
Το έργο του Γιώργου Διαλεγμένου γράφτηκε το 1975, όμως τοποθετείται στη μετεμφυλιακή δεκαετία του ’50 και παρακολουθεί τη ζωή ενός ζευγαριού, του Θανάση και της Ουρανίας, που με το ζόρι τα βγάζουν πέρα. μόνη τους ελπίδα για μια οικονομική ανάσα είναι η πολυπόθητη -αλλά απροσδιόριστη- κληρονομιά της ετοιμοθάνατης, κατάκοιτης θείας, που φιλοξενούν στο διπλανό δωμάτιο.
Πρόκειται για μία πικρή κωμωδία, στην οποία εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς "αλληγορικές" προθέσεις, μια που δεν έχουμε να κάνουμε αυστηρά με μία προσωπική ιστορία, αλλά για την εικόνα της ίδιας της Ελλάδας: ο Θανάσης και η Ουρανία εκπροσωπούν με έναν τρόπο μια Ελλάδα που παλεύει να σταθεί στα πόδια της, που αιμορραγεί πολιτικά, που "εκπορνεύεται" για να τα βγάλει πέρα, που προσβλέπει στην εξωτερική βοήθεια και σωτηρία -που όμως κι αυτή μένει μετέωρη-, σε μια Ελλάδα που δεν μπορεί να πληρώσει καν τα έξοδα της "κηδείας" της. Ο Διαλεγμένος παραδίδει όλα τα παραπάνω μέσα από τη φόρμα του ρεαλισμού -που ίσως πια δείχνει ξεπερασμένος, όμως αντισταθμίζεται από τη δεξιοτεχνία της γραφής- και της κωμωδίας, μέσω μιας κωμικότητας που προκαλεί πότε σπαρταριστό και πότε πικρό, σχεδόν σπαρακτικό γέλιο.

Σε αυτή την κωμικότητα προσβλέπει κυρίως ο Χρήστος Τριπόδης, ανταποκρινόμενος και στο γεγονός της παρουσίασης του έργου ως "καλοκαιρινή επιλογή". Η σκηνοθεσία του είναι έντονη, έχει ρυθμό και ενέργεια, ενώ αντιμετωπίζει τις σκηνικές καταστάσεις και ειδικά τους δευτερεύοντες ήρωες (τις γειτόνισσες, το αφεντικό, τον έμπορο) με κριτήριο την κωμική ποιότητα και επίδρασή τους - αν και σε κάποιες περιπτώσεις δεν αποφεύγει την παγίδα της σχηματικότητας.
Φροντίζει επίσης να μεταφέρει επί σκηνής με απόλυτη συνέπεια μια εικόνα της Ελλάδας που για πολλούς είναι άγνωστη, μια εικόνα που γίνεται όλο και πιο μακρινή, όμως -τι παράξενο- συνεχίζει να φαντάζει οικεία, ίσως και διαχρονική. Ως προς αυτό, συντελούν αποφασιστικά τα σκηνικά και τα κοστούμια της Μαρία Φιλίππου, που αποτυπώνουν ρεαλιστικά τη χρονική περίοδο και τις συνθήκες ζωής του ζευγαριού, ενώ χαρακτηριστικές της ίδιας εποχής είναι και οι επιλογές των τραγουδιών - κάτι που προσδίδει πάντως στο θέαμα και την αίσθηση μιας ξεπερασμένης ηθογραφίας.

Από την ερμηνευτική ομάδα, ο Ορέστης Χαλκιάς και η Βίβιαν Κοντομάρη αποδεικνύονται οι στυλοβάτες της παράστασης. Ερμηνεύοντας τον Θανάση και την Ουρανία, αποδίδουν -σε σημεία με αφοπλιστική εσωτερικότητα και ερμηνευτική μελέτη- το γεγονός πως αυτά τα δύο πρόσωπα συγκροτούνται μέσα από την αντίθεση: πρόκειται για ανθρώπους με δραματικό πυρήνα, που τον έχουν μεταβολίσει σε κωμική φόρμα. Ο Χάρης Χιώτης (΄Έμπορας) και ο Γιώργος Σουξές (Αραβαντινός) ερμηνεύουν ωραία, αναδεικνύοντας κι αυτοί μέσω του κωμικού την απεχθή πρώτη ύλη του χαρακτήρα τους. Οι Τζένη Διαγούπη, Τζόυς Ευείδη και Νατάσσα Κοτσοβού, ως Γειτόνισσες, περιορίζονται από τη σκηνοθεσία σε μία εξωστρεφή, φωναχτή κωμικότητα.
Περισσότερες πληροφορίες
Χάσαμε τη θεία Στοπ
Στο εμβληματικό έργο με φόντο μια γειτονιά της δεκαετίας του ’50 στο Γκάζι, ο Θανάσης και η Ουρανία ζουν μέσα στη μιζέρια και στηρίζονται στην κληρονομιά της μελλοθάνατης θείας για να εκπληρώσουν τα όνειρά τους για μια καλύτερη ζωή. Ένας καβγάς, μια λάθος κίνηση επιφέρουν λίγο νωρίτερα τον θάνατό της. Έναν θάνατο που δεν φέρνει την πολυπόθητη λύση, αλλά είναι ο σπινθήρας για μια μεγάλη «έκρηξη».