Γιάννης Αντώνογλου©
Ποια είναι η ιστορία του "Tick, Tick… Boom!”;
Το "Tick, Tick… Boom!" pρωτοπαρουσιάστηκε σαν ένας αυτοβιογραφικός rock μονόλογος, ένα one-man show, το 1990. Όταν ο δημιουργός του, Τζόναθαν Λάρσον έκλεινε τα 30 του χρόνια και ήθελα να μιλήσει για όλη την παράνοια που βίωνε μέσα στο κεφάλι του, όλα τα διλήμματα και τα σταυροδρόμια που έβλεπε. Τριάνταπέντε χρόνια μετά, πολλά από αυτά τα διλήμματα - σταθερή δουλειά ή καλλιτεχνική δημιουργία, ζωή σε μεγάλη πόλη ή κάπου ήσυχα, γάμος και παιδί - εξακολουθούν να απασχολούν τους σημερινούς 30αρηδες. Έχει ενδιαφέρον ότι η σημερινή εκδοχή που παρουσιάζουμε κι εμείς στην Ελλάδα - με τους 3 ηθοποιούς και τους 4 μουσικούς - πρωτοανέβηκε το 2001 Off Broadway στη Νέα Υόρκη μετά το θάνατο του Λάρσον. Το "Tick, Tick… Boom!” μιλά για την πίεση του να προλάβεις πριν "εκραγείς".
Τι σε συγκίνησε περισσότερο σε αυτό το χρονικό άγχος των καλλιτεχνών;
Αυτό το αίσθημα του χρόνου που τελειώνει, της βόμβας που θα εκραγεί, μου είναι πολύ γνώριμο. Σαν καλλιτέχνης είναι συχνά τόσες οι ιδέες και τα πρότζεκτ που οραματίζεσαι, και συνήθως τόσο πιεσμένος ο χρόνος ή συνθήκες που βάζουν εμπόδια, που συνέχεια νιώθεις να τρέχεις ενάντια στο χρόνο. Ειδικά όταν σε αυτό προστίθεται το άγχος της επιβίωσης, της παράλληλης δουλειάς, της διαβίωσης σε μία πόλη που δεν σου διευκολύνει σχεδόν τίποτα. Αυτό που με συγκινεί στο "Tick, Tick… Boom!” είναι το ότι τελικά η ανάγκη για δημιουργικότητα (είτε αυτό συνεπάγεται με το να γράφεις μουσική, είτε με το να τραγουδάς, να ανεβάζεις μια παράσταση) είναι πηγαία, εσωτερική ανάγκη.

Πώς αντιμετωπίζεις τη μετάβαση από το μικρό, σχεδόν εξομολογητικό ύφος του έργου σε μια φιλόδοξη ελληνική παραγωγή;
Η Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής μας επέτρεψε να συνδυάσουμε στην παράσταση το αίσθημα "οικειότητας" που δημιουργεί ο πρωταγωνιστής με τους θεατές - σα να τους απευθύνεται σε μια βραδιά ένα stand up - με το μεγαλείο που έχουμε συνηθίσει σε ένα μιούζικαλ! Για μένα το πιο σημαντικό ήταν να μη χαθεί η παιχνιδιάρικη και αφοπλιστικά
ειλικρινής απεύθυνση στο κοινό, το χιούμορ του Τζον, η κατάθεση ψυχής που κάνει.
Η Εναλλακτική Σκηνή έχει τη δική της αισθητική ταυτότητα. Πώς επηρέασε τον τρόπο
που έστησες το μιούζικαλ;
Το πολύ ωραίο με την Εναλλακτική Σκηνή είναι ότι έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να ακροβατεί τόσο αριστοτεχνικά ανάμεσα σε πολλά διαφορετικά είδη: από μιούζικαλ, σε οπερέτα, σε σύγχρονες όπερες. Οπότε δεν επηρεάστηκα τόσο από την αισθητική ταυτότητα της Εναλλακτικής, όσο από τον ίδιο το χώρο. Η σκηνή της είναι πολύ μεγάλη και πολύ ψηλή! Όμως φιλοξενεί παράλληλα άλλες δύο παραγωγές με εμάς, οπότε ήδη από την αρχή έπρεπε με τη σκηνογράφο Νίκη Ψυχογιού να βρούμε δημιουργικές λύσεις για το πώς θα στηνόταν η παράστασή μας.

