Simon Gosselin©
Ο βασικός λόγος που αυτό το κείμενο άργησε να γραφτεί είναι πως η επική σε διάρκεια, σύλληψη και εκτέλεση παράσταση του Γκοσλέν τριγυρνούσε για μέρες στη σκέψη μου. Αυτό από μόνο του, θα έλεγε κανείς, είναι κάτι σπουδαίο, όμως στην πραγματικότητα δεν μπορούσα να κατασταλάξω αν είχα παρακολουθήσει κάτι ευφυές ή τη δουλειά ενός καλλιτέχνη που… έβαλε τρικλοποδιά στον εαυτό του.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, το "Παρελθόν" είναι μια σκηνική σύνθεση αποτελούμενη από το θεατρικό έργο "Αικατερίνα Ιβάνοβνα" καθώς και μερικά ακόμη σύντομα έργα και διηγήματα του Λεονίντ Αντρέγεφ. Ο Αντρέγεφ (1871-1919) θεωρείται εκπρόσωπος του ρωσικού εξπρεσιονισμού και τα έργα του συνδυάζουν στοιχεία φανταστικού, γκροτέσκο και ρεαλιστικού στοιχείου.

Η τετράπρακτη "Αικατερίνα Ιβάνοβνα", που συγκρότησε τον κύριο κορμό της παράστασης, ξεκινάει με την απόπειρα δολοφονίας της ηρωίδας από το σύζυγό της, μέλος της ρωσικής Δούμας. Η Αικατερίνα ξεφεύγει, φεύγει από το σπίτι, ζητάει καταφύγιο στην αδερφή της, διεκδικεί το σεξ και τον έρωτα εκτός της συζυγικής εστίας, επιστρέφει όμως στο σπίτι όταν ο σύζυγός της εμφανίζεται μετανιωμένος και, τελικά… αυτοκτονεί.
Η ηρωίδα του Αντρέγεφ δεν είναι απλώς μια ηρωίδα που ασφυκτιά, αλλά μία Βάκχη, μια Σαλώμη - και αυτό φάνηκε γλαφυρότατα χάρη στη συναρπαστική ματιά του Γκοσλέν. Μέσα σε ένα απολύτως νατουραλιστικό περιβάλλον, ο σκηνοθέτης πήρε μία ιστορία του 1912 και την έκανε ανατριχιαστικά μοντέρνο θέατρο. Η πατριαρχία, η έμφυλη βία, η λαχτάρα για αυτοδιάθεση, ο φεμινιστικός αυτοπροσδιορισμός, θεματικές τόσο "πολυφορεμένες" στο θέατρο των ημερών μας εδώ αναδείχθηκαν ουσιαστικά, επιτακτικά, πυρηνικά μέσα από τη ματιά του Γκοσλέν, τους συμβολισμούς της σκηνοθεσίας του και τις φλεγόμενες ερμηνείες.

Η ταυτόχρονη κινηματογράφηση και η θέαση του μεγαλύτερου μέρους του έργου μέσω της τεράστιας οθόνης που βρισκόταν πάνω από το σκηνικό δεν ήταν απλώς ένα εφέ, αλλά το μέσο για να φτάσουμε στα μύχια των ηρώων.
Η σπουδαία Victoria Quesnel έπαιξε με κάθε μυ του προσώπου της, με κάθε εκατοστό του κορμιού της την Ιβάνοβνα, μία γυναίκα που φλέγεται, προκαλεί τις αρσενικές αντιλήψεις, ξεπερνάει τα όρια των ανδρικών προσδοκιών και καταλήγει να κυκλοφορεί άδεια από αγάπη, μια ζωντανή νεκρή. μία αξέχαστη ερμηνεία! Οι άντρες της παράστασης, πάλι, μετέδιδαν τόσο εύστοχα τη μικρότητα τους μέσα στα διογκωμένα "εγώ" τους.

