Η Κερασία Σαμαρά κάνει το ντεμπούτο της ως συγγραφέας και μιλά στο «α» για το έργο της «Έλα να παίξουμε» που παρουσιάζεται στο θέατρο Αργώ

Πότε ξεκίνησες να γράφεις το «Έλα να παίξουμε» και ποια ήταν η αφορμή;
Ένιωσα πρόσφατα πως στη ζωή μου εισέβαλε αναπάντεχα μια πρωτόγνωρη αίσθηση φόβου. Ίσως έπαιξε ρόλο η ασθένεια αγαπημένου προσώπου, ίσως η πρόσφατη βίαιη οικονομική «εισβολή» που έχει άμεσες συνέπειες στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ίσως και ο κλονισμός της προσωπικής μου πεποίθησης ότι «όλα θα πάνε καλά». Πάντως ένιωσα φόβο και κατόπιν θύμωσα με το γεγονός αυτό. Κι έτσι άρχισα να αναζητώ έναν τρόπο να μιλήσω γι’ αυτό που μου συμβαίνει ώστε να ξορκίσω το φόβο μου. Ξεκίνησα να δουλεύω το έργο, αφού πρώτα βρήκα τον Παντελή (Πολυζωΐδη), ετών 10, απαραίτητη παρουσία για να γραφτεί το «Έλα να παίξουμε». Οι άλλοι τέσσερις συνάδελφοι είναι φίλοι και συνεργάτες από χρόνια και ήξερα εξ αρχής πως ήθελα να είμαστε μαζί. Οι πρόβες άρχισαν πριν από πέντε μήνες. Δουλέψαμε μέσω κατευθυνόμενων αυτοσχεδιασμών πάνω στη συνθήκη της απροσδόκητης εμφάνισης δύο ξένων που δε μαρτυρούν ούτε από πού έρχονται, ούτε γιατί έχουν έρθει, αλλά διεκδικούν τον ίδιο χώρο με τους προκατέχοντες. Κι έτσι προέκυψε το κείμενο.
Θα μπορούσε να είναι μια ιστορία αληθινή της διπλανής πόρτας;
Στην υπόθεση του έργου, στο σπίτι μιας φιλήσυχης οικογένειας φθάνει απροσδόκητα ένα πανέμορφο, παράξενο νεαρό ζευγάρι και προκαλεί αναστάτωση κα κατόπιν σταδιακά τρόμο. Οι ενδοοικογενειακές σχέσεις διαταράσσονται, η πίστη στη λογική των πραγμάτων κλυδωνίζεται, και τίθεται το ερώτημα: η γοητεία της βίας θα νικήσει στο παιχνίδι της ζωής; Τι εφόδια έχουν δοθεί σ’ ένα παιδί για να την αντιμετωπίσει; Είναι ένα πολύ ελεύθερο σχόλιο πάνω στην ταινία του Χάνεκε «Funny Games». Ιστορίες βίας συμβαίνουν κάθε μέρα άλλοτε στη ζωή μας και άλλοτε γύρω μας. Τις περισσότερες τις ακούμε και τις βλέπουμε, όμως αρνούμαστε να τις χαρακτηρίσουμε σαν «εισβολή» για να μη χρειαστεί να τις αντιμετωπίσουμε.
Τι εννοείς λέγοντας ότι το έργο σου είναι ψυχολογικό σπλάτερ;
Χρησιμοποιώ τον όρο «ψυχολογικό σπλάτερ», γιατί ενέχει μια διάθεση χιούμορ, αλλά και αποστασιοποίησης από την πιστή αναπαράσταση του γεγονότος. Στο έργο υπάρχει διαρκής υπενθύμιση πως αυτό που βλέπουμε είναι θεατρική παράσταση και οι ήρωες απευθύνονται άμεσα στο κοινό. Επίσης οι πράξεις βίας είναι ελάχιστες, ενώ η ψυχολογική βία πολύ έντονη.
Βία στη ζωή και βία στο θέατρο. Πως πιστεύεις ότι αντιλαμβάνονται οι θεατές ένα βίαιο έργο;
Ένας από τους λόγους για τους οποίους γράφτηκε το έργο είναι για να υπενθυμίσει την υποχρέωσή μας να παίρνουμε θέση απέναντι στην αδικία και τις βίαιες ενέργειες. Λέγεται για τους θεατές: «Δεν βοήθησαν ποτέ κανέναν. Στέκουν μόνο εκεί. Ακίνητοι».
Η σκηνοθεσία ακολουθεί μία κινηματογραφική δομή ή μία μεικτή φόρμα:αφήγηση και δράση;
Η φόρμα αφήγηση-δράση έχει ενδιαφέρον και θα ήθελα να τη δοκιμάσω κάποια στιγμή. Εδώ όμως έχουμε καταιγιστικούς διάλογους με εναλλασσόμενους ρυθμούς, συγκοπτόμενες φράσεις, ένταση και χιούμορ. Αφήγηση εδώ, μπορεί ίσως ελεύθερα να αποκαλέσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο ένα παιδί βιώνει αυτά που συμβαίνουν γύρω του.