Πιστεύεις ότι το ελληνικό κοινό έχει αρχίσει να "εκπαιδεύεται" στο σύγχρονο, πιο αφηγηματικό μιούζικαλ;
Δεν μπορώ να έχω καθαρή εικόνα γιατί τα τελευταία 12 χρόνια ζω στο Λονδίνο. Και δεν θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε την παιδεία και την ιστορία των Βρετανών στο μιούζικαλ. Το στενάχωρο βέβαια είναι ότι είμαστε πολύ πίσω στην Ελλάδα όσον αφορά το musical theatre training. Στις δραματικές σχολές αφιερώνουν ελάχιστο εώς καθόλου χρόνο σε αυτό. Στο Λονδίνο υπάρχει σε πολλές δραματικές σχολές 3-ετής φοίτηση συγκεκριμένα για το μουσικό θέατρο. Και αναφέρομαι στις σπουδές γιατί αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο και στην "παιδεία" του κοινού, στο να αναζητήσει πιο ιδιαίτερα, πιο πειραματικά μιούζικαλ. Αν δεν υπάρξει το υλικό - τόσο όσον αφορά τη δημιουργία καινούργιων έργων μουσικού θεάτρου, τόσο και performers - δεν θα υπάρξει και η ανάλογη ζήτηση. Ας μη γελιόμαστε όμως, το να ανεβάσεις μιούζικαλ είναι αρκετά πιο κοστοβόρο και χρονοβόρο από μια απλή παράσταση, άρα και κάτι που οι ιδιωτικοί παραγωγοί δεν θα τολμήσουν να στηρίξουν οικονομικά.
Πώς ορίζεις τη διαφορά ανάμεσα στην "ψυχαγωγία" και στην "καλλιτεχνική ανάγκη" σε ένα έργο με τόσο pop ενέργεια;
Αυτή είναι ίσως η πρώτη φορά που νιώθω ότι οι δύο αυτοί όροι κάπως εξισώνονται μέσα μου. Συνήθως τα έργα που επιλέγω εμπεριέχουν κυρίως το σκοτάδι, και μέσα από το σκοτάδι υπαινίσσεται η ελπίδα για το φως, και άρα η "ψυχαγωγία" του κοινού έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Το "Tick, tick… Boom!" όμως καταφέρνει με έναν αριστοτεχνικό τρόπο να ψυχαγωγήσει, να συναρπάσει, να συγκινήσει. ‘Εχει την ορμή της νεότητας, έχει ευτράπελα, έχει χιούμορ, έχει τρομερά τραγούδια, και κάπως μοιάζει με ένα πάρτι! Αυτή η pop ενέργεια τελικά έρχεται και κουμπώνει στην ανάγκη μου να γιορτάσω και τα δικά μου 30 με ένα μεγάλο πάρτι!

Το έργο μιλά για τον φόβο να μη "φτάσεις κάπου" πριν γίνει πολύ αργά. Εσύ ποιες στιγμές αισθάνθηκες πως "τρέχεις ενάντια στον χρόνο";
Περίεργως οι μόνες περίοδοι που αισθάνθηκα έντονα το άγχος με το πέρασμα του χρόνου ήταν ο 1μισης χρόνος της πανδημίας. Τότε, εκείνη η αδράνεια των lockdowns με είχε διαλύσει. Τότε είχα νιώσει πραγματικά την αγωνία του "τι θα κάνω αν τα θέατρα δεν ξανά ανοίξουν ποτέ, αν είναι πολύ αργά για εμένα όταν ξαναβρεθώ σε μία πρόβα". Σε συνθήκη μη-covid, και όσο μεγαλώνω έχω μάθει να δουλεύω μέσα μου το φόβο του χρόνου που χάνεται, να απολαμβάνω τα διαλείμματα και τα διαστήματα από παράσταση σε παράσταση.
