Γκέλυ Καλαμπάκα©
Ο Γιώργος Νανούρης παρουσιάζει την παράσταση "Η Δούκισσα της Πλακεντίας", εμπνευσμένη από τη ζωή της επώνυμης ηρωίδας –κατά κόσμον Σοφία ντε Μαρμπουά– η οποία άφησε έντονο το στίγμα της στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Μιλήσαμε μαζί του για την προσωπικότητα της δούκισσας και τη συνεργασία του με τη Μαρία Κίτσου, η οποία ερμηνεύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο θέατρο Βεάκη, από 19 Νοεμβρίου.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα να ανεβάσεις το έργο "Η Δούκισσα της Πλακεντίας";
Εντελώς τυχαία διάβασα πριν από επτά-οκτώ μήνες ένα άρθρο για εκείνη. Μέχρι τότε ήξερα μόνο το όνομα, όπως όλοι μας, από τον σταθμό του μετρό και τη λεωφόρο Πλακεντίας. Δεν γνώριζα τίποτα άλλο. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι μιλάμε για μια προσωπικότητα που τη συναντάμε καθημερινά, αλλά κανείς δεν ξέρει ποια ήταν στ’ αλήθεια. Άρχισα να διαβάζω και με συνεπήρε η ζωή της. Επειδή έχω ασχοληθεί πολλές φορές με αληθινές ιστορίες, ειδικά γυναικών, είπα ότι θέλω να κάνω κάτι γι’ αυτήν τη γυναίκα – να τη γνωρίσει και ο κόσμος.
Και πώς προέκυψε η συνεργασία σου με τη Μαρία Κίτσου;
Με τη Μαρία είμαστε φίλοι πολλά χρόνια. Πάντα λέγαμε να κάνουμε κάτι μαζί. Όταν τη συνάντησα σε μια δύσκολη προσωπική της περίοδο, ένιωσα ότι, αν δουλέψουμε μαζί, πρέπει πρώτα να υπάρξει μια ανθρώπινη επαφή. Να τη βοηθήσω, να με βοηθήσει, να ξαναβρεί τη δύναμή της. Από εκεί ξεκίνησε η συνεργασία μας, που κράτησε ήδη εφτά μήνες. Πρώτα ως άνθρωποι, και μετά ως καλλιτέχνες.

Τι σε έκανε να πιστέψεις ότι ο ρόλος της Δούκισσας ταιριάζει στη Μαρία; Ποιο θεωρείς το μεγαλύτερο χάρισμά της;
Η Μαρία είναι μια εξαιρετική ηθοποιός και πιστεύω πως ο ρόλος της ταιριάζει απόλυτα• μπορεί να τον κάνει δικό της. Εγώ έχω φτιάξει το κείμενο βασισμένος σε πολλά υλικά: παλιά βιβλία, δημοσιεύματα, αρχεία, αλλά και στο διαδίκτυο. Συνέθεσα ένα νέο έργο που περιέχει αληθινά και μυθοπλαστικά στοιχεία, επειδή δεν γνωρίζουμε πάντα τι είναι πραγματικότητα και τι φήμη γύρω από τη δούκισσα.
Έτσι, η παράσταση έχει και μια αίσθηση παραμυθιού. Το μεγαλύτερο χάρισμα της Μαρίας Κίτσου είναι η ψυχή της. Είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος, με μια τεράστια καρδιά. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που βλέπεις σ’ εκείνη και σε κάνει να θες να δουλέψεις μαζί της, να τη βοηθήσεις, να της δώσεις ό,τι μπορείς. Και, φυσικά, είναι μια σπουδαία ηθοποιός με απίστευτο βάθος. Στις πρόβες δίνεται ολοκληρωτικά – ακόμα κι όταν της λέω "Μη δίνεσαι τόσο, ψάχνω απλώς κάτι τεχνικό", εκείνη απαντά "Δεν μπορώ αλλιώς". Μπαίνει με όλο της το είναι, κάθε φορά. Αυτό δεν διδάσκεται• ή το έχεις ή δεν το έχεις. Και η Μαρία το έχει.
Τι σε εντυπωσίασε περισσότερο στη ζωή της δούκισσας;
Με συγκλόνισε το γεγονός ότι, όταν πέθανε η κόρη της, δεν μπόρεσε να το αντέξει. Την ταρίχευσε και ζούσε μαζί της! Μιλάμε για το 1830 περίπου, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο. Από αυτό κατάλαβα πόσο δυνατή και ιδιαίτερη προσωπικότητα ήταν. Παράλληλα με εντυπωσίασε πόσο είχε βοηθήσει την Ελλάδα μετά την Επανάσταση του ’21. Δώρισε τεράστια ποσά, παρότι δεν ήταν Ελληνίδα. Ήταν Αμερικανογαλλίδα, κόρη διπλωμάτη και μοναχοκόρη μιας πολύ πλούσιας οικογένειας.
