
Πώς γνώρισες το έργο του Ρόκε Λαρράκι " Μητροφάγος " και τι σε γοήτευσε ώστε να το επιλέξεις για το Φεστιβάλ Αθηνών;
Είναι το πρώτο έργο του που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Το μυθιστόρημα είναι σύγχρονο- γράφτηκε το 2010-παρότι η δράση του διαδραματίζεται το 1907. Οι εκδόσεις Αντίποδες το κυκλοφόρησαν εδώ το 2022. Το επέλεξα με τον πιο παραδοσιακό τρόπο: είδα τον τίτλο στη ράχη του βιβλίου, "Μητροφάγος", και είπα "τι είναι αυτό;", και απλώς το τράβηξα. Αυτό ήταν όλο.
Τελικά είναι η ή ο "Μητροφάγος";
Ο τίτλος είναι μια γλωσσική επινόηση που προκύπτει από τον ισπανικό τίτλο La comemadre, λέξη επίσης επινοημένη από τον Λαρράκι-δεν υπάρχει πραγματικά. Η μεταφράστρια, Έφη Γιαννοπούλου, επέλεξε να κρατήσει τον τίτλο στα ελληνικά χωρίς άρθρο και, άρα, χωρίς γένος. Μέσα στο κείμενο πάντως χρησιμοποιείται ως "ο Μητροφάγος", αλλά παραμένει ζήτημα επιλογής. Ο τίτλος δεν έχει μια προφανή ή άμεσα κατανοητή σχέση με την ιστορία. Ο Λαρράκι επινόησε ένα φανταστικό φυτό που παράγει ζωικές κάμπιες οι οποίες το καταβροχθίζουν. Δηλαδή, το φυτό γεννά αυτό που το καταστρέφει. Αυτό λειτουργεί αλληγορικά και συνδέεται με την ιστορία μας, όπου μια ομάδα γιατρών- αντρών-αποφασίζει αυθαίρετα, χωρίς επιστημονική επάρκεια, να πραγματοποιήσει ένα τερατώδες πείραμα.
Ποιο είναι το πείραμα;
Παίρνουν τα κεφάλια ανθρώπων, ασθενών τελικού σταδίου, τους οποίους εξαπατούν λέγοντας πως έχουν τη θεραπεία για τον καρκίνο. Όταν τους ανακοινώνουν ότι "δυστυχώς δεν τα καταφέραμε", τους ζητούν τα κεφάλια τους για το πείραμα. Στόχος είναι να μελετήσουν τι συμβαίνει αμέσως μετά τον θάνατο – τα δευτερόλεπτα στα οποία, υποτίθεται, το κεφάλι διατηρεί συνείδηση, ακόμη και αποκομμένο από το σώμα.

Είναι πολύ δυστοπικό όλο αυτό που περιγράφεις.
Όλο αυτό θα ήταν πολύ σκοτεινό, αν δεν ήταν και εξαιρετικά γελοίο. Ο Λαρράκι το αποδίδει με τρόπο γκροτέσκο και σατιρικό. Είναι πολύ σπάνιο, κατά τη γνώμη μου, ένας άντρας συγγραφέας να γράφει τόσο ακομπλεξάριστα για το φύλο του. Συνθέτει μια σάτιρα της τοξικής αρρενωπότητας, με όλα τα εκρηκτικά της στοιχεία – την ματαιοδοξία, την εξουσία, τη λαχτάρα για πνευματική κυριαρχία, την ανάγκη για αυτοπραγμάτωση, τον ανταγωνισμό. Είναι σαν κοκόρια και το ποιος κάνει κουμάντο είναι το διαρκές ζητούμενο. Αυτή η γελοιότητα είναι η ουσία: μετριότατοι επιστήμονες με διαφόρων ειδών απωθημένα, εντελώς γελοίοι, αλλά ταυτόχρονα απρόσμενα επικίνδυνοι. Γιατί κατέχουν εξουσία. Αν αυτό δεν είναι μια πολιτική αλληγορία για όσα ζούμε, τότε τι είναι;
Οπότε το έργο κινείται πέρα από το δυστοπικό και το ρεαλιστικό.