Αν είχες τη δυνατότητα να αλλάξεις ένα πράγμα στο θεατρικό τοπίο της χώρας,
ποιο θα ήταν;
Εννοείται τις οικονομικές απολαβές. Είναι αδύνατον για έναν ηθοποιό/σκηνοθέτη/ αλλιτέχνη να μπορέσει δώσει όλα αυτά που του ζητούνται σε μία πρόβα, στη γέννηση μίας παράστασης, όταν πρέπει να συνδυάσει γυρίσματα, άλλες πρόβες, άλλες παραστάσεις. Το να προσπαθήσεις να βγάλεις πρόγραμμα προβών είναι πλέον παζλ για δυνατούς λήτες! Βλέπω τη διάφορα αυτήν την περίοδο στις πρόβες μας στη Λυρική, όπου οι 3 ηθοποιοί έχουν μόνο τις δικές μας πρόβες και άρα μπορούν να αφοσιωθούν αποκλειστικά στην παράσταση. Δεν θα γινόταν αλλιώς. Έτσι συμβαίνει και στο Λονδίνο, το εκάστοτε θέατρο πληρώνει όλες τις πρόβες των ηθοποιών, ώστε να μην τίθεται το θέμα των δύο και τριών παράλληλων δουλειών.
Ποιος δημιουργός εντός ή εκτός θεάτρου σε έχει επηρεάσει περισσότερο;
Ενώ είναι διάφοροι οι δημιουργοί που με έχουν επηρεάσει τόσο από το χώρο του θεάτρου, όσο κι από το χώρο της μουσικής, του κινηματογράφου, των εικαστικών τεχνών. Ο ένας καλλιτέχνης που με έχει καθορίσει είναι ο David Lynch. Με συναρπάζει ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί το φως και το σκοτάδι, το χρώμα, τη μουσική, το χιούμορ για να συνθέσει τοπία και συνθήκες τόσο σκοτεινές. Είναι ο καλλιτέχνης που πραγματικά έχει κάνει το μυαλό μου να εκραγεί, και που έχει καθορίσει την αισθητική μου. Δεν το κρύβω άλλωστε! Κάθε παράσταση που κάνω έχει αναφορές σε εκείνον. Με αποκορύφωμα η πρώτη μικρού μήκους ταινία μου, το βίντεο κλιπ Μπρανκαλεόνε για τον Παύλο Παυλίδη που βουτάει στο σύμπαν του Lynch με έναν αυτοαναφορικό τρόπο.

Υπάρχει κάποιο έργο που θα ήθελες να κάνεις στην Ελλάδα αλλά ακόμη δεν έχει "ωριμάσει" η στιγμή; Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σχέδια;
Να σας πω την αλήθεια, θα ήθελα πάρα πολύ να ανεβάσω το "Rent" του Λάρσον ξανά στην Ελλάδα! Ξεκίνησα με το "Tick, Tick… Boom!" που είναι κάπως ο προπομπός του "Rent". Αλλά και το έργο που θέλω σίγουρα να κάνω στην Ελλάδα είναι το "Fabulous Creatures", ένα alternative musical που έχω συν-δημιουργήσει με την Ειρήνη Σκυλακάκη και τον Άγγλο συνεργάτη μας Quentin Beroud. Το πρωτο παρουσιάσαμε πέρσι στο Λονδίνο αλλά ο στόχος είναι σύντομα να παρουσιαστεί και στην Αθήνα. Επαναπροσδιορίζει τη Σκύλλα, τη Χάρυβδη και τις Σειρήνες με τρόπο που δεν έχουμε ξαναδεί!
Περισσότερες πληροφορίες
Tick, Tick… Boom!
Το εκρηκτικό και βαθιά ανθρώπινο ροκ μιούζικαλ-ύμνο στη νεανική αγωνία και το όνειρο του πολυβραβευμένου δημιουργού του θρυλικού «Rent», ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Αφηγείται τη συγκινητική ιστορία ενός νεαρού καλλιτέχνη λίγο πριν κλείσει τα τριάντα που παλεύει ανάμεσα στα όνειρα, την καλλιτεχνική του φιλοδοξία και την πραγματικότητα μιας ζωής γεμάτης αβεβαιότητα. Με φόντο τη Νέα Υόρκη των αρχών της δεκαετίας του ’90, το έργο καταγράφει με χιούμορ, πάθος και αφοπλιστική ειλικρίνεια τον φόβο του χρόνου που περνά, την ανάγκη για δημιουργία και την πίστη ότι, παρά τα εμπόδια, αξίζει να κυνηγάς το πάθος σου.

