
Το "Ημερολόγιο ενός τρελού" του Νικολάι Γκόγκολ, το συγκλονιστικό πρωτοπρόσωπο αφήγημα του σπουδαίου Ρώσου λογοτέχνη, παρουσιάζεται για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων (από 16/5), σε μια εντελώς νέα θεατρική προσέγγιση στη σκηνή του Θεάτρου Οδού Κυκλάδων "Λευτέρης Βογιατζής". Γιώργος Δάμπασης, Νέστωρ Κοψιδάς και Λίλλυ Μελεμέ πρωταγωνιστούν στην παράσταση που υπογράφει ο καταξιωμένος σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, σε μετάφραση και διασκευή της σταθερής συνεργάτιδάς του Έλσας Ανδριανού. Η εξαιρετική συγγραφέας, δραματολόγος, διασκευάστρια και μεταφράστρια δεν προσεγγίζει το "Ημερολόγιο ενός τρελού" του Γκόγκολ ως μουσειακό αντικείμενο αλλά ως ζωντανό υλικό. Ανιχνεύει στην "τρέλα" του ήρωα ένα πέρασμα, μια πράξη εσωτερικής και πολιτικής αντίστασης, σκηνικά μεταφρασμένη σε ποιητική πολλαπλότητα φωνών. Διαβάστε όσα μας είπε.

Πώς προσεγγίσατε τη μετάφραση και τη διασκευή του έργου; Υπήρξαν σημεία στο κείμενο του Γκόγκολ που θεωρήσατε απαραίτητο να προσαρμόσετε στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα;
Όσον αφορά στη μετάφραση, χρησιμοποίησα ως βάση τη γαλλική μετάφραση του Louis Viardot. Θεώρησα πλεονέκτημα ότι, αφ’ ενός έχει γίνει μόλις μια δεκαετία μετά τη συγγραφή του έργου και συνεπώς "διαβάζει” με ευχέρεια συμφραζόμενα της εποχής που υπονοούνται στο κείμενο του Γκόγκολ και, αφ’ ετέρου, ότι αν και ο ίδιος ο μεταφραστής, σημαντικός λόγιος και θεατράνθρωπος της εποχής, δεν μιλούσε Ρώσικα, δούλεψε σε συνεργασία με τον Τουργκένιεφ, ο οποίος υπήρξε η γέφυρα προς το πρωτότυπο -καθόλου αμελητέος διαμεσολαβητής νομίζω. Περαιτέρω, όπως πάντα όταν δουλεύουμε με τον Στάθη (Λιβαθινό) σε ρώσικο έργο, είχα τη δυνατότητα πλήρους αποσαφήνισης των όποιων αμφιλεγόμενων σημείων από το πρωτότυπο. Η μετάφραση -και δη η μετάφραση για το θέατρο- γίνεται πάντοτε, τουλάχιστον όπως το αντιμετωπίζω εγώ, σε γλώσσα σύγχρονη μεν, όχι επί τούτου επικαιρική δε. Η σύγχρονη πραγματικότητα είναι η συνθήκη στην οποία υπάρχουμε -ούτως ή άλλως δεν μπορούμε να ξεφύγουμε απ’ αυτήν- οπότε, κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει λόγος να γινόμαστε περιγραφικοί ως προς το πόσο σύγχρονοι είμαστε. Έχω την αίσθηση πως έτσι τα κείμενα καθίστανται αφελέστερα και οι θεματικές συνδέσεις αποδυναμώνονται στην αγωνία να υποδείξουμε στον θεατή τρέχουσες αναλογίες τις οποίες θα κάνει ούτως ή άλλως -ή και όχι. Εννοείται, ότι μεγάλη σημασία στις γλωσσικές επιλογές έχει η προφορικότητα και η δυνάμει δραστικότητα του κειμένου, δεδομένου ότι δουλεύω πάντα για τη σκηνική πράξη. Όσον αφορά στη διασκευή, πέρα από το γεγονός ότι δουλεύτηκε στην πρόβα με τον Στάθη και τους ηθοποιούς σε μια παραλληλία διασκευής και δραματουργικής ανάλυσης, υπάρχουν σημεία που η γλώσσα αλλάζει ύφος εσκεμμένα από τον κύριο καμβά της. Παίζουμε σε μια ευρεία υφολογική γκάμα -από τη μίμηση της φτηνής ποίησης που συναντάς στα στιχάκια ημερολογίου έως τον οραματικό τόνο των αγιολογικών κειμένων τα οποία έχουν ούτως ή άλλως επηρεάσει τη νεοελληνική ποίηση- με στόχο μια πρόσφορη για την παράσταση σκηνική γλώσσα και όχι την συνέπεια που θα απαιτούσε μια έκδοση του έργου.