Πες μας λίγα πράγματα για την ίδια ως γυναίκα.
Ήταν μια απίστευτα απελευθερωμένη προσωπικότητα. Χώρισε τον άντρα της χωρίς διαζύγιο, είχε εραστές, έκανε ό,τι ήθελε. Ήταν σχεδόν 200 χρόνια μπροστά από την εποχή της. Και, φυσικά, άφησε πίσω της τεράστιο έργο: το σπίτι της στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας είναι σήμερα το Βυζαντινό Μουσείο. Είχε 30 στρέμματα εκεί, ενώ στην Πεντέλη διέθετε 17.500 στρέμματα. Έφτιαξε τη γέφυρα του Χαλανδρίου, άνοιξε με δικά της έξοδα το δρόμο που σήμερα λέγεται "Λεωφόρος Δουκίσσης Πλακεντίας". Όλα αυτά τα δώρισε στο ελληνικό δημόσιο.

Πώς συνδέεις την ιστορική πραγματικότητα με το θεατρικό δράμα;
Η παράσταση ξεκινά από τα πρώτα της χρόνια, δείχνει πώς αγάπησε την Ελλάδα, πώς έφυγε και γιατί ξαναγύρισε. Περιλαμβάνει και κάποια μυθοπλαστικά στοιχεία, όπως οι λόγοι της φυγής της. Μετά έρχεται ο θάνατος της κόρης, η επιστροφή στην Ελλάδα με το ταριχευμένο σώμα, και η σταδιακή της απομόνωση. Για μένα, ό,τι κι αν ήταν αυτή η γυναίκα, πάνω απ’ όλα ήταν μια μητέρα που έχασε το παιδί της. Αυτό την καθόρισε ολοκληρωτικά. Όλη της η ζωή είναι ιδωμένη μέσα από αυτό το πρίσμα.
Υπάρχει κάποια σκηνή που θεωρείς "καρδιά" του έργου;
Νομίζω ότι η πιο τραγική σκηνή είναι όταν προσποιείται πως το παιδί ζει και όλοι γύρω της κάνουν ότι το πιστεύουν, για να μην της χαλάσουν το χατίρι. Αυτή η στιγμή, για μένα, είναι πιο δυνατή και πιο σπαρακτική από τον ίδιο τον θάνατο.
Είσαι σκηνοθέτης, και συγγραφέας, και φωτιστής, και μουσικός επιμελητής. Πώς τα συνδυάζεις όλα αυτά;
Στους μονολόγους μου κάνω σχεδόν τα πάντα μόνος: το σκηνικό χώρο, τη μουσική επιμέλεια, τα \φώτα. Δεν μπορώ να τα αποκαλέσω "σκηνικά", γιατί είναι πιο αφαιρετικά – ένας χώρος που εξυπηρετεί τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα. Αυτή τη φορά έγραψα κι εγώ το κείμενο, βασισμένο σε πολλές πηγές, βιβλία, αρχεία, διαδικτυακό υλικό. Αναφέρω πάντα τις πηγές, φυσικά.
Ποια θεωρείς τη δουλειά–ορόσημο που σε καθόρισε ως σκηνοθέτη;
Η "Κατερίνα” του Αυγούστου Κορτώ. Εκεί, νομίζω, έγινα πραγματικά σκηνοθέτης. Ήταν ένα έργο-σταθμός, με ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, και φυσικά με τη Λένα Παπαληγούρα. Όχι τόσο λόγω του θέματος, αλλά λόγω του πώς ξεκίνησε όλο αυτό. Ήταν μια αληθινή ιστορία, μιας μητέρας, ενός ανθρώπου που ζει δίπλα μας.
Έπρεπε να το προσεγγίσω με τεράστια ευαισθησία, γιατί είχα δίπλα μου τον ίδιο τον γιο της Κατερίνας. Ήταν μεγάλη ευθύνη να ξέρεις ότι αυτός ο άνθρωπος θα δει στη σκηνή την ιστορία της μητέρας του. Όλα έγιναν με πολλή αγνότητα, χωρίς κανένας μας να περιμένει τι θα ακολουθήσει. Κι ύστερα ήρθε σαν κύμα που μας άλλαξε τη ζωή- και τη δική μου και της Λένας.

Άλλος σταθμός στη διαδρομή σου;
Σίγουρα η Χαρούλα (Αλεξίου). Το ότι με διάλεξε για να κάνει το πρώτο της βήμα στο θέατρο, με τον μονόλογο "Χειρόγραφο”. Ήταν τιμή μεγάλη, αλλά και συγκλονιστική εμπειρία.
