
Ένας άνθρωπος που μας δίδαξε πως το θέατρο δεν είναι απλώς τέχνη, αλλά τρόπος ύπαρξης, ο Βασίλης Παπαβασιλείου έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 76 ετών. Με βαθιά θλίψη αποχαιρετούμε έναν από τους σπουδαιότερους και πιο στοχαστικούς θεατράνθρωπους της ελληνικής σκηνής – ηθοποιό, σκηνοθέτη, συγγραφέα, μεταφραστή, στοχαστή. Έναν δημιουργό που προσέγγισε το θέατρο όχι ως επάγγελμα, αλλά ως φιλοσοφική πράξη, με συνέπεια, ριζοσπαστικότητα και σπάνιο ήθος.
Γεννημένος το 1949 στη Θεσσαλονίκη, ο Παπαβασιλείου ξεκίνησε σπουδές στην Ιατρική, για να στραφεί τελικά στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, όπου και διαμορφώθηκε πνευματικά και καλλιτεχνικά. "Για να επιμένω 50 χρόνια σημαίνει ότι δεν έχουν εξαντληθεί αυτά που πήρα. Ο δάσκαλός μου ο Κουν έλεγε: "Αν ήρθες στο θέατρο για να πάρεις, ξέχνα το. Στο θέατρο, όσα περισσότερα δίνεις, τόσα περισσότερα παίρνεις”, είχε πει με συγκινητική ειλικρίνεια.
Σε μια σκηνική πορεία που ξεπερνά τις πέντε δεκαετίες, σκηνοθέτησε περισσότερες από τριάντα παραστάσεις, με εστίαση στη δραματουργία του στοχασμού και της πρόκλησης. Από τον Σοφοκλή, τον Μολιέρο και τον Μαριβώ, μέχρι τον Μποντ, τον Χόρβατ, τον Αναγνωστάκη, τον Στάικο και τον Μανιώτη, χειρίστηκε με αυθεντικότητα και βάθος ένα εντυπωσιακά ευρύ ρεπερτόριο. Μετέφρασε θεατρικά και πεζά κείμενα (Γκολντόνι, Μπαρτ, Μολιέρος, Σαντ, Μποντ, μεταξύ άλλων) και δίδαξε -έστω και ασυστηματοποίητα- σε δραματικές σχολές και στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ.
Ανάμεσα στις εμβληματικές του παραστάσεις ξεχωρίζουν: "Ελένη" του Ευριπίδη (2021), με μια σύγχρονη ανάγνωση του αρχαίου λόγου, "Relax… Mynotis", φόρος τιμής στον Μάνο Κατράκη, που διερευνούσε τη μνήμη, τον χρόνο και την ύπαρξη του ηθοποιού, "Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή… θα πεις κι ένα τραγούδι", μια πολιτική επιθεώρηση με χιούμορ, σάτιρα και κριτική για την ελληνική κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει την υποκριτική και σκηνοθετική προσέγγιση της "Ελένης" του Γιάννη Ρίτσου, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2001 και επανήλθε σε πολλές εκδοχές. Ένα υποκριτικό κατόρθωμα που σημάδεψε τη θεατρική μνήμη. Ο Παπαβασιλείου υποδύθηκε μια ηρωίδα που δεν ήταν απλώς γυναικεία, αλλά πέραν του φύλου, του χρόνου, της ταυτότητας. Μια γερασμένη, ανδρόγυνη μορφή, που κουβαλούσε πίπα, ασθματική πνοή και τη συνείδηση ότι "ήταν δίχως νόημα όλα".

Ο ίδιος είχε δηλώσει: "Οι αρχαιόθεμοι "γυναικείοι μονόλογοι” της Τέταρτης Διάστασης, παίζονται συνήθως από γυναίκες ηθοποιούς, με εξαιρετικά αποτελέσματα. Όμως η ταύτιση του φύλου του ερμηνευτή με το φύλο της θεατρικής περσόνας είναι υπεύθυνη για μια παραπλανητική αναγωγή. Εμένα με ενδιέφερε η αποστασιοποίηση και η φιλοσοφική διάσταση του κειμένου."
Η παράσταση αυτή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Πνύκα το 1999 και έλαβε οριστική σκηνική μορφή το 2001 στο Αγρίνιο, ως συμπαραγωγή του Πανεπιστημίου Αθηνών και των ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου και Λάρισας. Το 2002 φιλοξενήθηκε στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Η κριτική τον τίμησε με το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας "Κάρολος Κουν", ενώ το κοινό τον αποθέωνε σε κάθε επαναφορά της παράστασης.
Ο Παπαβασιλείου τιμήθηκε με τον τίτλο του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών (Chevalier de l’Ordre des Arts et des Lettres) από τη Γαλλική Δημοκρατία το 2016, σε αναγνώριση της προσφοράς του στην τέχνη του θεάτρου και στη σύσφιξη των πολιτιστικών δεσμών Ελλάδας και Γαλλίας, τιμήθηκε για τη συνολική του προσφορά από τον Δήμο Αθηναίων, τον Δήμο Χαλανδρίου, την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και το Φεστιβάλ Θεάτρου των Συρακουσών στη Σικελία.
Πίστευε πως "για να κάνεις καλά θέατρο, πρέπει να συναντηθείς με την πρώτη ύλη της ζωής, τη λάσπη". Και πράγματι, με αυτή τη λάσπη – του καθημερινού, του υπαρξιακού, του συλλογικού – έχτισε σκηνές που γέννησαν σκέψη, αλήθεια και αυτογνωσία. Θέατρο που ήταν πράξη συνύπαρξης και συνεχούς επανεκκίνησης, όπως έλεγε ο ίδιος: "Πρέπει να ξαναμπουσουλήσεις για να υπάρξεις στην καινούργια σου αναμέτρηση με το φάντασμα της σκηνής".
Με τον θάνατό του, η ελληνική σκηνή αποχαιρετά έναν σπάνιο στοχαστή και ποιητή της τέχνης. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου συνομιλούσε με τα φαντάσματα της ανθρώπινης ύπαρξης, με θάρρος και χιούμορ. Και αυτό θα μείνει. Χαιρόμαστε που τον γνωρίσαμε, που τον είδαμε να παίζει και να σκηνοθετεί, που μας κάλεσε σε αυτό το μεγάλο παιχνίδι του θεάτρου. Τον θυμόμαστε με βαθύ σεβασμό και ευγνωμοσύνη.