Αν και, αναμενόμενα, ο «Γυάλινος κόσμος» που παρουσιάστηκε στη Στέγη σε τρεις sold out παραστάσεις, προβλήθηκε με αιχμή του δόρατος την παρουσία της Ιζαμπέλ Ιπέρ στο ρόλο της Αμάντας, το αποτέλεσμα επιβεβαίωσε πως ο σκηνοθέτης Ίβο βαν Χόβε διακρίνεται για τις δουλειές συνόλου που δημιουργεί. Σε αυτή την παράσταση δεν πρωταγωνιστούσε η γαλλίδα σταρ, αλλά τέσσερις έξοχοι ηθοποιοί, που έδωσαν ζωή στο αριστουργηματικό έργο του Τενεσί Ουίλιαμς.

Μέσα στο σκηνικό του Jan Versweyveld, τρεις εποχές συνενώθηκαν σε ένα νήμα: η δεκαετία του ‘30 όπου διαδραματίζονται οι αναμνήσεις του Τομ, μέσα από το ζωγραφισμένο, σε όλους τους τοίχους του σκηνικού, πορτρέτο του απόντα πατέρα/ τα 50’s, όταν γράφτηκε το έργο, με το χαρακτηριστικού design ψυγείο, μια εκκωφαντική παρουσία πλάι στην ένδεια του υπόλοιπου σκηνικού/ και το σήμερα: σε όλους εμάς που απευθύνθηκε ο Τομ, με ρούχα ενός σημερινού νέου (όπως και αυτά των υπόλοιπων ρόλων), κατεβαίνοντας αρχικά στην πλατεία για να μας προσφέρει λίγα από τα μαγικά του κόλπα, πριν ανεβεί στη σκηνή και χωθεί στις αναμνήσεις του. To σπίτι της οικογένειας Ουίνγκφιλντ σχεδόν γυμνό από έπιπλα, μια εφιαλτική τρώγλη, φτιαγμένη από χώμα: ένας τάφος αναμνήσεων, όπου τα τρία μέλη, η Λόρα (Ζυστίν Μπασλέ), ο Τομ (Αντουάν Ρενάρτζ) και η Αμάντα (Ιζαμπέλ Ιπέρ), εξαφανίζονταν μέσα του σαν εξαϋλωμένες παρουσίες στα χρώματα της σέπιας, κομμάτια του σκηνικού που ανασύρονται μέσα από τις αναμνήσεις, και μόνο η στιβαρή, γειωμένη παρουσία του Τζιμ (Σιρίλ Γκεΐ) ερχόταν από έναν άλλο, τον πραγματικό κόσμο.

Οδυνηρό έργο ο «Γυάλινος κόσμος», ειδικά καθώς αντανακλά τα πραγματικά βιώματα του συγγραφέα για την οικογένειά του, τον απόντα πατέρα του, τη μετάνοιά του για την εγκατάλειψη της άρρωστης αδερφής του Ρόουζ, που υποβλήθηκε σε λοβοτομή, αποτελεί ένα πραγματικό ναρκοπέδιο σχέσεων και χαρακτήρων - και συνάμα πεδίο δόξης λαμπρό για έναν σκηνοθέτη όπως ο Χόβε και οι επικεντρωμένες στο μεδούλι των έργων «αόρατες» σκηνοθεσίες του. Η Αμάντα της Ιπέρ ήταν μια γυναίκα εύθραυστη όσο και έτοιμη να εκραγεί, νευρωτική και ευάλωτη, νάρκισος και καπάτσα, φαινομενικά δυνατή αλλά περισσότερο από κάθε άλλον χωμένη στην ψευδαίσθηση, γι’ αυτό και η κατάρρευση του φινάλε τής στοιχίζει περισσότρο - όμως η αποκάλυψη βρισκόταν στο πρόσωπο της Λόρας, που αποδόθηκε ως ένα αόρατο πλάσμα που θέλει (και καταφέρνει) να περνάει απαρατήρητο, έως ότου η διάδρασή της με τον Τζιμ τής δώσει φτερά. Η σκηνή ανάμεσα στους δύο, με αποκορύφωμα τον χορό τους, ήταν η κορυφαία της παράστασης - με τη σκηνή να πλημμυρίζει από το συγκλονιστικό τραγούδι και τον στραφταλισμό της γυάλινης συλλογής σε πρώτο πλάνο. Εύστοχη και σκηνικά συγκινητική η έμφαση που δόθηκε στη σχέση της Λόρας με τον αδερφό της, με τον ηθοποιό να πραγματοποιεί μία αβίαστα εσωτερική ερμηνεία - όπως αβίαστη και εσωτερική ήταν συνολικά η παράσταση, μεστή και συνάμα λιτότατη, χωρίς εφέ, χωρίς «ευρήματα», χωρίς νεωτερισμούς, και όμως τόσο σημερινή.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο γυάλινος κόσμος
Μέσα από το αυτοβιογραφικό, θρυμματισμένο σύμπαν του έργου αναδύεται η έντονη ευθραυστότητα των ηρώων που ζουν στον δικό τους πλασματικό κόσμο κόντρα στη σκληρή πραγματικότητα.