Και ο "Αίας”;
Κι εκεί το ίδιο. Πήραμε μια τραγωδία και την κάναμε με τη μορφή μονολόγου. Προσπαθώ πάντα να υπάρχει η αίσθηση μιας πλήρους, ζωντανής παράστασης. Δεν θέλω ο θεατής να σκεφτεί ότι βλέπει κάτι "μικρότερο”.
Εσύ θα ήθελες ποτέ να παίξεις σε μονόλογο;
Ναι, ίσως το τολμήσω πια. Το φοβόμουν πάρα πολύ. Αλλά μετά από τόσα χρόνια νιώθω ότι ίσως μπορώ να σταθώ στα πόδια μου και να το κάνω.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα που σου έχει δώσει το θέατρο;
Πολύ δύσκολη ερώτηση… Ξέρεις, το θέατρο είναι για εμάς σχεδόν ταυτόσημο με τη ζωή. Περνάμε περισσότερες ώρες εκεί παρά στο σπίτι. Νομίζω οτι αυτό που έχω μάθει είναι να είμαι ήρεμος μέσα στην καταιγίδα. Παλιά, όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, έμπαινα κι εγώ στη δίνη- πανικός, άγχος, φόβος.
Τώρα ξέρω ότι ό,τι κι αν συμβεί, θα βρούμε τρόπο να το λύσουμε. Θα δουλέψουμε, θα ξενυχτήσουμε, θα κουραστούμε, αλλά θα γίνει. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο στο θέατρο- ισχύει και στη ζωή. Έμαθα να μην ενθουσιάζομαι υπερβολικά όταν έρχεται κάτι καλό, ούτε να καταρρέω όταν κάτι πάει στραβά. Έχω αποκτήσει μια ψυχραιμία, μια ισορροπία. Δεν λέω ότι το κάνω τέλεια, αλλά το προσπαθώ.

Έχεις καταφέρει, δηλαδή, να βρεις αυτή τη γαλήνη που όλοι ψάχνουμε;
Το παλεύω. Παλιά ήμουν πιο ανήσυχος, πιο εκρηκτικός. Τώρα λέω: "Ηρέμησε. Θα βρεθεί ο τρόπος.” Αν δεν το κάνεις αυτό, κάποια στιγμή θα σε φάει το άγχος. Έχω μάθει να εμπιστεύομαι τη διαδικασία, τον χρόνο, τους ανθρώπους. Κάθε εμπόδιο έχει λύση, αρκεί να έχεις πίστη και υπομονή.
Εκτός θεάτρου, τι σε γεμίζει;
Οτιδήποτε έχει να κάνει με το σπίτι. Μ’ αρέσει πάρα πολύ η αρχιτεκτονική, τα υλικά, τα έπιπλα. Ασχολούμαι με αυτά, τα χαζεύω, διαβάζω, βλέπω σελίδες στο διαδίκτυο. Αν δεν ήμουν στο θέατρο, σίγουρα θα ήθελα να είμαι αρχιτέκτονας. Το μόνο μου πρόβλημα είναι ότι δεν πιάνει το χέρι μου – δεν μπορώ να σχεδιάζω. Τα έχω όλα στο μυαλό μου, αλλά δεν μπορώ να τα βγάλω στο χαρτί. Αν μπορούσα, θα το είχα κάνει επάγγελμα.
Έχεις κάτι άλλο στα σχέδιά σου αυτή την περίοδο;
Προς το παρόν όχι. Θέλω λίγο χρόνο να ηρεμήσω μετά τη "Δούκισσα”. Ήταν μια πολύ έντονη διαδικασία, κυρίως λόγω της σχέσης μου με τη Μαρία.
Περισσότερες πληροφορίες
Η Δούκισσα της Πλακεντίας
Ένας μονόλογος για τη μυθιστορηματική ζωή της Σοφίας ντε Μαρμπουά, που έμεινε γνωστή ως η Δούκισσα της Πλακεντίας, που ακροβατεί ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα. Η ιστορία της συνοδεύεται από θρύλους και αλήθειες για την σχέση της με εμβληματικές προσωπικότητες αλλά και για την εκκεντρική ζωή της. Βαθύπλουτη, ανεξάρτητη, δυναμική και αινιγματική, αναφέρεται ως μία από τους μεγάλους ευεργέτες της Ελλάδας, αφού ενίσχυσε οικονομικά τη χώρα μας μετά την Επανάσταση του 1821. Πάνω απ’ όλα αυτά, όμως, αιωρείται το προσωπικό της δράμα, μιας και ήταν μια μητέρα που δεν άντεξε το χαμό της κόρης της και βρήκε έναν παράδοξο τρόπο να ζει για πάντα μαζί της.

