
Το έργο-σταθμός του Θανάση Τριαρίδη, που έχει αγαπηθεί από το κοινό όπου κι αν παρουσιάστηκε, επιστρέφει δυναμικά σε μια νέα παραγωγή. Ο "Μένγκελε", το πολυσυζητημένο θεατρικό έργο που καθιέρωσε τον Τριαρίδη ως έναν από τους πιο αιχμηρούς και τολμηρούς σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, ανεβαίνει ξανά στην Αθήνα από τον Οκτώβριο, με τη σκηνοθετική υπογραφή της Βάνας Πεφάνη, η οποία μόλις πρόσφατα τιμήθηκε με σημαντικό θεατρικό βραβείο.
Στη σκηνή του ΠΛΥΦΑ, δύο ηθοποιοί, η Εύα Πιάδη και ο Γιώργος Νάσιος, θα αναμετρηθούν με ένα από τα πιο σκοτεινά και προκλητικά θεατρικά κείμενα της ελληνικής δραματουργίας. Η παράσταση, μετά τον κύκλο της στην Αθήνα, θα ταξιδέψει τον Ιανουάριο του 2026 στη Ζυρίχη, μεταφέροντας τη θεατρική εμπειρία πέρα από τα σύνορα.
Ο "Μένγκελε" αναφέρεται στο Ολοκαύτωμα. Είναι ένα ψυχολογικό και ηθικό θρίλερ που διαδραματίζεται στο περιορισμένο-και ταυτόχρονα άπειρο-σκηνικό ενός κουπέ τρένου. Δύο άγνωστοι ξεκινούν μια αθώα συζήτηση για να περάσει η ώρα. Όταν η ηλεκτροδότηση διακόπτεται, αρχίζουν ένα παιχνίδι ρόλων. Εκείνος γίνεται ο διαβόητος Γιόζεφ Μένγκελε, εκείνη η υποτιθέμενη Εσθήρ, απόγονος θυμάτων του Άουσβιτς. Το παιχνίδι γρήγορα ξεφεύγει από το συμβολικό και εισχωρεί στο υπαρξιακό και το ανείπωτο: πού τελειώνει ο ρόλος και πού αρχίζει ο πραγματικός άνθρωπος; Πού κρύβεται το κακό- και πόσο εύκολα το ακουμπάς χωρίς να το καταλάβεις;

Τα έργα που σκηνοθετεί η Βάνα Πεφάνη συχνά φέρουν αιχμηρή ηθική ή πολιτική διάσταση, με έμφαση στον άνθρωπο ως τραγική μορφή, ως φορέα μνήμης και αντίστασης. Η βράβευσή της πρόσφατα ήρθε να επισφραγίσει την αθόρυβη αλλά ουσιαστική συμβολή της στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο, επιβεβαιώνοντας την ικανότητά της να φέρνει στο φως δύσκολες αλήθειες με καλλιτεχνική ακεραιότητα και ανθρωπιά.
Στο σημείωμα της για την παράσταση υπογραμμίζει: "Το "Μένγκελε" δεν είναι παράσταση. Είναι ενδιάμεσος τόπος. Ένα bardo της βίας. Όχι της μεγάλης, της ιστορικής. Της μικρής. Της σιωπηλής. Της ατομικής. Της καθημερινής. Αυτής που δεν έχει κραυγές αλλά ψιθύρους. Που δεν στάζει αίμα, αλλά διαβρώνει σιγά-σιγά. Οι δύο ήρωες του έργου δεν ξέρουν αν βρίσκονται ακόμη μέσα στο πείραμα ή έξω απ’ αυτό. Δεν ξέρουν αν είναι θύτες ή θύματα. Ίσως ούτε κι εμείς. Πιθανόν δεν είναι άνθρωποι, αλλά ερωτήματα με μορφή ανθρώπου. Ένα φως που ανάβει. Ένα φως που σβήνει. Και μια κοινωνία που παρακολουθεί —με νευρικό γέλιο; με αδιαφορία; μήπως με τρόμο;— ένα πείραμα που δεν τελειώνει ποτέ. Το έργο ανεβαίνει τώρα, γιατί ζούμε σ’ ένα κόσμο όπου οι λέξεις ηθική, συνείδηση, ευθύνη, τρίζουν τα δόντια. Γιατί το σκοτάδι είναι εδώ— και δε ζητά απαντήσεις, μόνο να παραδεχτούμε ότι υπάρχει. Ότι το βλέπουμε. Και αυτό ίσως, είναι το πιο δύσκολο”.

Σημείωμα του συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη
"Εδώ και δώδεκα χρόνια σε κάθε καινούρια παράσταση του συγκεκριμένου έργου, αντιμετωπίζω το ίδιο ερώτημα. "Μα γιατί γράφεις για τον Μένγκελε;..." Και πάντοτε απαντάω το ίδιο: Γιατί υπήρξε – άρα ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξαναϋπάρξει. Γράφω για τον Μένγκελε γιατί θέλω να αποδείξω ότι ο όλεθρος του Ολοκαυτώματος είναι διαρκώς παροντικός. Το κακό δεν έρχεται από τον ουρανό, ούτε από τα βάθη μιας Κόλασης που δεν υπάρχει. Το κακό είναι μέσα μας – και χρειάζεται ηθικός αγώνας και πολιτισμική επαγρύπνηση για να μην είμαστε εμείς εκείνοι που θα ανεβάσουμε τους ανθρώπους στα τρένα για ένα επόμενο Άουσβιτς.
Και θέλω να πω και κάτι ακόμη. Σε όλην μου την ζωή γράφω για τους σφαγμένους αμάχους που αφανίζονται από τα εργαστήρια θανατου των λογής εξουσιών. Τα δίδυμα του Μένγκελε στο δικό μου μυαλό είναι πλάι στα παιδιά-σκλάβους όλων των αιώνων, τα παιδιά των σφαγμένων ιθαγενών των Νέων Κόσμων, στα διαμελισμένα θύματα του Κονγκό, στα παιδιά που δολοφονούνται στην Γάζα, στα περίσσια παιδιά του κόσμου μας που πεθαίνουν (για την ακρίβεια: δολοφονούνται) στην Υποσαχάρια Αφρική από την πείνα, από την φτώχεια, από την ανέχεια. Είναι η μεγάλη κοινότητα των αδικοσφαγμένων της Ιστορίας στην οποία (νιώθω πως) λογοδοτώ”.