
Τι να πρωτοπείς για έναν θρύλο του θεάτρου; Για έναν δημιουργό που δεν αναπαριστά απλώς τον κόσμο αλλά τον ανασυνθέτει με μια τελετουργική πνοή, οδηγώντας τον θεατή σε μια εμπειρία μεταμορφωτική. Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος δεν είναι απλώς ένας σπουδαίος ΄Έλληνας σκηνοθέτης με διεθνή ακτινοβολία. Είναι ένας θεμελιωτής - ένας πρωτοπόρος που διαμόρφωσε μια ξεχωριστή μέθοδο υποκριτικής, μια ολόκληρη σκηνική φιλοσοφία που γονιμοποιεί το παγκόσμιο θέατρο εδώ και δεκαετίες.
Τιμάται ως ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της σύγχρονης εποχής, ανήκοντας σε ένα πάνθεον που περιλαμβάνει κορυφαία ονόματα όπως οι Πίτερ Μπρουκ, Ρόμπερτ Ουίλσον, Ανατόλι Βασίλιεφ και Εουτζένιο Μπάρμπα.

Από το χωριό του, τον Μακρύγιαλο της Πιερίας, μέχρι τα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου, η πορεία του Τερζόπουλου μοιάζει με αρχαία τραγωδία που ακολουθεί τον δικό της κοσμικό ρυθμό. Μαθητής του Κωστή Μιχαηλίδη στην Αθήνα και αργότερα του Berliner Ensemble στο Ανατολικό Βερολίνο, διδάσκεται από τον Heiner Müller και φέρει στη σκηνοθετική του σφραγίδα το πνεύμα του Brecht, του μπρεχτισμού, της μαρξιστικής θεωρίας, χωρίς όμως να μείνει εκεί.
Το 1986, με τις "Βάκχες" του Ευριπίδη στους Δελφούς, ανατρέπει ριζικά τον τρόπο που προσεγγιζόταν μέχρι τότε το αρχαίο δράμα. Το σώμα, η φωνή, η αναπνοή, ο ρυθμός, ο Διόνυσος, η ιεροτελεστία, όλα μιλούν μέσα από τη σιωπή και την ένταση. Γεννιέται μια νέα θεατρική γλώσσα.
Η μέθοδός του διδάσκεται σε περισσότερα από τριάντα πανεπιστήμια και δραματικές σχολές ανά την υφήλιο. Τα έργα του-από τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή, έως τον Μπρεχτ, τον Μπέκετ και τον Μύλλερ- παρουσιάζονται σε πάνω από 2.100 παραστάσεις διεθνώς. Ο ίδιος δεν μιλά για ρόλους ή ψυχολογικά κίνητρα. Μιλά για ενέργεια, για σώμα που θυμάται, για σκηνή που γίνεται ιερό. Δεν αφηγείται την ιστορία· τη βιώνει.

Ο Τερζόπουλος είναι σκηνοθέτης, παιδαγωγός, συγγραφέας, θεωρητικός, χτίστης θεάτρων και γεφυρών. Ιδρυτής του Θεάτρου Άττις, πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής της Θεατρικής Ολυμπιάδας, καλλιτεχνικός διευθυντής διεθνών συναντήσεων αρχαίου δράματος, ακαδημαϊκός δάσκαλος - μα πάνω απ’ όλα, ένας ανήσυχος δημιουργός που δεν έπαψε ποτέ να ταξιδεύει, να ερευνά, να εξελίσσεται. Ένας κοσμοπολίτης με βαθιά ρίζα στην ελληνική γη και ψυχή ανοιχτή στο αιώνιο.
Ακόμα και οι πρώιμες σκηνοθεσίες του -το "Ψωμάδικο" και το "Μικρό Μαχαγκόνυ" του Brecht, ή το "Ένα ευτυχές γεγονός" του Mrozek– έφεραν τον σπόρο μιας ανατρεπτικής αισθητικής και πολιτικής θεώρησης. Επηρεασμένος από τη μαρξιστική σκέψη, τον κονστρουκτιβισμό και τη βαθιά κατανόηση της εξουσίας του θεάτρου ως κοινωνικού εργαλείου, έβαλε από νωρίς τις βάσεις για έναν λόγο που θα αρθρωθεί αργότερα με τη μέγιστη ένταση στις παραστάσεις του ΄Άττις. Η τέχνη του δεν ήταν ποτέ διακοσμητική- ήταν πάντοτε υπαρξιακή.
Η "Επιστροφή του Διονύσου", τίτλος του βιβλίου-μεθόδου που φέρει την υπογραφή του, δεν είναι μόνο αναφορά σε έναν θεό του θεάτρου. Είναι η ουσία της πρότασής του: μια επιστροφή στην αρχή, στη μνήμη του σώματος, στην καταγωγή της συγκίνησης. Όπως λέει και ο ίδιος, δεν μας ενδιαφέρει τι λέει ο ηθοποιός, αλλά πώς το λέει - από πού το φέρει, πού το πάει.

