιτίας αυτής της αποσπασματικής της μορφής, η ταινία καταφέρνει να αναμετρηθεί με μεγάλα αφηγήματα όπως ταυτότητα, ελληνικότητα, ετερότητα, ο Άλλος, ο ξένος κτλ. Αυτό το επιτυγχάνει μέσα από τον τρόπο - και εδώ θα χρησιμοποιήσω έναν όρο του σεναριογράφου-σκηνοθέτη Τζόι Σόλογουεϊ – του «gazed gaze» - δηλαδή μέσα από την εξερεύνηση των βλεμμάτων που έχουν επίγνωση ότι γίνονται αντικείμενο του βλέμματος των άλλων. Το Σόλογουεϊ ονομάζει τη διαδικασία του «βλέμματος που θωρείται» (gazed gaze), πρακτική του γυναικείου βλέμματος και περιγράφει: «το γυναικείο βλέμμα χρησιμοποιεί το κάδρο για να μοιραστεί, να προκαλέσει την αίσθηση ενός “είμαι”, και όχι ενός “κοιτάω προς”. Τα συναισθήματα έχουν προτεραιότητα έναντι των δράσεων. Τα σώματά μας ως φορείς συναισθημάτων έχουν προτεραιότητα».
Το γυναικείο βλέμμα δεν ταυτίζεται με το φύλο. Δεν παράγεται μόνο επειδή προέρχεται από τη γυναίκα, το «γυναικείο» ή από μια θηλυκότητα. Είναι τρόπος θέασης, αντίληψης, καταγραφής και αμφισβήτησης μιας «αντικειμενικής» συγγραφής (ή εξιστόρησης) της πραγματικότητας. Είναι το βλέμμα που μαθημένο να το βλέπουν παίρνει την κάμερα, το μέσο της γραφής, και κοιτάει πίσω, επιστρέφει το βλέμμα, την οπτική που είναι στοιχείο ταυτότητάς του δηλώνοντας, όπως συνεχίζει το Σόλογουεϊ, «έτσι νιώθεται με τον τρόπο που με βλέπετε». Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργεί μια αφήγηση «κυκλική και όχι γραμμική…περιβαλλοντική και όχι ανθρωποκεντρική» καλλιεργώντας έναν τρόπο θέασης που «δεν αντικειμενοποιεί συνεχώς το σώμα του κόσμου». Η «Αμυγδαλιά» αποτελεί ένα εξαίρετο παράδειγμα ενός τέτοιου είδους αφήγησης.
Η Άννα Τζάκου και η Χριστίνα Φοίβη θα ήθελαν να ευχαριστήσουν θερμά τη δημοσιογράφο Έλενα Χρηστοπούλου και την ερευνήτρια Άλκηστη Ευθυμίου για την υποστήριξή τους στην απόδοση του όρου «gazed gaze».
Χειροποίητο σινεμά και αυτοσχεδιασμός
της Αλεξάνδρας Σαλίμπα (δημιουργός ντοκιμαντέρ)
Αυτό που με αφορά στο έργο της Χριστίνας, είναι η αίσθηση του χειροποίητου και του βαθιά προσωπικού κινηματογράφου. Όταν τη γνώρισα, αισθάνθηκα ότι αρχίζει να διαστέλλεται ακόμα περισσότερο ο χώρος για πιο δημιουργικές και πιο προσωπικές δουλειές στο ελληνικό ντοκιμαντέρ.
Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι μεταχειρίζομαι τον όρο «χειροποίητο», όχι με την επιπολαιότητα κάποιου έργου, που γίνεται βιαστικά, αλλά με τη συνείδηση ότι η Χριστίνα έχει δουλέψει όλα αυτά τα χρόνια, αφιερώνοντας αρκετό χρόνο στην έρευνα που έκανε μαζί με την Λυν Έντμοντς και την Άννα Βαφειάδου.
Όλες τις φορές που είδα την «Αμυγδαλιά», αυτό που ένιωσα είναι ότι η Χριστίνα ούτε τρέχει πίσω από γεγονότα, ούτε προσπαθεί να τα αναπαραστήσει. Αντιθέτως, δημιουργεί μικρά, προσωπικά γεγονότα. Αισθάνομαι ότι κάθε μικρή κίνησή της, όπως το χάδι στα κίτρινα λουλούδια, ή οι ανεπαίσθητες κινήσεις ενός χεριού σ’ ένα κοντινό πλάνο, έχουν μια κάποια τελετουργική αύρα, που την βοηθάει να στήσει ολοκληρωμένα αφηγηματικά σύνολα, που βασίζονται σ’ αυτά τα μικρά δραματουργικά θραύσματα. Ένα επίπεδο αυτοσχεδιασμού συναντάω και στο λόγο της ταινίας, που είναι συνειρμικός και συμπεριληπτικός. Ένας λόγος που αγκαλιάζει άλλες φωνές και γίνεται έτσι από προσωπικός, πολιτικός, ριζοσπαστικός και κοινοτικός.
