
Τα τελευταία χρόνια, παρακολουθώ με ολοένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον μια ξεχωριστή τάση στο ελληνικό θέατρο: τις μουσικοθεατρικές παραστάσεις που ζωντανεύουν μορφές της λαϊκής και ρεμπέτικης μας παράδοσης. Η πιο πρόσφατη εμπειρία μου είναι η παράσταση "Τα πήρες όλα κι έφυγες- Η ζωή του Στράτου Διονυσίου", με τον Γιάννη Τσορτέκη και ζωντανή ορχήστρα, ενώ οι τρεις γιοι του Διονυσίου ερμηνεύουν τα τραγούδια του στο Παλλάς.
Η σκηνοθεσία του Βασίλη Μαυρογεωργίου, λιτή και ειλικρινής, μας φανέρωσε έναν Διονυσίου αληθινό – όχι μυθοποιημένο, αλλά άνθρωπο της ζωής και του στίχου. Η συγκίνηση ήταν βαθιά, γιατί φώτισε το ουσιαστικό περιεχόμενο των τραγουδιών του: εξομολογήσεις της ψυχής και όχι απλή ψυχαγωγία.

Αυτή η αυθεντικότητα είναι που έχω συναντήσει –και συναντώ όλο και πιο συχνά– σε αντίστοιχες θεατρικές αφηγήσεις την τελευταία δεκαπενταετία. Από τη συγκλονιστική "Σωτηρία με λένε" της Σοφίας Αδαμίδου με τη Λήδα Πρωτοψάλτη (2008), όπου η Σωτηρία Μπέλλου αναπολεί τη ζωή της από το νοσοκομειακό της κρεβάτι, μέχρι τις μεταγενέστερες ερμηνείες ρόλων που ενσάρκωσαν την Μπέλλου από τη Ντίνα Κώνστα ("Σωτηρία Μπέλλου: Η περιπλανώμενη ζωή μιας ρεμπέτισσας”, 2012), την Έφη Σταμούλη ("Σωτηρία με λένε", 2017) και την Κάτια Γκουλιώνη ("Σωτηρία με λένε", 2022). Στον ίδιο άξονα κινούνται και "Τα τραγούδια της Σωτηρίας" με τη Χριστίνα Μαξούρη, μια παράσταση που αγαπήθηκε ιδιαίτερα (2024).

Αξέχαστη και η "Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου" του Πέτρου Ζούλια (πρώτο ανέβασμα: 2011) με την ερμηνεία της Νένας Μεντή. Θυμάμαι το κοινό να χειροκροτά όρθιο γιατί η ερμηνεία της δημιούργησε έντονα συναισθήματα ταύτισης: θλίψη, θαυμασμό, συγκίνηση και βαθύ σεβασμό για μια γυναίκα που έζησε στα άκρα και βρήκε τη φωνή της μέσα από τη στιχουργική.
Η Μεντή, μέσα από την ερμηνεία της μας σύστησε μία ακόμα καλλιτέχνιδα, λιγότερο γνωστή από την Παπαγιαννοπούλου. Ενσάρκωσε τη Σύλβα – τη λαϊκή τραγουδίστρια από τη Θεσσαλονίκη και ηρωίδα του βιβλίου του Θωμά Κοροβίνη, "Η Σύλβα και ο δράκος". Η παράσταση, με τη συνοδεία ακορντεόν του Παναγιώτη Τσεβά, πρωτοπαρουσιάστηκε στο "Χαμάμ" και αποκάλυψε μια ξεχασμένη ιστορία με φόντο τον τρόμο του "Δράκου του Σέιχ Σου" (2014).

Αυτές οι παραστάσεις εντάσσονται σε μια ευρύτερη πολιτιστική στροφή που επαναπροσδιορίζει την πολιτιστική μας κληρονομιά. Δεν είναι τυχαίο ότι στις σκηνές ζωντανεύουν διαρκώς γυναίκες-σύμβολα του ελληνικού πενταγράμμου.
Η "Σεβάς Χανούμ", τραγουδίστρια ποντιακής καταγωγής που μεσουράνησε τη δεκαετία του ’50, ζωντάνεψε μέσα από το μονόπρακτο του Γιώργου Χρονά με την Κωνσταντίνα Μιχαήλ (πρώτο ανέβασμα: 2012). Η "Ρόζα Εσκενάζυ, η βασίλισσα του ρεμπέτικου" ξανασυστήθηκε μέσα από το έργο του Παναγιώτη Μέντη, με πρωταγωνίστρια τη Νεφέλη Ορφανού (2019) και την Παυλίνα Χαρέλα (2022).