Σε μια εποχή που το θέατρο συχνά χάνει την επαφή με τη ρίζα και τη μεταφυσική του υπόσταση, ο Τερζόπουλος υπενθυμίζει ότι η σκηνή μπορεί ακόμη να είναι βωμός. Και πως ο ηθοποιός, όταν απελευθερώνεται από το βάρος της αναπαράστασης, μπορεί να γίνει κάτι πιο ουσιαστικό: ένας φορέας μνήμης, ενέργειας, αλήθειας.
Γι’ αυτό και το έργο του είναι αναγκαίο. Είναι ένα φως που διαπερνά τις σκιές της συνήθειας και δείχνει έναν άλλο τρόπο να υπάρχουμε στη σκηνή - και ίσως και στη ζωή. Τι να πρωτοπείς, λοιπόν, για έναν θρύλο του θεάτρου; Ίσως μόνο να σιωπήσεις λίγο, να δεις τη σπονδυλική στήλη να πάλλεται και να θυμηθείς ότι το θέατρο είναι τελετουργία. Και ο Τερζόπουλος, ένας από τους τελευταίους μεγάλους τελετάρχες του.
Παραστάσεις που σφράγισαν τη μνήμη της Μαρίας Κρύου
"Ηρακλής μαινόμενος" (2000), "Τρωάδες" (2020), "Ορέστεια" (2024)
Η σχέση του Θεόδωρου Τερζόπουλου με το αρχαίο δράμα είναι βαθιά τελετουργική, σχεδόν μυητική. Το σώμα, η φωνή, η παύση, ο παλμός, η επανάληψη και η σιωπή -όλα μαζί συνθέτουν μια εμπειρία σχεδόν αρχέγονη. Κάπως έτσι κρατάω στη μνήμη μου τρεις κορυφαίες παραστάσεις του Θεόδωρου Τερζόπουλου.
Ο "Ηρακλής Μαινόμενος" του Ευριπίδη (2000) ήταν ίσως η πρώτη φορά που ένιωσα τη βία του τραγικού να περνά σωματικά μέσα από τους ηθοποιούς. Ο ήρωας δεν παρουσιαζόταν- διαλυόταν μπροστά μας, αρχέτυπο και σώμα μαζί, μέσα σε μια σκηνή-εξορκισμό. Η όρχηση του Χορού, ρυθμική, αυστηρά γεωμετρημένη, τελετουργική, ενσάρκωνε τον λόγο.
Με πρωταγωνιστές τους Τάσο Δήμα (Κορυφαίος/Αγγελιοφόρος), Σοφία Χιλλ (Μεγάρα), Διονύση Ακτύπη (Ηρακλής), Θανάση Γεωργίου (Αμφυτρίων), Αλέξανδρο Καλπακίδη (Λύκος), Χρήστο Θάνου (Θησέας), Κωνσταντίνα Τακάλου (Λύσσα), Νιόβη Κωστοπούλου (΄Ίρις), ο Τερζόπουλος δούλεψε το έργο ως καθαρό σπαραγμό: όλοι επί σκηνής πάσχουν, όλοι συμμετέχουν στην ίδια μανία. Ο Ηρακλής δεν ήταν μόνος. Ήταν όλοι. Ήταν 2000 και ένιωθα πως κάτι είχε μόλις αλλάξει μέσα μου.

Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά τον Ηρακλή, οι "Τρωάδες”του Τερζόπουλου ήρθαν σαν κραυγή μέσα από τα ερείπια (2018). Είδα την παράσταση στους Δελφούς στο πλαίσιο αφιερώματος στον σπουδαίο σκηνοθέτη, που διοργανώθηκε από το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών σε συνεργασία με το Ίδρυμα Ωνάση- και τη νύχτα εκείνη η συγκίνηση ήταν διάχυτη. Κατεξοχήν τραγωδία του θρήνου, το έργο του Ευριπίδη έγινε στα χέρια του μια βύθιση στον πόνο, αλλά και στην παραφροσύνη της ήττας. Ένας πολυεθνικός Χορός γυναικών σωματοποιούσε τη συντριβή της Ιστορίας, μιλούσε με στόματα διαφορετικά αλλά κοινά πληγωμένα.
Στο κέντρο, η Εκάβη της Δέσποινας Μπεμπεδέλη: σχεδόν ακίνητη, με πρόσωπο γλυπτό, μα βλέμμα που έτρεμε από μνήμη. Δεν θρηνούσε μόνο την Τροία - θρηνούσε κάθε μάνα που έχασε παιδί, κάθε γυναίκα που έχασε γη, κάθε "παράπλευρη απώλεια" που έγινε σκιά στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Η σιωπή της ήταν πιο βαριά απ’ τα λόγια. Έμοιαζε να κρατά στα χέρια της όχι μόνο τα ερείπια μιας πόλης, αλλά την ίδια την Ιστορία του ανθρώπινου πένθους.

Και τώρα, η "Ορέστεια", η παράσταση που σηματοδοτεί την πρώτη συνεργασία του Θεόδωρου Τερζόπουλου με το Εθνικό Θέατρο. Έκανε πρεμιέρα στην Επίδαυρο το καλοκαίρι του 2024, μέσα σε μια ατμόσφαιρα συγκίνησης και θαυμασμού. Το κοινό στο τέλος στεκόταν όρθιο, χειροκροτώντας όχι μόνο την παράσταση, αλλά μια ολόκληρη διαδρομή σαράντα ετών.
Ο Τερζόπουλος σκάβει για να φτάσει τον πυρήνα της αισχύλειας τριλογίας. Μας φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με το αμετάκλητο, με το τραύμα που κληρονομείται, με την αλυσίδα της βίας που θεμελιώνει τον ανθρώπινο πολιτισμό. Και όμως, μέσα απ’ αυτή τη σκληρότητα, ανασαίνει η ελπίδα: η δυνατότητα μιας νέας συμφωνίας, μιας άλλης δικαιοσύνης.
Η "Ορέστεια” επιστρέφει τώρα, σε ένα τιμητικό αφιέρωμα στον Τερζόπουλο στο Φεστιβάλ Βράχων (10/6 το αφιέρωμα, 11-12/6 η παράσταση), πριν ξαναπαίξει και στην Επίδαυρο (22- 23/8). Με τους Μπάμπη Αλεφάντη (Πυλάδης), Έβελυν Ασουάντ (Κασσάνδρα), Τάσο Δήμα (Φύλακας / Κορυφαίος / Προπομπός), Κωνσταντίνο Ζωγράφο (Ορέστης), Έλλη Ιγγλίζ (Τροφός), Δαυίδ Μαλτέζε (Αίγισθος), Άννα Μαρκά Μπονισέλ (Προφήτις), Νίκο Ντάση (Απόλλων), Ντίνο Παπαγεωργίου (Κήρυκας), Αγλαΐα Παππά (Αθηνά), Μυρτώ Ροζάκη (Ηλέκτρα), Σάββα Στρούμπο (Αγαμέμνων), Αλέξανδρο Τούντα (Οικέτης), Σοφία Χιλλ (Κλυταιμνήστρα / Το Είδωλον της Κλυταιμνήστρας), ο θίασος γίνεται ένα σώμα, ένας μηχανισμός τραγωδίας, ένας Χορός που μιλάει από μέσα μας.