Η Χριστίνα δε διακατέχεται από την τελειομανία ενός κλασικού κινηματογραφιστή, αλλά μοιάζει – ακόμα και μέσα στην ταινία - να αναζητά ανεπιτήδευτα ένα δικό της τρόπο, να κοιτάζει και να αφηγείται. Νομίζω ότι σ’ αυτό έπαιξε ρόλο το ότι προέρχεται από τις εικαστικές τέχνες και αυτό το βρίσκω υπέροχο. Μου αρέσει να βλέπω ανθρώπους που δεν έχουν σπουδάσει σινεμά να κάνουν σινεμά. Και νομίζω ότι όλο αυτό που προσπάθησε ν’ αναπτύξει, αποτυπώνεται στον υβριδικό χαρακτήρα, που έχει η ταινία και θυμίζει κάτι από τη «σινέ-γραφή» (cinécriture) της Ανιές Βαρντά, δηλαδή: «Έναν κινηματογράφο προσωπικό. Κάτι που δημιουργείται από το συναίσθημα, τόσο το οπτικό όσο και το ηχητικό, από τις αισθήσεις που παίρνει ένα σχήμα, κάτι που έχει να κάνει με το σινεμά και μόνο με το σινεμά».
Ο τρόπος που δουλεύει η Χριστίνα μοιάζει με εργόχειρο. Το εργόχειρο γίνεται με βασικά εργαλεία. Το εργόχειρο γίνεται σε χώρους οικείους, ολοκληρώνεται πάρα πολύ αργά και έχει το δικό του χρόνο, ένα χρόνο που παραγωγικά ενδέχεται να χαρακτηριστεί αντιπαραγωγικός. Το εργόχειρο, γίνεται επίσης συχνά και με τη συντροφιά άλλων γυναικών. Και κάπως έτσι αισθάνομαι ότι λειτουργεί η κινηματογράφηση της Χριστίνας, ελαστικοποιώντας και απελευθερώνοντας εν τέλει το κινηματογραφικό μέσο στο επίπεδο της παραγωγής, της φόρμας, της σύνθεσης και του περιεχομένου.
Τι μας λένε οι φωνές (της «Αμυγδαλιάς»);
της Νουρ Σέικ (συν-σεναριογράφος και μέλος του cast της ταινίας, μέλος του Δικτύου Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές)
Είμαι μέλος του Δικτύου Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές από το 2016, τότε που ξεκίνησα και εγώ να ακούω φωνές. Ως συντελέστρια της ταινίας και ως άνθρωπος που ακούω φωνές, ενθουσιάστηκα όταν πρότεινε η Χριστίνα να συζητήσουμε την «Αμυγδαλιά» από την σκοπιά της φωνής και των φωνών. Θα ήθελα λοιπόν να μιλήσω για κάποια βιώματα μου που μου θύμισε η «Αμυγδαλιά» βλέποντάς την πλέον και ως θεατής.
Όταν ακούει κανείς φωνές, υπάρχουν φωνές φιλικές και φωνές εχθρικές. Μία φωνή εχθρική ακούμε στην «Αμυγδαλιά» μέσα από εκείνη που φωνάζει: «Έλα, έλα Μαριγώ, Κατερίνα! Ελάτε να δείτε μία Μαύρη που περνάει!».
Θυμάμαι μία φορά που περπατούσα στην Πατησίων και μπήκα σε ένα μαγαζί να πάρω ξηρούς καρπούς. Και εκεί ήταν ένας κύριος, ο ιδιοκτήτης, που δεν ήταν ο φιλικότερος στη γη. Ήταν ρατσιστής, και με έδιωξε από το μαγαζί. Η πραγματικότητα η δική μου εκείνη τη στιγμή διέφερε από την αντικειμενική, γιατί ήμουν σε κρίση. Όταν είσαι σε κρίση δεν βιώνεις την ίδια πραγματικότητα με τον ευρύτερο περίγυρο. Εκείνη τη στιγμή, με τον κύριο αυτόν, δεν είδα ότι μπορεί να είναι ρατσιστής ή ένας φασίστας. Είδα έναν άνθρωπο που δεν ήταν φιλικός προς εμένα. Η κρίση δεν με άφηνε να δω ότι ήταν ρατσιστής, επειδή δεν μπορούσα να σηκώσω μία τέτοια αλήθεια, και θα πληγωνόμουν ακόμη περισσότερο. Οι κρίσεις αυτές μας προστατεύουν όταν δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ή να δεχτούμε κάτι. Ύστερα από καιρό, μου είπαν δύο-τρία άτομα ότι ίσως αυτό που μου είχε συμβεί σε εκείνη και παρόμοιες στιγμές ήταν στην πραγματικότητα ρατσιστικές επιθέσεις που εγώ δεν ήθελα να τις δω, να τις αντιληφθώ.
Μαζί με τις ρατσιστικές επιθέσεις και συμπεριφορές, η Αμυγδαλιά με κάνει και σκέφτομαι για το ανήκειν, την θέλησή μας να νιώθουμε ότι ανήκουμε κάπου. Όταν έχω επεισόδιο, επίσης, δεν νιώθω ότι ανήκω κάπου. Αντιθέτως. Νιώθω ότι είμαι ξένη, ξένο σώμα, σε ξένη γη, σε ξένη πραγματικότητα.
Περισσότερες πληροφορίες για την «Αμυγδαλιά» μπορείτε να βρείτε στη σελίδα της ταινίας στο Facebook: www.facebook.com/AmygdaliaFilm