Η ζωή της Μαρίκας Νίνου παρουσιάστηκε με ευαισθησία στο "Με φώναζαν ΝτελιΜαρίκα" της Δήμητρας Σκλάβου (2024), αλλά και στην "Τουρκομερίτισσα" του Δημήτρη Καρατζιά, με την Ελένη Ουζουνίδου (2024).
Η Μαρίκα Παπαγκίκα, από τις πρώτες ηχογραφημένες φωνές του ελληνικού τραγουδιού, παρουσιάστηκε στην παράσταση "Μαρίκα Παπαγκίκα – Το ηλεκτρικό κορίτσι" από την Κερασία Σαμαρά και το Takis Barberis Jazz Group (2023). Αντίστοιχα, η Φένια Παπαδόδημα έφερε στη σκηνή την Παπαγκίκα και τη Μπίλι Χόλιντεϊ στο "Marika’s Dream" (2023), συνδέοντας δύο διαφορετικούς μουσικούς κόσμους με κοινό βίωμα και έκφραση.

Συγκινητικός ήταν και ο μονόλογος "Το τραγούδι της Φλέρυς" το πρώτο θεατρικό κείμενο του βραβευμένου πεζογράφου Δημήτρη Οικονόμου, αφιερωμένο στη ζωή και την ψυχή της εμβληματικής ερμηνεύτριας Φλέρυς Νταντωνάκη, σε ερμηνεύτρια την Ελένη Κοκκίδου.
Στη θεατρική σκηνή είδαμε και αγαπημένους μουσικοσυνθέτες. Η παράσταση "Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης" με τον Θανάση Παπαγεωργίου βασισμένη στην αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη, όπως καταγράφηκε από την Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, φώτισε τη ζωή και την καλλιτεχνική πορεία του "πατριάρχη" του ρεμπέτικου, αλλά και τη βαθύτερη κοινωνική και ανθρώπινη διάσταση της εποχής του (2018).
Τέλος, ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης Μανώλης Χιώτης ζωντάνεψε φέτος με τρόπο ποιητικό και ειλικρινή στην παράσταση "MANOLIS / καρδιά σε τέσσερις χορδές" των Ιόλης Ανδρεάδη και Άρη Άσπρούλη, από το ΚΘΒΕ με πρωταγωνιστή τον Γιάννης Καραμφίλης. Με ζωντανή μουσική, εξομολογητικό λόγο και έντονη θεατρικότητα, καθήλωσε η ζωή του θρύλου που σμίλεψε τη λαϊκή μουσική με τόλμη και αυθεντικότητα.

Πώς ερμηνεύεται, λοιπόν, αυτή η θεατρική επιστροφή σπουδαίων μορφών του λαϊκού τραγουδιού; Αν κρίνω από την ανταπόκριση του κοινού, δεν πρόκειται απλώς για νοσταλγικές αναδρομές, αλλά για πράξεις αναγνώρισης, συμφιλίωσης και τιμής. Ο Λουτσιάνο Παβαρότι είχε πει: "Ο αθλητισμός και η μουσική είναι για όλους". Η μουσική δεν έχει ηλικία, κοινωνικό στρώμα ή μορφωτικό φίλτρο. Το κοινό βρίσκει παρηγοριά και αναγνώριση στον πόνο και τη χαρά των καλλιτεχνών, άρα ναι: η μουσική ανήκει σε όλους.
Οι νέες γενιές γνωρίζουν τους πρωτεργάτες του ελληνικού τραγουδιού όχι μέσα από διδακτισμό, αλλά μέσα από θέατρο-βίωμα. Όταν κατεβαίνει η αυλαία, φεύγουμε από το θεάτρο έχοντας κουβαλήσει κάτι μεγαλύτερο από μια παράσταση: ένα κομμάτι συλλογικής μνήμης, μια άγραφη ιστορία που τραγουδήθηκε και ακόμα τραγουδιέται. Γιατί το θέατρο, στην πιο ουσιαστική του μορφή, δεν είναι απλώς αναπαράσταση· είναι μια πράξη ενσυναίσθησης και συνάντησης. Μας επιτρέπει να ακούσουμε αλλιώς το τραγούδι, να δούμε αλλιώς τον μύθο, να ξαναβρούμε μέσα από τις ζωές των άλλων τον δικό μας βαθύτερο τόνο.
Περισσότερες πληροφορίες
Τα πήρες όλα κι έφυγες – Η ζωή του Στράτου Διονυσίου
Παράσταση-αφιέρωμα στον μεγάλο Θεσσαλονικιό λαϊκό τραγουδιστή Στράτο Διονυσίου, με τα ωραιότερα λαϊκά τραγούδια του σε ζωντανή εκτέλεση, όπως τα «Πήγαινέ με όπου θέλεις ταξιτζή», «Πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή», «Ο Σαλονικιός», «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», «Άκου ρε φίλε» κ.ά., που ζωντανεύει τη μυθιστορηματική ζωή του. Με την αυθεντική φωνή και τη δωρική παρουσία του κυριάρχησε στις νυχτερινές πίστες τις δεκαετίες του ‘60, του '70 και του '80, ξεχωρίζοντας με τα ανεπανάληπτα τραγούδια του που παραμένουν διαχρονικά.