Έχει έντονα σουρεαλιστικά και σατιρικά, καυστικά στοιχεία, αλλά βαθαίνει με μια αλήθεια. Η αναλογία με τη ζωή μας είναι ολοφάνερη. Πολύ συχνά νιώθουμε ότι το πρόβλημα της εποχής είναι η γελοιοκρατία – και ναι, είναι εδώ. Από εκεί πιάνουμε την ιστορία. Δεν μας απασχολεί η επιστήμη ή η ηθική της. Δεν είναι αυτό το κυρίαρχο θέμα. Το πείραμά τους είναι τόσο αυθαίρετο άλλωστε, δεν βασίζεται σε τίποτα πραγματικό. Μιλάμε για την "ανατομία μιας απάθειας". Αυτός είναι ο πυρήνας του έργου.
Πώς πιστεύεις ότι θα αντιδράσει το κοινό σε αυτή την ψυχρότητα; Θα βρει κάτι από τον εαυτό του;
Θα ήταν ωραίο να βρει. Το ιδανικό για μένα είναι – μέσω του παράλογου ή του γελοίου- να δημιουργείται ένα απατηλό αίσθημα ασφάλειας στον θεατή. Όλοι ψάχνουμε την ηθική μας ανωτερότητα, βλέπεις. Δεν μας αρέσει να μοιάζουμε με αυτό που βλέπουμε στη σκηνή. Θέλουμε να νιώθουμε κάπως καλύτεροι. Αν όμως καταφέρεις να τραβήξεις το χαλί κάτω από τα πόδια του θεατή, κι εκεί που γελάει να του κοπεί το γέλιο επειδή ξαφνικά αναγνωρίζει κάτι απ’ τον εαυτό του, τότε η αφήγηση βαθαίνει. Αυτός είναι, για μένα, ο πιο προκλητικός στόχος: να αναγνωρίσει ο θεατής κάτι από τη δική του απάθεια.

Ποια είναι η γυναικεία παρουσία στο έργο;
Υπάρχει μία γυναίκα, προϊσταμένη των νοσηλευτριών, στο κέντρο όλου αυτού του ανδρικού σύμπαντος. Είναι το αντικείμενο του πόθου. Όλοι γελοιοποιούνται μπροστά της, προσπαθώντας να την κερδίσουν, με έναν πολύ κτητικό και χρηστικό τρόπο θεώρησης του έρωτα. Υπάρχει και μία ακόμη γυναίκα-μία από τις ασθενείς του σανατορίου- η οποία γίνεται το πρώτο θύμα του πειράματος. Λειτουργεί ως δοκιμή, ως τεστ. Κάνουν την πρώτη εφαρμογή πάνω της. Τίθεται πάρα πολύ το θέμα του δικαιώματος στο έργο, υπάρχει η έννοια της εξουσίας και υπάρχει ένα κεκτημένο και αυξημένο δικαίωμα: δηλαδή, διαλέγουν σε ποιον θα κάνουν τι. Ο τρόπος που φέρονται, το πώς δομούνται οι ιεραρχίες μέσα σε αυτή την ομάδα, είναι απόλυτα τοξικός. Αντίστοιχα, έτσι είναι και η συμπεριφορά τους προς τις γυναίκες αλλά και μεταξύ τους.
Υπήρξαν σκηνές που σας δυσκόλεψαν στη μεταφορά του ύφους και της θεματολογίας;
Είναι πολύ ιδιαίτερη η γραφή του Ρόκε Λαρράκι και συνολικά έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος. Η παράσταση ακροβατεί μεταξύ μιας αρκετά σκληρής φόρμας στις σκηνές συνόλου και μιας πιο απογυμνωμένης στις αφηγήσεις του κεντρικού ήρωα ή σε κάποιες δυαδικές σκηνές, οι οποίες όμως πάντα είναι έτοιμες να γλιστρήσουν στον ίδιο σκηνικό κώδικα. Αυτό δημιουργεί μιαιδιαίτερη "γλώσσα", που αφορά τη σκηνική ύπαρξη των ανθρώπων, τη ρυθμικότητα του κειμένου και τη μουσική δραματουργία. Έπρεπε να βρούμε το μέτρο της, και ακόμη το αναζητούμε, τα γράδα αυτής της γλώσσας. Γιατί κάποιες φορές έχεις την αίσθηση ότι βλέπεις κωμωδία και στην αμέσως επόμενη σκηνή, θρίλερ.

