
Η κωμωδία των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου γράφτηκε και παίχτηκε την άνοιξη του 1946, δηλαδή όχι πολύ καιρό μετά τα γεγονότα των Δεκεμβριανών και τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Το συγγραφικό δίδυμο πήρε το ρίσκο να "επενδύσει" κωμικά στη μεγάλη πληγή του Εμφυλίου όσο αυτή ήταν εν εξελίξει, με την κωμωδία τους, την πρώτη με αυτή τη θεματική που ανέβηκε στο ελεύθερο θέατρο, να καταγράφεται τελικά ως μια ξεχωριστή στιγμή στη μεταπολεμική δραματουργία. Η ιστορία διαδραματίζεται κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών και τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα σωματοποιούνται στα πρόσωπα δύο αδερφών: ο Σταύρος είναι εθνικόφρονας, ο Κώστας εαμίτης, και ανάμεσά τους βρίσκεται ο πατέρας τους, ο φιλήσυχος κυρ-Παντελής. Οι συγγραφείς επιτυγχάνουν πράγματι να δημιουργήσουν μια κωμωδία πάνω σε έναν άκρως δραματικό καμβά: αντιπαραθέτουν στα αντιμαχόμενα αδέρφια τον αμέτοχο πατέρα τους, ο οποίος καταλήγει να πληρώνει… τη νύφη, καθώς συλλαμβάνεται τόσο από την πολιτοφυλακή όσο και από την εθνοφυλακή, ενώ το κωμικό στοιχείο κορυφώνεται στο πρόσωπο της μητέρας, Αθηνάς, η οποία εμφανίζεται εξ ολοκλήρου ανίδεη και σε παντελή σύγχυση σχετικά με το ποιες ξένες δυνάμεις και ποιοι ηγέτες βρίσκονται πίσω από κάθε στρατόπεδο.

Η απόφαση του Σταμάτη Φασουλή να ανεβάσει ένα άγνωστο ουσιαστικά έργο σημαντικής ιστορικής αξίας –συστήνοντάς το στο σύγχρονο κοινό– είναι αξιέπαινη και η παράσταση χαρίζει γέλιο, πικρό φυσικά, σε κάποιες στιγμές. Είναι όμως και αρκετά τυποποιημένη, εντείνοντας μάλλον την τυποποίηση του ίδιου του έργου, το οποίο, καθώς ανήκει στο κωμικό είδος, στηρίζεται στις διακριτές αντιθέσεις και στα καθαρά σχήματα. Αυτή την καθαρότητα ακολουθεί, για παράδειγμα, η όψη της παράστασης, που αναπαριστά πιστά –αλλά χωρίς ιδιαίτερο χαρακτήρα– την εποχή και το σπίτι της οικογένειας (σκηνικά-κοστούμια του Πάρι Μέξη).

Χαρακτηριστική της κωμικής τυποποίησης είναι η ερμηνεία της Ελένης Καστάνη, η οποία υιοθετεί μια υπερβολικά σχηματική φόρμα για να αποδώσει την αφέλεια της Αθηνάς. Ο Γιώργος Βουρδαμής (Κώστας) και ο Απόστολος Καμιτσάκης (Σταύρος) ενσωματώνουν στις ερμηνείες τους τις ακλόνητες ιδεολογικές πεποιθήσεις των ηρώων τους, αφήνουν όμως πού και πού να φανεί το νήμα του αδελφικού δεσμού τους. Χαρακτηριστικές οι ερμηνείες του Γιώργου Κορομπίλη και της Μαρίας Καραβά στους διπλούς, αντίθετους ρόλους τους (Πολιτοφύλακας/Εθνοφύλακας, Εαμίτισσα/Εθνικίστρια, αντίστοιχα), ενώ η Δέσποινα Πολυκανδρίτου αδικείται κάπως στον απλοϊκό ρόλο της λαϊκής υπηρέτριας Φρόσως. Ο Γιώργος Δεπάστας στο ρόλο του Σωτήρη, φίλου του Παντελή, συνεισφέρει με την εμπειρία του στο κωμικό αποτέλεσμα. Ο Σταμάτης Φασουλής στο ρόλο του κυρ-Παντελή επιδεικνύει συναισθηματική και ερμηνευτική ευελιξία και αποδίδει τα μεταιχμιακά συναισθήματα που γεννάει το έργο. Η παράσταση κλείνει με μια κειμενική προσθήκη του ίδιου, με την οποία ο σκηνοθέτης μοιάζει να απαντά στο συμφιλιωτικό μήνυμα του συγγραφικού διδύμου· ένα μήνυμα που ακούγεται κάπως επιδερμικό σήμερα, είχε προκύψει όμως ως αίτημα επιβίωσης σε άγριους καιρούς.
Περισσότερες πληροφορίες
Η δεξιά, η αριστερά και ο κυρ-Παντελής
Η πορεία μιας οικογένειας, που από την απελευθέρωση περνάει στα Δεκεμβριανά και τελειώνει μετά τη συνθήκη της Βάρκιζας, σε μια σπάνια πολιτική στιγμή του μεταπολεμικού θεάτρου. Όπως και εκτός, έτσι και εντός του σπιτιού, επικρατεί εμφύλιος, με τον ένα γιο της οικογένειας να είναι δεξιός και τον άλλον να είναι αριστερός. Ανάμεσα στα "πυρά" τους βρίσκεται ο πατέρας τους, ο πατριάρχης κυρ-Παντελής, η μητέρα τους, η Αθηνά, αλλά και η οικιακή βοηθός τους η Φρόσω.