"Αμλετ, μια μαθητεία" (2001), "Νανούρισμα" (2003), "Alarme" (2010)
Υπάρχουν ηθοποιοί-μούσες. Γυναίκες που καθώς πατούν τη σκηνή χαράζουν πάνω της μια τροχιά που γίνεται σημείο αναφοράς. Στο σύμπαν του Θεόδωρου Τερζόπουλου, αυτές οι γυναίκες ερμηνεύουν ρόλους και συντονίζονται με το υπαρξιακό βάθος του έργου, το σωματοποιούν με σπάνια ένταση και εκφραστικότητα.
Στον "Άμλετ, μια μαθητεία" (2001), η σπουδαία Άλα Ντεμίντοβα έγινε το ερώτημα της ύπαρξής του ΄Άμλετ. Σε μια δραματουργική εκδοχή βασισμένη στη μετάφραση και διασκευή του Μπόρις Πάστερνακ, η παράσταση επικεντρωνόταν στη συνάντηση του Άμλετ με το φάντασμα.
Η γλώσσα, φαινομενικό εμπόδιο, υπερβαίνεται σκηνικά με ιδιοφυή τρόπο από τον Θόδωρο Τερζόπουλο, που σκηνοθέτησε και συνυπέγραψε τη δραματουργική επεξεργασία. Δίπλα της, οι Σοφία Χιλλ, Θανάσης Γεωργίου, Μελέτης Ηλίας, Σάββας Στρούμπος, Κώστας Ανταλόπουλος, Αλέξανδρος Καλπακίδης συγκροτούσαν έναν λιτό, αλλά σωματικά και φωνητικά φορτισμένο θίασο.
Η Ντεμίντοβα διαστέλλει τα όρια της θεατρικής προσποίησης σ’ έναν υπερβατικό, μα και οικείο ορίζοντα, καλύπτοντας όλο το φάσμα της υποκριτικής δεξιοτεχνίας. Δεν ενσάρκωνε έναν άνδρα ή μια γυναίκα -ήταν μια τραγική συνείδηση εν κινήσει.

Στο "Νανούρισμα" (2003), η Σοφία Μιχοπούλου φώτισε τον πυρήνα του τραύματος-μια μορφή-παιδί, μια μορφή-μάνα, χωρίς σταθερή ταυτότητα, μόνο ρυθμούς αναπνοής. Σε μια παράσταση σχεδόν ψιθυριστή, κουβαλούσε το άρρητο σαν να ήταν το πιο φυσικό φορτίο του κόσμου.
Μέσα στο κουτί με τη σχισμή -ένα φέρετρο ή ένα άνθος- το κεφάλι της Μιχοπούλου προβάλλει σαν να αναδύεται από το βάθος του εαυτού της. Το υπόλοιπο σώμα αόρατο, μα απολύτως παρόν. Κάθε μυς στον λαιμό, κάθε βλέμμα, κάθε μικροκίνηση των χειλιών, μια πράξη αντίστασης στην ακινησία.
Στο "Νανούρισμα" του Σάμουελ Μπέκετ, ο Τερζόπουλος δουλεύει πάνω στο κενό, στο άδειο, και το γεμίζει με ρυθμό, με λέξεις, με επαναλήψεις που ηχούν σαν εκκλήσεις: "κι άλλο". Κι άλλο φως, κι άλλη ζωή.
Στο "Alarme" (2010), ο Τερζόπουλος φαντάζεται την τελευταία συνάντηση δύο ιστορικών μορφών εξουσίας: της βασίλισσας Ελισάβετ Α΄ της Αγγλίας και της Μαρίας Στιούαρτ. Μια ιστορία για τη φθορά της κυριαρχίας και τη σιωπή πριν από την πτώση.
Η Σοφία Χιλλ, ως Ελισάβετ, δεν κραύγαζε· ξεψυχούσε αργά, με παύσεις που έσταζαν ιστορία. Δίπλα της, εξίσου συγκλονιστική η Αγλαΐα Παππά ως Μαρία Στιούαρτ - δύο έξοχες ερμηνεύτριες που σωματοποίησαν την ένταση της εξουσίας που καταρρέει. Η πρόσφατη επανάληψη δεν ήταν απλώς επιθυμητή· ήταν απαραίτητη - μια υπενθύμιση ότι η εξουσία ίσως σωπαίνει, αλλά δεν παύει να μας στοιχειώνει.
"Η τελευταία μάσκα- Fallimento" (2006)
Ο Τάσος Δήμας, σταθερός συνεργάτης του Θεόδωρου Τερζόπουλου, μαζί με τους τότε νέους ηθοποιούς Μελέτη Ηλία, Μιλτιάδη Φιορεντζή/Γιώργο Σιμεωνίδη, Σάββα Στρούμπο, Νικηφόρο Βλάσση, Αντώνη Μυριαγκό, Ιπποκράτη Δελβερούδη/Δημήτρη Καρτόκη, ως ένας Χορός με τις φωνές, τον ρυθμό και τις σκιές των σωμάτων, με τράβηξαν σε έναν άλλο κόσμο.
Το έργο "Η τελευταία μάσκα – Fallimento" γράφτηκε από τον Κώστα Λογαρά. Η υπόθεσή του βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία από την Πάτρα: το 1962, μια γυναίκα, η Μιχαλίτσα, από εκδίκηση για τον εραστή της, δολοφονεί το παιδί του, μιμούμενη τη Μήδεια. Η ιστορία αυτή ξετυλίγεται μέσα στο πλαίσιο του Πατρινού Καρναβαλιού, με όλες τις αντιθέσεις του — από τον παραλογισμό και το ξέφρενο γλέντι, μέχρι την κάθαρση που φέρνει η τελετουργική καύση του Καρναβαλιού.