Συνολικά, είχαμε να κάνουμε με μία άρτια παραγωγή, με εξαίσια σκηνικά, που δημιουργούσαν έναν κόσμο που διαλυόταν και ξαναχτιζόταν μπροστά μας, με εικαστικές και κινηματογραφικές αναφορές, με συγκλονιστική μουσική (Guillaume Bachelé, Maxence Vandevelde), που αν περιοριζόταν μόνο στην "Αικατερίνα Ιβάνοβνα" θα μιλούσαμε για χρόνια για παράσταση-υπόδειγμα σύγχρονης ανάγνωσης των κλασικών.
Λάτρης της μεγάλης φόρμας, ο σκηνοθέτης δεν έμεινε μόνο σε αυτό το έργο. Ανάμεσα σε κάθε πράξη του παρεμβάλλονταν τα υπόλοιπα έργα του Αντρέγεφ, το "Ρέκβιεμ" (θεατρικό έργο του 1916), η "΄Άβυσσος" (διήγημα του 1902), το "Μέσα στην ομίχλη" (διήγημα του 1902), η "Ανάσταση των νεκρών" (διήγημα γραμμένο το διάστημα 1910-14).
Πρόκειται για κείμενα διαφορετικού ύφους, που μαρτυρούν τη συγγραφική ευφυΐα του Αντρέγεφ, πάνω στην οποία ήρθε ο Γκοσλέν να προσθέσει τη δική του. Από το μινιμαλιστικό και μεταδραματικό "Ρέκβιεμ" -ένας διάλογος ανάμεσα σε ένα σκηνοθέτη και έναν ηθοποιό, που αποδόθηκε μόνο ηχητικά-, μέχρι το κουκλοθεατρικό "Μέσα στην ομίχλη", ο Γκοσλέν ένωσε σε μία παράσταση-γέφυρα μια σειρά από θεατρικά είδη, στρέφοντας το βλέμμα του στο παρελθόν.
Σύμφωνα με τα δικά του λόγια: "Ένα ρητό λέει ότι το μέλλον είναι το παρελθόν. Θα είναι ένας φόρος τιμής στην τέχνη και την ανθρωπότητα που εξέλειψαν, στις σκοτεινές εποχές που παρατηρούνται από το διάστημα, όταν οι άνθρωποι περπατούσαν ακόμη στο χιόνι, ως ομάδα".
΄Όμως, παρά το μεμονωμένο ενδιαφέρον τους -και τη σημασία της γνωριμίας μας με κείμενα που μάλλον απίθανο να βλέπαμε σε άλλη περίπτωση- τα περισσότερα από αυτά τα ιντερμέδια πυρπόλησαν τη συνοχή της παράστασης και δεν δικαιολόγησαν επαρκώς την ύπαρξή τους.
Ούτε ήταν η διάρκεια των τεσσερισήμιση ωρών (ούτως ή άλλως μικρή για τις συνήθειες του σκηνοθέτη, που έχει υπογράψει εξάωρες και εντεκάωρες παραστάσεις) που δοκίμασε την αντοχή και κυρίως τη συγκέντρωσή μας - αλλά η διαρκής διάσπαση σε νέα δεδομένα και νέα ερεθίσματα, η αίσθηση ότι μπροστά μας εκτυλίσσονται δύο, τρεις, τέσσερις παραστάσεις σε μία.
Ο Γκοσλέν έχει δηλώσει: "δεν αντέχω να έχω ένα κοινό που βολεύεται στη "γωνία” του. Δεν θέλω τουρίστες που απλώς κοιτάζουν τι γίνεται στη σκηνή, αλλά ανθρώπους που βυθίζονται στον κόσμο ο οποίος δημιουργείται μπροστά στα μάτια τους". αναρωτιέμαι, όμως βάζοντας το κοινό σε μια διασπαστική διαδικασία, όπως του "Παρελθόντος", το βοηθάς πράγματι να βυθιστεί στον κόσμο σου ή το οδηγείς τελικά σε παραίτηση από αυτό που βλέπει;
Περισσότερες πληροφορίες
Το Παρελθόν
Μια επικών διαστάσεων σκηνική αναζήτηση του χαμένου χρόνου, του ουμανισμού και της πίστης στην ομορφιά είναι η παράσταση που αντλεί έμπνευση από τα διηγήματα του Ρώσου συγγραφέα. Ένα επικό θεατρικό έργο που ξετυλίγεται σαν μεταμοντέρνο ρέκβιεμ για τον 20ό αιώνα, τον έρωτα και τον ουμανισμό, με ζωντανή κινηματογράφηση και δυνατές ερμηνείες από έναν επταμελή θίασο, με την υπογραφή του κορυφαίου Γάλλου σκηνοθέτη και καλλιτεχνικού διευθυντή του Odéon Théâtre de l’Europe στο Παρίσι. Στόχος του: μια «παράσταση-φόρος τιμής στην εξαφάνιση του θεάτρου και της ανθρωπιάς».

