
Ως λαϊκό (υπερ)θέαμα ανεβάζει ο Κώστας Γάκης το εμβληματικό, πολυδιαβασμένο και πολυμεταφρασμένο, μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι, δημιουργώντας επί σκηνής μια γιορτινή, ζωηρότατη ατμόσφαιρα. σαν να παρακινείται η παράστασή του από τα μπουλούκια και τους επιθεωρησιακούς θιάσους όπου δούλεψε η θεατρίνα Ραραού, κεντρική ηρωίδα του βιβλίου και φορέας της αφήγησης. Η μουσική και τα τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη (όπως και η ζωντανή εκτέλεσή τους) συνηγορούν αποφασιστικά από την πλευρά τους στην ενίσχυση τόσο του θεαματικού όσο και του λαϊκού στοιχείου.

Στη "Μητέρα του σκύλου", η Ρουμπίνη Μέσκαρη που ακούει στο όνομα Ραραού, συνταξιούχος πια, αφηγείται τη ζωή της, από τα παιδικά της χρόνια, λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της Κατοχής, κι έπειτα. Από την επαρχία στη Θεσσαλονίκη κι έπειτα στην Αθήνα, με ανέχεια, κακουχίες και δυσκολίες, η ζωή της βάζει στο κάδρο -και παράλληλα το σχολιάζει λοξά- ένα κομμάτι της ελληνικής Ιστορίας, όχι από την πλευρά αυτών που τη διαμορφώνουν αλλά των "μικρών και ασήμαντων" που την υφίστανται. Η αφήγησή της είναι σαρωτική, κάτι που καθιστά το έργο σχεδόν μονολογικό - βοηθώντας έτσι τη θεατρική μεταφορά του, αλλά και ανεβάζοντας κατά πολύ τον πήχη της δυσκολίας για την πρωταγωνίστρια.

Σε αυτό το επίπεδο, η Υρώ Μανέ πραγματοποιεί μία θηριώδη ερμηνεία, γίνεται ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται όλη η παράσταση. Παραληρηματική, άμεση, αθυρόστομη, σπιρτόζα, σαρωτική και πάνω απ’ όλα ειλικρινής, η Ραραού της Υρώς Μανέ γίνεται ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που προσπαθεί να επιβιώσει πάση θυσία.
Η σκηνοθεσία δεν επαναπαύεται στην παρουσία της πρωταγωνίστριας, αλλά φροντίζει να την πλαισιώσει με ένα πολυπληθή θίασο: οι Σπύρος Μπιμπίλας, Φωτεινή Ντεμίρη, Νίκος Ορφανός, Κωνσταντίνος Αρνόκουρος, Γιάννης Βασιλώτος, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Ειρήνη Θεοδωράκη, Στεφανία Καλομοίρη, Νατάσα-Φαίη Κοσμίδου, Σύνθια Μπατσή, Γιώργης Παρταλίδης ερμηνεύουν τα πρόσωπα της ζωής της Ραρούς -όπως και την ίδια στη νεότερη εκδοχή της-, ζωντανεύοντας τις αναμνήσεις της και στηρίζουν με την παρουσία, τα τραγούδια και τις χορογραφίες (Φαίδρα Νταϊόγλου) το θεαματικό ζητούμενο της παράστασης. Ξεχωριστή η ερμηνεία του Λεωνίδα Κακούρη, ακόμη και στις σιωπηλές στιγμές του, που ως γιατρός-ακροατής είναι ένα πρόσωπο του εδώ και τώρα και το μόνο ίσως που παίρνει τη Ραραού στα σοβαρά.

Μπορεί η δράση να εξελίσσεται μέσα από ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο αφήγησης και αναπαράστασης αυτής της αφήγησης, θα πρέπει να επαινεθεί όμως το γεγονός πως ο ρυθμός είναι ικανοποιητικότατος καθ’ όλη τη διάρκεια. Η παράσταση όμως δείχνει να εστιάζει κυρίως στο κωμικό επίπεδο του έργου -όπως προκύπτει από την αφέλεια της αμόρφωτης Ραραούς-, ίσως και στο εύκολο συναίσθημα, κάτι που αποτυπώνεται στην εξωστρεφή, σχηματική σκιαγράφηση των προσώπων, που παρουσιάζονται ως τύποι.
΄Έτσι, ακόμη και δραματικότατα γεγονότα περνούν επί σκηνής με ελαφράδα κι επίσης μένει στο ημίφως, σχεδόν εξαφανίζεται, το γεγονός πως η Ραραού αποτελεί, στην πραγματικότητα, μια δραματική ηρωίδα. Υπέροχα τα κοστούμια της Χαράς Τσουβαλά σε ένα θέαμα απαιτήσεων, λειτουργικό το σκηνικό της ΄Άσης Δημητρολοπούλου, φιλοξενεί δεκάδες αλλαγές χώρων, και φωτίζεται πολύ ωραία από τον Περικλή Μαθιέλλη.
Περισσότερες πληροφορίες
Η μητέρα του σκύλου
Στο εμβληματικό και βαθιά ανθρώπινο έργο, η κεντρική ηρωίδα, μια ηθοποιός των μπουλουκιών, η Ραραού, ξεδιπλώνει τη ζωή της και ταυτόχρονα την Ιστορία της νεότερης Ελλάδας με αφετηρία την Κατοχή. Με σχεδόν παραληρηματικό και αναπάντεχα χιουμοριστικό λόγο, μια ψυχή τραυματισμένη αφηγείται την Οδύσσεια της ύπαρξής της, ακροβατώντας πάνω στη λεπτή γραμμή μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας - από την κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο μέχρι τη δικτατορία και τη μεταπολίτευση. Η Ραραού θα ανέβει στο πάλκο της φαντασίας της, με την επιθυμία να λάμψει επιτέλους σαν πραγματική πρωταγωνίστρια, να ζήσει την προσωπική της καταξίωση.