Με τον Νίκο Γαλενιανό πώς δουλέψατε τη μουσική;
Υπάρχουν πολλά layers στη μουσική του Νίκου, κι ένας κόσμος του σανατορίου που χτίζεται από ήχους και σταδιακά αναπτύσσεται μέσα στην παράσταση. Υπάρχει τραγούδι, χορική λειτουργία, και η μουσική μεταμορφώνεται διαρκώς. Το κυρίαρχο είναι ότι δημιουργείται ένας μουσικός κόσμος που, όσο προχωρά η παράσταση, κατακλύζει τον χώρο. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα: ξεκινά από κάτι άδειο και σιγά-σιγά σε πλημμυρίζει.
Η δράση, όπως φαίνεται, στηρίζεται στον ρυθμό, στη μουσικότητα;
Ναι, και σε αυτό έχει συμβάλει πάρα πολύ η δουλειά της Κατερίνας Φώτη, της κινησιολόγου. Είναι ένα γερό ντουέτο- εκείνη και ο Νίκος.
Και οι ηθοποιοί με τους οποίους συνεργάζεσαι;
Ο Δημήτρης Δρόσος, η Μαργαρίτα Κλάγκου, ο Νικόλας Παπαδομιχελάκης, ο Διονύσης Πιφέας, ο Αινείας Τσαμάτης, ο Νικόλας Χανακούλας και η Χριστίνα Χριστοδούλου είναι ένας κι ένας, μία και μία. Είναι φοβερή ομάδα.
Στο τέλος του έργου τίθεται ένα ερώτημα: αφήνει ίχνη η καταστροφή; Τι απαντάς ως δημιουργός;
Με συγκινεί η έννοια του ίχνους. Κάπως αυτά ψηλαφούμε για να καταλάβουμε τι έγινε. Όλη η ιστορία του Μητροφάγου, αυτό το φρικτό πείραμα, συμβαίνει σε έναν κλειστό χώρο – σε ένα ίδρυμα. Θεωρητικά, είναι κάτι που κανείς δεν θα μάθει ποτέ. Η έννοια του εσωτερικού δεσπόζει στον σκηνικό χώρο που δημιούργησε η Μαγδαληνή Αυγερινού. Αντιθετικά, προβάλλονται τοπία και φύση -σαν να μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα στο μέσα και στο έξω. Το ίχνος έχει να κάνει με το αν μαθαίνεται ποτέ αυτό που έγινε. Και την ίδια στιγμή αναρωτιέμαι: πού είναι τα ίχνη όσων κοιτάζουμε όλοι σιωπηρά. Ζούμε την εποχή που όλοι ξέρουμε τι συμβαίνει στη Γάζα αλλά δεν αντιδρούμε. Είναι τρομακτικό. Κυριαρχεί η απάθεια.
Μοιάζει να έχει εξουδετερωθεί κάθε μηχανισμός διαμαρτυρίας. Φαίνονται όλα μάταια – κι αυτό έχει κυριαρχήσει;
Υπάρχει η αίσθηση της ματαιότητας, η οποία δημιουργεί και μια αποσύνδεση. Όταν καλλιεργείται η ματαιότητα και η αίσθηση ότι τίποτα δεν αλλάζει, αυτό μετατρέπεται σε βεβαιότητα, κι εσύ αποσυνδέεσαι.
Η απάθεια είναι μηχανισμός αυτοάμυνας; Επιλέγουμε να μη βλέπουμε ό,τι μας καταπιέζει;
Μπορεί να ξεκινά έτσι, ως μηχανισμός, αλλά στη συνέχεια γίνεται συνήθεια. Συνηθίζεις να μην εμπλέκεσαι. Συνηθίζεις ότι "κάπου αλλού" συμβαίνει κάτι. Δυστυχώς, ο άνθρωπος συνηθίζει σε όλα.
