
Οι κατά Τερζόπουλο «Τρωάδες», οι οποίες παρουσιάστηκαν στο αρχαίο θέατρο Δελφών, στο πλαίσιο του διεθνούς συμποσίου που διοργανώθηκε προς τιμή του σκηνοθέτη από το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών σε συνεργασία με το Ίδρυμα Ωνάση, πηγαίνουν πέρα από το θεατρικό, πέρα ακόμη και από το ευρύτερο πολιτισμικό γεγονός.

Συνιστούν, στην πραγματικότητα, μια πανανθρώπινη χειρονομία συμφιλίωσης. Ο Τερζόπουλος δουλεύει χρόνια με μικτούς θιάσους και όσοι τυχεροί έχουν δει κάποιες από τις διεθνείς δουλειές του γνωρίζουν τα της συνύπαρξης ηθοποιών πολλών εθνικοτήτων επί σκηνής. Η εμπειρία -και ό,τι αυτή φέρει μαζί της- δεν ξεχνιέται εύκολα. Μπορούμε υποθέτω όλοι να αντιληφθούμε το ειδικό βάρος που έχει, μιλώντας γι’ αυτή την περίπτωση, ο εναγκαλισμός μεταξύ του Τούρκου Κορυφαίου και του Κύπριου Κήρυκα με τον οποίο κλείνει η παράσταση. Πολλές συγκινητικές εικόνες και συμβολισμούς μπορεί να ανακαλέσει κάποιος, όπως, ήδη πριν από την έναρξη, το τόσο εύγλωττο σκηνικό της σπείρας με τα στρατιωτικά άρβυλα, ή τα μέλη του πολυεθνικού θιάσου από τις διχοτομημένες πόλεις της Ιερουσαλήμ, του Μόσταρ και της Λευκωσίας που αρχίζουν να καλούν, κρατώντας φωτογραφίες, τα ονόματα πραγματικών νεκρών και αγνοουμένων, έως το τελευταίο χορικό που εκτελεί σύσσωμος ο θίασος με επικεφαλής τη σπουδαία Δέσποινα Μπεμπεδέλη με εκείνο το σπαραχτικό «θα έρθει μια μέρα» που δεν θα υπάρχουν πόλεμοι, νεκροί, πρόσφυγες.

Βεβαίως, το θέατρο που κάνει ο Τερζόπουλος δεν είναι επιδερμικά «συγκινητικό», αλλά απολύτως ουσιαστικό. Σαν μελετημένο με μαθηματικούς όρους, αν παρατηρήσει κανείς, π.χ., τις κινήσεις των σωμάτων στην κυκλική ορχήστρα ή τις εναλλαγές τους - η δράση ξεκίνησε με έναν ηθοποιό στο κέντρο της ορχήστρας, πέρασε σε δύο και έπειτα απλώθηκε σε όλη την ομάδα. Και φυσικά η μελέτη αφορά κάθε στάδιο της παράστασης και πάνω απ’ όλα την εκγύμναση των ηθοποιών, όλα όμως καταλήγουν στο αποτέλεσμα αβίαστα, τόσο καλά χωνεμένα από τους ηθοποιούς ώστε ο λόγος να ακούγεται σε στιγμές σχεδόν άκαμπτος χωρίς να ενοχλεί, αντιθέτως επιβάλλεται με το μέγεθός του, και τα σώματα να είναι διαρκώς ενεργά και παρόντα.
Ή να συνυπάρχουν σε απόλυτη συμφωνία διαφορετικές υποκριτικές εκφάνσεις, όπως της ανθρώπινης Εκάβης της Μπεμπεδέλη και της ουσιαστικά δραματικής Ανδρομάχης της Νιόβης Χαραλάμπους με την παράφορη σωματικότητα της Κασσάνδρας (ο ρόλος μοιράστηκε στις Ajla Hamsic, Εβελίνα Αραπίδη, Hadar Barabash, Sara Ipsa και Έβελυν Ασουάντ) και τη σχηματική Ελένη της Σοφίας Χιλλ. Κι έπειτα, η μουσική, οι ήχοι, το θρηνητικό τραγούδι της αρχής από τον Κορυφαίο, οι ανακατεμένες γλώσσες, τα χορικά, όλα δημιούργησαν ένα περιβάλλον που ενσωμάτωσε απόλυτα το σκηνικό γεγονός, ενώ η φυσική ηχώ του χώρου πολλαπλασίασε ανατριχιαστικά την επίδραση του λόγου -και την επιτακτική ανάγκη να ακουστεί-, με αποκορύφωμα το Χορικό του «Δία-Άδη» που αντιλάλησε σε ολόκληρο τον αρχαιολογικό χώρο, σαν να προέρχεται από μέσα του. Τελικά, ο Τερζόπουλος με τη δουλειά του παρέδωσε το έργο σε μια σκηνική εκδοχή που κατάφερε να εμπεριέχει και το θεϊκό και το ανθρώπινο, και το μυθικό τότε και το πραγματικό τώρα και τις μεγάλες διαστάσεις του δράματος και τις γειωμένες αναγωγές του. Κι αυτό είναι και σπουδαίο και σπάνιο.