Η δραματουργική σας προσέγγιση έδωσε έμφαση σε κάποιο συγκεκριμένο σύμβολο ή μοτίβο του έργου που θέλατε να αναδείξετε ιδιαίτερα;
Όταν δουλεύουμε με τον Στάθη, τα θέματα αναδεικνύονται σταδιακά μέσα από τον διάλογο στην πρόβα. Εννοείται, βεβαίως, πως υπάρχουν στοιχεία που προσωπικά με συγκινούν ιδιαίτερα και θα τα επεσήμαινα ξεχωριστά. Εν προκειμένω, το μοτίβο του "εξόριστου” ανθρώπου που φτάνει στην υπέρβαση μόνο και μόνο για να αποκτήσει εκ νέου πρόσωπο κατακτώντας παντί τρόπω την ανθρώπινη υπόσταση που του στερούν, νομίζω πως αποτελεί τον κεντρικό άξονα αυτού που φτιάχνουμε, τόσο με την υπαρξιακή, όσο και με την πολιτική σημασία του. Κατά τη γνώμη μου δε, αυτά τα δύο, η υπαρξιακή αναζήτηση και η πολιτική χειρονομία σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ, συνδέονται. Παράλληλα -και σε διάλογο με αυτό- νομίζω πως ανοίγονται συνεχώς με έξυπνο τρόπο ερωτηματικά για τη σημασία και τα όρια της λεγόμενης "κανονικότητας”. Το θεωρώ ενδιαφέρουσα διάσταση σε μια εποχή ισοπέδωσης.

Η τρέλα στο έργο του Γκόγκολ είναι συχνά μια μορφή αντίστασης ή διαφυγής από την κοινωνική πίεση. Πώς ερμηνεύεται αυτή η”τρέλα” στη δική σας διασκευή;
Ναι, ό,τι αποκαλούμε "τρέλα” στον Γκόγκολ -και όχι μόνο- είναι όντως μορφή αντίστασης. Συγχρόνως είναι ένα Πάσχα, πέρασμα. Νομίζω πως πολύ σωστά επισημάνατε τόσο τη λύτρωση, όσο και την κατάρρευση, μόνο που προσωπικά δεν θα τα διαχώριζα απαραιτήτως. Αν δεν καταρρεύσει ένα προηγούμενο σύστημα, αποκλείεται να "λυτρωθούμε” -ή να ελπίσουμε έστω- σ’ ένα επόμενο. Αυτό νομίζω ότι ισχύει σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Οπότε, ο "τρελός” μας διαλύεται, επανασυντίθεται και θριαμβεύει αντανακλώντας μιαν εποχή -τη δική μας- που όλα μοιάζουν υπό κατάρρευση, αλλά σίγουρα κάπου υπάρχει ένα προσδοκώμενο φως, ανεξαρτήτως αν τώρα το βλέπουμε μέσα από το σκότος. Ο Ποπρίτσιν στην ανάγνωσή μας, περνά μιαν οδυνηρή περιπέτεια, εκβάλλεται από την κοινωνία των κανονικών, ξαναζεί την ιστορία του, γίνεται αντικείμενο και, εντέλει, καθίσταται ποιητικό, άρα και πολιτικό, υποκείμενο.
Το "Ημερολόγιο ενός τρελού” είναι κατά βάση ένα εσωτερικό αφήγημα, σχεδόν μονολογικό. Πώς δουλέψατε τη ροή του κειμένου με τρεις ηθοποιούς επί σκηνής;
Είχαμε εξ αρχής τη διάθεση να ξεφύγουμε από το προφανές: τη μονολογικότητα ως περιγραφή της μοναχικής ύπαρξης. Ναι, το κείμενο του Γκόγκολ είναι σε πρώτο πρόσωπο, εντούτοις σφύζει από εσωτερική ζωή προσώπων με τα οποία ο ήρωας συναντιέται, συγκρούεται, συνδέεται, ενώ συγχρόνως ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος εάν όντως υπήρξαν ή αν είναι κατασκευές του μυαλού του. Χωρίς να διαταραχθεί η κυριαρχία της μονολογικότητας, βρήκαμε ενδιαφέρουσες όψεις στο βλέμμα του άλλου που είναι και δεν είναι παρών, οδηγεί ή παραπλανά, βοηθά ή παγιδεύει το πάσχον πρόσωπο. Σίγουρα, πάντως, το παρατηρεί και με το βλέμμα του το επηρεάζει, τουλάχιστον στο βαθμό που επιδρούν οι παρατηρητές στο γνωστό παράδειγμα του Αϊνστάιν με το τρένο. Οι συμπαίκτες του κεντρικού προσώπου επηρεάζουν την ίδια του την υπόσταση, αν και με μη συμβατικό θεατρικά τρόπο. Συγχρόνως αποτελούν διαμεσολαβητές του βλέμματος του θεατή πολλαπλασιάζοντας τα κάτοπτρα και εμπλουτίζοντας την "κάθετη” ανάγνωση.

