©Patroklos_Skafidas
H δυστοπία που δημιούργησε ο Μάρτιν ΜακΝτόνα δεν έγκειται τόσο στην εξωτερική συνθήκη, δηλαδή στο ότι βρισκόμαστε σε ένα αυταρχικό καθεστώς κι ένας συγγραφέας έχει συλληφθεί από την αστυνομία ως ύποπτος μιας σειράς δολοφονιών επειδή κάποια παιδιά έχουν δολοφονηθεί με τρόπους που περιγράφει στις ιστορίες του. Βρίσκεται ακριβώς σε αυτές τις ιστορίες και στις φριχτές περιγραφές των κακοποιήσεων μέχρι θανάτου. Δεν έχουμε ούτε το καταφύγιο της παιδικής ηλικίας, σαν να μας λέει ο ΜακΝτόνα· το μόνο που ίσως μπορεί να μας λυτρώσει είναι να λέμε ιστορίες για να εξωτερικεύσουμε τα σκοτάδια μας.
Πρόκειται για ένα συναρπαστικό έργο, που βρίσκεται μέσα στο κέλυφος ενός αστυνομικού θρίλερ, όπου πρωταγωνιστούν ο "καλός" (Τουπόλσκι) και ο "κακός" (΄Αριελ) μπάτσος, ο συγγραφέας (Κατούριαν) και ο αδερφός του (Μίσαλ). Το ποιος έχει κάνει τις δολοφονίες αποκαλύπτεται σχετικά νωρίς, δεν πρόκειται εξάλλου για ένα "whodunnit play" αλλά για ένα έργο που συνεχώς ανοίγει νέα "κουτάκια".
΄Ενα από αυτά είναι οι ιστορίες που έχει γράψει ο Κατούριαν (μία από τις οποίες δίνει και τον τίτλο του έργου), ένα δραματουργικό εργαλείο που δεν βοηθάει μόνο την πλοκή αλλά δημιουργεί ένα ωραίο παιχνίδι "αφήγησης μέσα στην αφήγηση" και αναδεικνύει τον πυρηνικό προβληματισμό του ΜακΝτόνα, σχετικό με τη συγγραφική ιδιότητα και τη συγγραφική διαδικασία. Συγγραφέας γεννιέσαι ή γίνεσαι; Μπορείς να είσαι (καλός) συγγραφέας χωρίς το προσωπικό βίωμα; Και τελικά ποιες ιστορίες αφήνεις πίσω;

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης εκμεταλλεύτηκε τις εξωτερικές ποιότητες του έργου κι έστησε έναν κλειστοφοβικό κόσμο επί σκηνής, με τις ερμηνείες του Δημήτρη Πιατά και του Γεράσιμου Σκαφίδα να διαμορφώνουν το κλίμα μιας –πότε άμεσα πότε έμμεσα απειλητικής– ανακριτικής διαδικασίας, ενώ στην ατμόσφαιρα συμβάλλουν το σκηνικό του ανακριτικού γραφείου που έχει δημιουργήσει η Μαρία Φιλίππου και τα κοστούμια της Ιωάννας Καλαβρού. Η παράσταση δείχνει αρχικά να εστιάζει στις αστυνομικές ιδιότητες του έργου και σε σημεία οι εντάσεις και η τυποποίηση των αστυνομικών είναι υπερβολικές, όμως η αρχική εντύπωση ανατρέπεται.
Η παράσταση έχει γρήγορο ρυθμό, καταφεύγει σε μια ωραία λύση θεάτρου σκιών για την αφήγηση των ιστοριών του Κατούριαν και έχει στο δυναμικό της τον Νίκο Πουρσανίδη. Ο ηθοποιός ενσαρκώνει τον κομβικότερο ρόλο του έργου, έναν αφηγητή πολλών "ιστοριών" (της δικής του, του αδερφού του, των φανταστικών ιστοριών που γράφει) και κουβαλάει το βάρος της σπουδαίας δραματουργικής κατασκευής του ΜακΝτόνα με τρόπο καθηλωτικό. Ο Δημήτρης Πιατάς καταφεύγει συχνά στο (μαύρο) χιούμορ και πλάθει μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδοχή του Τουπόλσκι, ενώ ο Γεράσιμος Σκαφίδας αν και κάπως σχηματικός ως βλάκας, βίαιος Άριελ, κάνει την ανατροπή όταν ο ρόλος το ζητάει. Περισσότερο αμήχανος και στερεοτυπικός ο Αργύρης Αγγέλου στον απαιτητικό ρόλο του Μίσαλ, που πάσχει από νοητική υστέρηση.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο πουπουλένιος
Στο πολυβραβευμένο έργο του αγαπητού στο ελληνικό κοινό δραματουργού, το αστυνομικό θρίλερ συναντά τη μαύρη κωμωδία. Με φόντο ένα αυταρχικό καθεστώς ένας συγγραφέας ανακρίνεται λόγω του περιεχομένου των διηγημάτων του, που προσιδιάζουν με μια σειρά από ανεξιχνίαστες παιδοκτονίες που συμβαίνουν στην πόλη. Ο κόσμος της φαντασίας μπλέκεται με τον πραγματικό κόσμο, δημιουργώντας ένα σύμπαν όπου όλα είναι πιθανά.