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος διαχειρίστηκε την ιστορία ως μια τραγωδία που ξεπερνά το τοπικό γεγονός. Μεταμόρφωσε μια τοπική ιστορία σε μια σκηνική πρόταση που συνδυάζει το αρχαίο δράμα με σύγχρονες θεατρικές φόρμες και βακχικό πάθος. Με τη χρήση του χορού, των συμβολισμών και της έντονης δραματικής ατμόσφαιρας, ανέδειξε τις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης- το πάθος, την εκδίκηση, την κοινωνική υποκρισία.
Η παράσταση (συμπαραγωγή του Θεάτρου ΄Άττις και της Πάτρας – Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 2006) έγινε μια ποιητική ωδή στην πόλη της Πάτρας, αλλά και μια οικουμενική εξερεύνηση των τραγικών μοτίβων που κρύβει κάθε κοινωνία.
"Μάουζερ" (2009)
Η συνταρακτική σκηνοθεσία του Θεόδωρου Τερζόπουλου στο έργο "Μάουζερ" αποτελεί ορόσημο στην ελληνική και διεθνή θεατρική σκηνή. Η παράσταση, που πρωτοανέβηκε στο θέατρο ΄Άττις το 2009, με πρωταγωνιστές τους Θανάση Αλευρά, Στάθη Γράψα, Αντώνη Μυριαγκό, Αλέξανδρο Τούντα γνώρισε θριαμβευτική υποδοχή από το αθηναϊκό κοινό, κερδίζοντας τα Βραβεία Κοινού του περιοδικού "α" και διατηρώντας το στο ρεπερτόριο επί τέσσερα συνεχόμενα χρόνια.
Ταυτόχρονα, η παράσταση επιβεβαίωσε τη διεθνή αναγνώριση του ΄Έλληνα σκηνοθέτη, καθώς παρουσιάστηκε με τεράστια επιτυχία στο Βρότσλαβ της Πολωνίας, ενταγμένη στο αφιέρωμα του Ινστιτούτου Γκροτόφσκι στους κορυφαίους σκηνοθέτες-δασκάλους του 21ου αιώνα, στο πλαίσιο του "Season of the Masters".

