
Δεν ξέραμε ακριβώς τι μας περίμενε καθώς ανεβαίναμε τους στριφογυριστούς δρόμους της δυτικής Κρήτης προς τον Βλάτο. "Νομίζω δεν έχει καν wi-fi εκεί", είχε πει κάποιος, ρίχνοντας σκιά πανικού στον συνοδηγό μου. "Αν θυμάμαι καλά, το βράδυ φωτίζουν κυρίως με καντηλάκια", πρόσθεσε ένας άλλος. Κι ένας τρίτος μάς διαβεβαίωσε: "Το σίγουρο είναι ότι θα χορτάσετε φύση". Από τα τρία, μόνο το τελευταίο ήταν αληθινό. Αν και, ώσπου να φύγουμε από τη Μηλιά, ευχόμασταν να ίσχυαν και τα υπόλοιπα.

Σε υψόμετρο 550 μέτρων, αγκαλιασμένη από καστανιές, κουμαριές, βελανιδιές και χαρουπιές, η Μηλιά δεν είναι ένα συνηθισμένο καταφύγιο. Είναι ένας μεσαιωνικός οικισμός του 15ου αιώνα που έμεινε έρημος και εγκαταλελειμμένος, για να ξαναγεννηθεί στα χέρια των οικογενειών Τσουρουνάκη και Μακράκη το 1994, ως πρότυπο οικολογικού retreat. Ό,τι πολλά σύγχρονα resorts προσπαθούν να μιμηθούν με "αρχιτεκτονικά ευρήματα", εδώ υπάρχει ατόφιο: η αυθεντική πατίνα ενός τόπου που ήταν πάντα εκεί, βγαλμένος μέσα από το τοπίο του, σε απόλυτη σύμπνοια με τη φύση.

Η Μηλιά λειτουργεί με πρότυπα αειφορίας και μηδενικού περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Έχει δική της διαχείριση υδάτων, σχεδόν πλήρη ενεργειακή αυτονομία από ηλιακούς συλλέκτες, και σέβεται κάθε κρίκο της αλυσίδας "από τη φύση μέχρι το τραπέζι". Οι πέτρινοι ξενώνες της, ανακατασκευασμένοι με παραδοσιακές τεχνικές, ισορροπούν ανάμεσα στη λιτότητα των αγροτόσπιτων και στην άνεση που χρειάζεται ο σύγχρονος ταξιδιώτης. Κάθε δωμάτιο έχει τον δικό του χαρακτήρα, με χοντρούς πέτρινους τοίχους, ξύλινες οροφές και έπιπλα φτιαγμένα από τοπικούς τεχνίτες, που σε κάνουν να νιώθεις πως κοιμάσαι μέσα στην ιστορία.
Η μέρα ξεκινά με το φως που φιλτράρεται μέσα από τα κλαδιά και το άρωμα του φρεσκοψημένου ψωμιού από τον ξυλόφουρνο. Ο σεφ Βασίλης Μακράκης ηγείται μιας κουζίνας που αντλεί έμπνευση από την κρητική γαστρονομία, αλλά τη φέρνει στο σήμερα με σεβασμό στην πρώτη ύλη και στη φωτιά – τον πιο αρχέγονο μάγειρα. Φρέσκα κηπευτικά από τα μποστάνια της Μηλιάς, κρέατα από τις φάρμες της ή τα γειτονικά χωριά, χειροποίητα λουκάνικα, καπνιστά κρέατα, ζυμαρικά και πίτες φτιάχνονται εδώ, όπως και μαρμελάδες, τουρσιά και ελαιόλαδο. Το φαγητό δεν είναι απλώς μια εμπειρία γεύσης· είναι κομμάτι της ίδιας της φιλοσοφίας του μέρους: αυτάρκεια, κυκλικότητα, σεβασμός.


Κι αν πράγματι υπάρχει επαρκές wi-fi, η αλήθεια είναι πως σπάνια θυμάσαι να το χρησιμοποιήσεις. Η εμπειρία σε παρασύρει αλλού: σε μονοπάτια που χάνονται μέσα στο δάσος, σε ηλιόλουστα ξέφωτα, σε συζητήσεις που κρατούν ώσπου να γεμίσει ο ουρανός αστέρια. Το βράδυ, ο φωτισμός είναι διακριτικός, επιλεγμένος, τόσος όσο πραγματικά χρειάζεσαι – πολύ λιγότερος απ’ όσο νόμιζες δηλαδή. Και τότε ανακαλύπτεις πως, με το τοπίο καθαρό από φωτορύπανση, η νύχτα εδώ έχει το δικό της φως, ατόφιο και μαγνητικό.
Η εμπειρία της Μηλιάς δεν είναι πολυτέλεια με τη συνηθισμένη έννοια. Είναι πολυτέλεια χρόνου, ηρεμίας και σύνδεσης – με τη φύση, τους ανθρώπους σου, τον εαυτό σου. Κι έτσι, την ώρα που φεύγεις, ίσως να πιάσεις τον εαυτό σου να σκέφτεται ότι η Μηλιά δεν είναι το μέρος που πας για να αποσυνδεθείς· είναι το μέρος που σε κάνει να ξεχάσεις ότι ήσουν συνδεδεμένος εξ αρχής.
Βλάτος, Κίσσαμος Χανίων, 6945753743, milia.gr