Με ποιον τρόπο ελπίζετε να συνομιλήσει αυτή η παράσταση με το σημερινό κοινό;
Προσωπικά, πιστεύω πως ποτέ δεν υπάρχει ένα μόνο κοινό, με τον γενικευτικό τρόπο που όλοι μας συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε τον όρο. Έτσι, πάντοτε ελπίζω πως κάποιοι θεατές θα κινητοποιηθούν ψυχονοητικά με τρόπο που δεν έχουμε καν σκεφτεί όσοι συντελούμε στη δημιουργία μιας παράστασης. Πέρα απ’ αυτό όμως, εφ’ όσον με ρωτάτε, προφανώς δυσκολεύομαι να μην προβάλω το δικό μου βλέμμα στην ανάγνωση. Νομίζω πως ζούμε σε εποχή απόλυτης σιωπής μέσα σε μια τεράστια φασαρία. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η αντίφαση σχεδόν δεν μας επιτρέπει να υπερασπιστούμε έναν εαυτό συμβατό -ή έστω συνομιλούντα- με τους άλλους, ούτε και να ονειρευτούμε έναν κόσμο που πραγματικά θα μας περιλαμβάνει -εμάς μαζί με άλλους, όχι την πλαστή ή την δέουσα εικόνα μας. Δεδομένου πως ο Ποπρίτσιν βγαίνει σχεδόν από τον εαυτό του για να επανεφεύρει έναν άλλον, ανεκτό από τον ίδιον πρωτίστως, έστω και συγκρουόμενος με κάθε έννοια "κανονικότητας”, ευελπιστώ πως θα έχει να πει κάτι σε κάποιους θεατές. Λίγο – πολύ όλοι είμαστε κλεισμένοι στη δική μας ατομικότητα και, ενώ ασφυκτιούμε, τρομάζουμε στη σκέψη μιας ηρωικής -έστω και απέλπιδος- εξόδου. Ο "τρελός”, ο σαλός, ο αποδιοπομπαίος τράγος, πληρώνει το κόστος να είναι ένα μηδενικό και, εντέλει, τολμά να γίνει συγχρόνως ποιητής μα και ποίημα. Μήπως αυτό δεν είναι το θέατρο τελικά; Ένα εργαστήρι που καμιά φορά μας επιτρέπει "άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά”.
Δείτε όλες τις παραστάσεις στον οδηγό θεάτρου του "α".
Περισσότερες πληροφορίες
Το ημερολόγιο ενός τρελού
Το συγκλονιστικό πρωτοπρόσωπο έργο του σπουδαίου Ρώσου λογοτέχνη παρουσιάζεται σε μια έξω από τα αναμενόμενα θεατρική προσέγγιση με τρία πρόσωπα. Ένας μικρός άνθρωπος, απ' αυτούς που όλοι προσπερνούν σχεδόν χωρίς να τους παρατηρούν, ο φτωχός ασήμαντος υπαλληλάκος Αξέντι Ιβάνοβιτς Ποπρίτσιν, δέχεται την κοινωνική πίεση, την αίσθηση ότι είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης, το βάρος της αποτυχίας που τον καθιστά μονίμως αόρατο. Στην προσπάθειά του να αναπληρώσει το κοινωνικό και υπαρξιακό κενό, ο Ποπρίτσιν θα κοιτάξει πολύ ψηλά. Με οδηγούς του –παρατηρητές, βοηθούς, κάποτε και αντιμάχους– δύο πρόσωπα που τον συνοδεύουν ως διαμεσολαβητές της περιπέτειάς του με τον κόσμο των «κανονικών». Η «ανύψωση» του Ποπρίτσιν τον οδηγεί από μια εφιαλτική και καταπιεστική καθημερινότητα σε μια λυτρωτική ζωτική διέξοδο και, τελικά, σε μια νέα πραγματικότητα η οποία, για άλλους, ονομάζεται τρέλα.