Η παράσταση, βασισμένη στο πολυεπίπεδο και ιδιόμορφο κείμενο του Heiner Müller είναι μια πολιτική αλληγορία για την ηθική των επαναστάσεων. Η σκηνοθεσία του Τερζόπουλου, με το χαρακτηριστικό του υπερ-φορμαλιστικό, μεταδραματικό και εικαστικό ύφος, συγκρούεται με τις επιφανειακές προσεγγίσεις του ψυχολογικού θεάτρου και αναδεικνύει το "Μάουζερ" ως μια μεταφυσική δίκη των μπολσεβίκων, που είναι συγχρόνως θύτες και θύματα της Ιστορίας.
Οι παραστάσεις του Θεόδωρου Τερζόπουλου ανά τον κόσμο -από την Κολομβία έως τη Ρωσία- έχουν αναγνωριστεί ως γεγονότα μέγιστης πολιτιστικής αξίας, με ορισμένες, όπως οι "Βάκχες" (1986) και το "Μάουζερ", να θεωρούνται ήδη ιστορικές στιγμές για το σύγχρονο θέατρο.
Οι παραστάσεις που αγάπησε η Τώνια Καράογλου
"Ανκόρ" (2016)
΄Ύμνος στην πιο άγρια σύγκρουση απ’ όλες, τη μάχη μεταξύ αρσενικού-θηλυκού, το "Ανκόρ" του Τερζόπουλου υπήρξε μία συναρπαστική εμπειρία ενεργητικής θέασης και βιώματος. Κλείνοντας την άτυπη τριλογία πάνω στο θέμα της σύγκρουσης μετά το "Alarme" και το "Amor", ο Τερζόπουλος μας παρέδωσε ένα συγκλονιστικό αρχετυπικό ζευγάρι, τη Σοφία Χιλλ και τον Αντώνη Μυριαγκό, που ρίχτηκε ετοιμοπόλεμο, με σπαθιά στα χέρια, στο πεδίο της "μάχης".
Σε αυτή τη μάχη κυριαρχίας, υποταγής και αλληλοεξόντωσης, τα σώματα των δύο ηθοποιών ενεργητικά και παρόντα με καθήλωσαν στη διαρκή συνομιλία τους, πότε σφιχταγκαλιασμένα, με κατασπαρακτική διάθεση, πότε σε αρμονικό συντονισμό αντίκρυ το ένα στο άλλο, πότε στους ρυθμούς ενός τανγκό, πότε αλυχτώντας σαν αγρίμια. Ηδονή τους ο σαρκικός κατασπαραγμός του άλλου, αλλά και η "θυσία" του εαυτού μέσα στον άλλον: "Κι άλλο, κι άλλο. Encore", μονολογούσαν σαδιστικά και ακατάπαυστα και οι δύο, δοσμένοι απόλυτα στο προσωπικό τους μαρτύριο.

Ο ελάχιστος λόγος -βασίστηκε στην ποίηση του Θωμά Τσαλαπάτη- δεν ήταν διαλογικός· λειτουργούσε περισσότερο ως ηχώ, επανάληψη των ίδιων φράσεων. ΄Άλλωστε εκεί όπου μιλάει το σώμα, οι λέξεις περισσεύουν. Μάτωναν κι αυτές, ανταποκρίνονταν στο ψυχικό και σωματικό μαρτύριο των ηρώων: "βουλιάζουν μέσα στο αίμα, πίνουν αίμα οι λέξεις μου", όπως μονολογούσαν χαρακτηριστικά.
"Τρωάδες" (2018)
Στον γεμάτο ενέργεια Αρχαιολογικό Χώρο Δελφών παρουσιάστηκε η ευριπίδεια τραγωδία, στο πλαίσιο του αφιερώματος "Η επιστροφή του Διονύσου" που οργάνωσε το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ωνάση τον Ιούλιο του 2018. Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, στο ρόλο της Εκάβης, κι ένας ασκημένος θίασος ηθοποιών από διχοτομημένες πόλεις της Ιερουσαλήμ, του Μόσταρ και της Λευκωσίας άρθρωσαν το συγκλονιστικό λόγο του Ευριπίδη σε μια μοναδική παράσταση-μυσταγωγία.
Αυτές οι "Τρωάδες" πήγαν πέρα από το θεατρικό, πέρα ακόμη και από το ευρύτερο πολιτισμικό γεγονός, συνιστώντας μια πανανθρώπινη χειρονομία συμφιλίωσης. Ο εναγκαλισμός μεταξύ του Τούρκου Κορυφαίου και του Κύπριου Κήρυκα, τα μέλη του πολυεθνικού θιάσου που, κρατώντας φωτογραφίες, καλούσαν τα ονόματα πραγματικών νεκρών και αγνοουμένων, το τελευταίο χορικό με επικεφαλής τη σπουδαία Δέσποινα Μπεμπεδέλη με το σπαραχτικό "θα έρθει μια μέρα" (που δεν θα υπάρχουν πόλεμοι, νεκροί, πρόσφυγες) είναι στιγμές που έχουν εγχαραχθεί βαθιά στη μνήμη και την καρδιά μου.

