Ο Θανάσης Τριαρίδης συνεχίζει να αναμετριέται με τα μεγάλα σκοτάδια της ανθρώπινης ύπαρξης. Στο "Lacrimosa ή το Απέπρωτο", η ενοχή, ο πόνος και η συνενοχή γίνονται θεατρική τελετουργία σε σκηνοθεσία Χρήστου Καρασαββίδη. Είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα και "αμαρτωλά" έργα του Τριαρίδη και επιστρέφει στη σκηνή, από τις 5 Νοεμβρίου, το Noūs – Creative Space.
Το "Lacrimosa" είναι ένα έργο για την ενοχή, την απώλεια, την επιθυμία και τη συνενοχή. Στην καρδιά του βρίσκεται η ανθρώπινη απελπισία και η αδυναμία μας να συμφιλιωθούμε με το κακό που μας περιβάλλει αλλά και μας κατοικεί. Ο τίτλος του, εμπνευσμένος από τη νεκρώσιμη ακολουθία του Μότσαρτ, λειτουργεί ως μουσική πύλη σε έναν κόσμο πένθους και λύτρωσης, όπου η γλώσσα γίνεται προσευχή και κραυγή ταυτόχρονα.

Στη σκηνή, οι Κάτια Νεκταρίου και Βασίλης Τριανταφύλλου δίνουν σώμα και φωνή σε μια σχέση που μοιάζει με εξομολόγηση, αναμέτρηση και τελετή. Η παράσταση δεν επιδιώκει να καθησυχάσει· αντιθέτως, ταράζει, προκαλεί και θέτει ερωτήματα. Ο φωτισμός και ο ήχος λειτουργούν ως "πληγές" στο σκοτάδι, εντείνοντας τη συναισθηματική πυκνότητα του κειμένου. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, "είναι μια προσευχή χωρίς Θεό – ένας ύμνος για τα σώματα που πονούν και τις φωνές που δεν ακούστηκαν ποτέ". Η παράσταση είναι κατάλληλη μόνο για θεατές άνω των 18 ετών.

Σκηνοθετικό σημείωμα
Το "Lacrimosa ή το απέπρωτο" του Θανάση Τριαρίδη είναι ένα κείμενο-κραυγή· μια ακραία ελεγεία πάνω στη θυσία, το σώμα, την ενοχή και την ατέρμονη βία που μας πληγώνει σαν ξύστρα της ιστορίας. Η γραφή του αποδομεί κάθε παρηγορητική αφήγηση, εγκλωβίζοντας τον θεατή σε μια τελετουργία αίματος και δακρύων, όπου η οδύνη δεν γίνεται ποτέ κάθαρση αλλά διαρκές αιμάτωμα. Η δική μου σκηνοθετική ματιά επιχειρεί να ανασκάψει αυτό το οίδημα. Δεν επιζητούμε μια κειμενική αναπαράσταση, αλλά μια ζείδωρη εμπειρία: έναν μηχανισμό θεάματος που δεν εξαντλείται σε ρεαλιστικούς μιμητισμούς αλλά ενεργοποιεί τον θεατή ως συμμέτοχο, ως μάρτυρα, ως συνένοχο. Η παράσταση επιχειρεί να λειτουργήσει σαν ρήγμα τον κοινό χώρο – ένας τόπος όπου το ιερό και το βέβηλο συνυπάρχουν σε μια βίαιη συμφωνία.

Επιστρατεύω μια αισθητική λιτότητας που ταυτόχρονα εκρήγνυται σε εικόνες υψηλής έντασης. Οι ερμηνείες δομούνται πάνω σε σωματικές ψυχικές χειρονομίες, σε εκρήξεις και καταρρεύσεις, σε απογυμνωμένα σώματα που μετατρέπονται σε φορείς μνήμης και βίας. Ο φωτισμός δεν περιγράφει, αλλά σκίζει το σκοτάδι· ο ήχος δεν συνοδεύει, αλλά επιβάλλεται ως υπερβατική επιταγή. Στόχος μου είναι να δημιουργήσουμε έναν σκηνικό μηχανισμό που μοιάζει με "μαύρη λειτουργία"· μια παράσταση που δεν ζητά παρηγοριά ούτε εξιλέωση, αλλά στήνει μπροστά μας το αίνιγμα της ανθρώπινης σκληρότητας. Το "Lacrimosa ή το απέπρωτο" γίνεται, έτσι, όχι ένα ακόμη έργο προς θέαση, αλλά μια εμπειρία ριζικής αποσταθεροποίησης.
Η πρωτοπορία έτσι κι αλλιώς, για μένα, δεν είναι διακοσμητική -είναι αναγκαιότητα. Το θέατρο οφείλει να παραμένει τόπος επικίνδυνος, αμφίσημος, ανατρεπτικός. Ένας τόπος που οδηγεί τον θεατή στην τομή αντοχής και συγκίνησης -σε μια ζώνη όπου η τέχνη δεν καθησυχάζει αλλά ταράσσει, δεν προσφέρει βεβαιότητες αλλά αποκαλύπτει το κενό τους. Και σ΄αυτό το εγχείρημα, είναι προφανές πως δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν έχουμε δίκιο. Στη σιωπή, όμως, στα κρυφά, μπορούμε με πάσα βεβαιότητα να ξέρουμε πως τουλάχιστον δεν έχουμε άδικο. Κι αυτό, τουλάχιστον για εμένα και τους συνεργάτες μου, είναι αρκετό.
Περισσότερες πληροφορίες
Lacrimosa ή το απέπρωτο
Δύο παιδιά επιχειρούν να αναπαραστήσουν τη νύχτα που οι γονείς τους, ένα ζεύγος επιτυχημένων δικηγόρων, εξαφανίζονται μυστηριωδώς, αφήνοντας κάποιους ακατάληπτους στίχους σε ένα μωβ τετράδιο. Στην καρδιά του ψυχολογικού θρίλερ βρίσκεται η ανθρώπινη απελπισία και η αδυναμία να συμφιλιωθούμε με το κακό που μας περιβάλλει αλλά και μας κατοικεί. Ο τίτλος, δανεισμένος από τη νεκρώσιμη ακολουθία του Μότσαρτ, γίνεται αφετηρία για μια παράσταση που αγγίζει το ανείπωτο: το πένθος, την ενοχή, την οδύνη και την ελπίδα που αναδύεται μέσα από τη σκοτεινότερη στιγμή.