Είσαι αναπληρώτρια καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού. Σκέφτεστε την ανάδειξη νέων συγγραφικών φωνών;
Σίγουρα. Φαίνεται και από τον προγραμματισμό ότι υπάρχει αυτή η πρόθεση. Όπως με το έργο του Γκιγιόμ Πουά, που ανήκει στη σύγχρονη γαλλική δραματουργία, ή με τη δράση των "Σαλονιών Γλώσσας", σε αναζήτηση και δοκιμή της νέας ελληνικής γραφής. Μας απασχολεί έντονα αυτό.

Μπορεί το θέατρο να είναι πολιτικό εργαλείο σήμερα;
Είναι υπαρξιακό εργαλείο – και, ασφαλώς, πολιτικό. Για την/τον δημιουργό είναι ο τρόπος να υπάρξει σε σχέση με αυτό που συμβαίνει. Να καταθέσει κάτι. Δεν έχει άλλο τρόπο να μεταβολίσει την πραγματικότητα. Και γι’ αυτό τον λόγο εμπλέκονται και οι θεατές. Οπότε, καταρχάς, είναι υπαρξιακό εργαλείο και μέσα σε αυτό και πολιτικό. Αλλιώς, είναι εργαλείο διασκέδασης – και υπάρχουν τόσα άλλα για αυτό.
Όταν σου προτάθηκε η θέση στο Εθνικό, ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη;
Ότι είναι μια μεγάλη τιμή, με την πιο βαθιά έννοια της λέξης. Δεν μπορώ παρά να ευχαριστώ την Αργυρώ Χιώτη για την εμπιστοσύνη.
Είναι δύσκολο να ισορροπείς τον ρόλο της Αναπληρώτριας Καλλιτεχνικής Διευθύντριας με τη σκηνοθετική δραστηριότητα;
Είναι πολύ απαιτητικό και σίγουρα δεν είχα προβλέψει αυτόν τον συγχρονισμό. Παίζει σημαντικό ρόλο η ομάδα και πιστεύω στη συνεργασία και ισορροπώ χάρη σ’ αυτήν. Πραγματικά, οι άνθρωποι μπολιάζουν ο ένας τον άλλον, δίνουν χώρο και έτσι προκύπτουν πράγματα που δεν θα προέκυπταν αν τα κάναμε μόνοι μας. Αυτό με συγκινεί – είναι η ανάγκη μου σε αυτή τη ζωή. Αλλιώς, νομίζω, θα έκανα μια άλλη δουλειά.
Προπώληση εισιτηρίων: more.com
Περισσότερες πληροφορίες
Μητροφάγος
Το 1907, σ’ ένα σανατόριο του Μπουένος Άιρες, μια ομάδα γιατρών διερευνά το όριο μεταξύ ζωής και θανάτου μέσα από ένα τερατώδες πείραμα. Βασισμένη στο βιβλίο του Ρόκε Λαράκι, έναν κόσμο απελπισμένο και γκροτέσκο, η σκηνοθέτις προτείνει μια παράσταση-αλληγορία για την ανθρωπότητα, εμβολίζοντας τη σάτιρα της τοξικής αρρενωπότητας με λυρικές παρεκβάσεις. Όλοι άνδρες, οι γιατροί του σανατορίου με ένα δικαίωμα που μοιάζει από πάντα κεκτημένο, ορίζουν τις ζωές δεκάδων ανθρώπων και ενορχηστρώνουν μια δυστοπία από την οποία ούτε οι ίδιοι δεν βρίσκουν διέξοδο. Παράλληλα, όσο το πείραμα εξελίσσεται, μια γυναίκα, η προϊσταμένη των νοσηλευτριών, αποτελεί το αντικείμενο του πόθου όλης της επιστημονικής ομάδας. Ανελέητος με το φύλο του, ο συγγραφέας δεν διστάζει να το γελοιοποιήσει σε όλα τα κρίσιμα πεδία: ανδρική εξουσία, αυτοπραγμάτωση, φιλοδοξία, έρωτας αλλά και αναζήτηση νοήματος.