Η ιδέα να μοιραστεί ο ρόλος της Κασσάνδρας σε πέντε ηθοποιούς (Ajla Hamsic, Εβελίνα Αραπίδη, Hadar Barabash, Sara Ipsa, ΄Έβελυν Ασουάντ), η μουσική και τα θρηνητικά τραγούδια, οι ανακατεμένες γλώσσες, το χορικό του "Δία-Άδη" που αντιλάλησε στον αρχαιολογικό χώρο σαν να προερχόταν από μέσα του, ακόμη και η φυσική ηχώ που πολλαπλασίασε ανατριχιαστικά την επίδραση του λόγου αποτέλεσαν στιγμές σπάνιας μέθεξης.
"Νόρα" (2019)
Σε αυτή τη δραματουργική επιλογή-έκπληξη, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος μας έδειξε ότι το νατουραλιστικό, ψυχογραφικό θέατρο του ΄Ίψεν μπορεί να ειδωθεί και υπό εντελώς διαφορετικό πρίσμα.
Πηγαίνοντας στον πυρήνα του έργου, τον παρέδωσε σε μία πυκνή εκδοχή τριών ηθοποιών (Σοφία Χιλλ, Τάσος Δήμας, Αντώνης Μυριαγκός), έφερε στην επιφάνεια τις βασικές του θεματικές. Η χειραγώγηση, η εξάρτηση, η ισχύς του χρήματος, το δίπολο αρσενικό-θηλυκό, θέματα που απασχολούν ούτως ή άλλως τον ΄Ίψεν εδώ έλαμψαν μέσα από τη σκηνοθετική οδό της αφαίρεσης, της σωματικής πλαστικότητας και της μουσικής/ρυθμικής ενέργειας.
Σαν ένα παιχνίδι του φωτός με το σκοτάδι, και της αλήθειας με το ζωτικό ψεύδος, εξελίχθηκε η παράσταση, χάρη και στην ευφυή σκηνογραφία του Τερζόπουλου, όπου η σκηνή κλείστηκε με κάθετες λευκές επιφάνειες -σαν ταφόπλακες;- μέσα από τις οποίες ξεπρόβαλαν οι πρωταγωνιστές.

"Περιμένοντας τον Γκοντό" (2024)
Σε συνεργασία με το ιταλικό Emillia Romagna Teatro, ο Τερζόπουλος δημιούργησε μία παράσταση μνημειακή αλλά και απολύτως ανθρώπινη, τρυφερή και σπαρακτική, κωμική και τραγική, μια χαραμάδα αναστοχασμού μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.
Επί σκηνής της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση εκτυλίχτηκε ένα θέαμα συμπυκνωμένης ομορφιάς και σκηνικής ποίησης. Η υπαρξιακή και η οντολογική απελπισία, η αμφιβολία, η απελπισία και το παράλογο, η αδράνεια και η στατικότητα, η ελπίδα, η τρυφερότητα, η βία, όλα τα μπεκετικά μοτίβα ήταν εκεί, εκφρασμένα μέσα από μία εξαίσια εικαστική γλώσσα.

Εξαίσιο το σκηνικό του ίδιου, ένα μαύρο κουτί, το οποίο έτεμνε ένας φωτεινός σταυρός: θα μπορούσε να είναι καταφύγιο, ταφικό μνημείο αλλά και απομεινάρι του κόσμου μας ύστερα από μια ολική καταστροφή, σαν ένα μαύρο κουτί αεροπλάνου που επέζησε της συντριβής. Συγκλονιστική, επίσης, η μουσική και το ηχητικό περιβάλλον του Παναγιώτη Βελιανίτη, που πλημμύρισε τη σκηνή με εκκλησιαστικούς ύμνους, tango μελωδίες και απόηχους ενός ερειπωμένου κόσμου.