Από Άννα Φαρδή -
Κόρες, μητέρες και σύζυγοι∙ πολυγαμικές, λεσβίες, cis και μη-δυαδικά∙ κυρίως μαύρες ή μιγάδες∙ πληγωμένες, μαχήτριες, δυνατές, γεμάτες ζωή. Οι δώδεκα θηλυκότητες που συναντιούνται στο πολυφωνικό «Κορίτσι, γυναίκα, άλλο» (μτφρ. Ρένα Χατχούτ) της Μπερναρντίν Εβαρίστο είναι κυρίως ηρωίδες του καιρού τους (είτε αυτός ζει στα τέλη του 1800 ή σήμερα), αποφασισμένες να επιβιώσουν και –με κόπο – να ευτυχίσουν. Οι ιστορίες τους τέμνονται σταδιακά∙ άλλες έχουν συγγένεια, άλλες είναι φίλες ή συνεργάτιδες, μέχρι που αρκετές από αυτές καταλήγουν να συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο, καταργώντας την όποια αίσθηση διηγήματος θα έφτιαχναν τα μονοπρόσωπα κεφάλαια και χτίζοντας ένα στιβαρό, ενιαίο αφήγημα.
Το βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg και βραβεύτηκε με Booker το 2019 (εξ ημισείας με τη Μάργκαρετ Άτγουντ), ακολουθεί μία πειραματική φόρμα που ρέει όπως ο προφορικός λόγος (ή η ζωή). Άτακτα, χωρίς τελείες, με κοφτές φράσεις που θυμίζουν ποιητική γραφή και στοιχεία προφορικού ή ηλεκτρονικού λόγου, η Εβαρίστο μιμείται άριστα τις φωνές των πρωταγωνιστριών της που σφηνώνονται στο κεφάλι μας, πότε αισιόδοξες και πότε τραυματισμένες αλλά πάντα αποφασισμένες να διαρρήξουν το κατεστημένο που τις θέλει αδύναμες και λιγότερες.
Η Άμα κάνει την πρώτη της πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας με την «Τελευταία Αμαζόνα της Δαχομέης»∙ είναι λεσβία, πολυγαμική και παλιάς κοπής φεμινίστρια. Η Γιαζ έχει στιλ «εν μέρει γκόθικ της δεκαετίας του ενενήντα, εν μέρει μετα-χιπ-χοπ, εν μέρει τσουλίστικο, εν μέρει εξωγήινο» και θεωρεί ότι το να είσαι γυναίκα είναι ξεπερασμένο. Η Ντομινίκ βρίσκει τον έρωτα και γίνεται από «λεσβία, φεμινίστρια, σαρκοφάγα» μία «ριζοσπαστική φεμινίστρια λεσβία οικοδόμος».
Η Εβαρίστο μιμείται άριστα τις φωνές των πρωταγωνιστριών της που σφηνώνονται στο κεφάλι μας, πότε αισιόδοξες και πότε τραυματισμένες αλλά πάντα αποφασισμένες να διαρρήξουν το κατεστημένο που τις θέλει αδύναμες και λιγότερες.
Η Κάρολ ξέρει «πώς είναι να φαίνεται φυσιολογική αλλά να νιώθει ότι ταλαντεύεται». Η Μπούμι ονειρεύεται να γίνει ιδιοκτήτρια του δικού της γραφείου καθαρισμού και ζει μόνο για την κόρη της που εγκαταλείπει τις νιγηριανές παραδόσεις. Η ΛαΤίσα είναι «πολύ κομψή και επαγγελματίας», λέει ότι έχασε τον πατέρα της από έμφραγμα και έχει τρία παιδιά από διαφορετικούς πατεράδες
Η Σέρλι είναι καθηγήτρια, βαρετή, οργισμένη, «ένα γρανάζι στη ρόδα της γραφειοκρατικής παράνοιας». Η Γουίνσομ νιώθει πως δεν ήταν ποτέ ο εαυτός της «πρώτα κόρη, έπειτα σύζυγος και μητέρα». Η Πενέλοπι μαθαίνει ότι είναι ένα ψέμα, ένα συνηθισμένο Σάββατο απόγευμα. Η Μέγκαν θέλει να αλλάξει τον κόσμο της και γίνεται το Μόργκαν. Η Χάτι είναι «ενενηντατριών χρονιών και έχει ακόμα μέλλον», ζει μόνη στο αγρόκτημά της και σιχαίνεται τα «Απληστούγεννα». Η Γκρέις φαντάζεται πως μια μέρα θα πάρει το πλοίο για την Αβησσυνία και θα βρει τον πατέρα της.
Εκεί όμως που η ματιά της Εβαρίστο κερδίζει σε καθαρότητα, είναι στην απεικόνιση της σεξουαλικότητας και της αντιμετώπισης των ηρωίδων απέναντι στο σώμα τους.
Η αφρο-βρετανίδα συγγραφέας, κόρη Αγγλίδας και Νιγηριανού, από τη ζωή της οποίας εμπνέεται η πρωταγωνίστρια του πρώτου κεφαλαίου, τις αντιμετωπίζει με τρυφερότητα αλλά πότε με επιείκεια. Δεν είναι τέλειες και ούτε θέλει να είναι: σφάλλουν, πληγώνουν τους άλλους και τον εαυτό τους, κάποιες είναι ομοφοβικές ή ρατσίστριες. Όλες όμως καλούνται να επιβιώσουν σε ένα κόσμο που δεν είναι φτιαγμένος για αυτές, που αντιμετωπίζονται σαν θηράματα και που πρέπει να πολεμούν σαν σύγχρονες αμαζόνες για να επιτύχουν.
Εκεί όμως που η ματιά της Εβαρίστο κερδίζει σε καθαρότητα, είναι στην απεικόνιση της σεξουαλικότητας και της αντιμετώπισης των ηρωίδων απέναντι στο σώμα τους. Πέρα από το εύρος ηλικιών, εποχών και σεξουαλικών προσδιορισμών που χτίζουν αυτόματα μια ποικιλομορφία στην έννοια του «θηλυκού», οι πρωταγωνίστριες βιώνουν διαφορετικές και πολλές φορές αντιδιαμετρικές εκφάνσεις της σεξουαλικής ανάπτυξης και ευχαρίστησης. Από τα αθώα προεφηβικά σκιρτήματα που καταλήγουν σε τραυματικές εμπειρίες, τις καταπιεστικές συμπεριφορές και την αναζήτηση της σεξουαλικής «μόδας» μέχρι την ένοχη απελευθέρωση και πλήρη αναγνώριση των αναγκών και των επιθυμιών, το φάσμα του γυναικείου σώματος, των απαιτήσεων και παραβάσεων του, ξεδιπλώνεται σε όλο του μεγαλείο, υπενθυμίζοντας στους αναγνώστες πώς το κέντρο όλων είναι η αυτοδιάθεση, πόσο μάλλον βλέποντας όλους τους δυνατούς τρόπους με τους οποίους μπορεί να καταστρατηγηθεί.