
Τέσσερις εξαιρετικοί ηθοποιοί – η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, η Στέλλα Βογιατζάκη, η Κατερίνα Νταλιάνη και ο Γιάννης Παπαδόπουλος – ερμηνεύουν τους ρόλους στο έργο "Το Τέρας" της Ηρώς Μπέζου, η οποία υπογράφει και τη σκηνοθεσία. Η δημιουργός μάς προσκαλεί σε μια τρυφερά ανατρεπτική εξομολόγηση. Μιλώντας για το προσωπικό και το φαντασιακό, για την τέχνη που γεννιέται μέσα από βαθιές εσωτερικές διεργασίες, και για τη σκηνική μαγεία που φέρνει το όνειρο στο φως, το "Τέρας" ξεδιπλώνεται όπως η ίδια η ψυχή του: με θάρρος, ευαισθησία και ανεπιτήδευτη ποίηση. Από τις υπόγειες μεταμορφώσεις του εσωτερικού κόσμου έως την έντονη σωματικότητα της σκηνής, το έργο εξελίσσεται σε έναν ανοιχτό διάλογο με το κοινό.
Τι ήταν αυτό που σε ενέπνευσε να γράψεις "Το τέρας"; Υπήρχε κάποια συγκεκριμένη αφορμή ή εικόνα που σε κινητοποίησε;
Η αφορμή ήταν μια έντονη προσωπική μετάβαση που βίωσα πριν δύο χρόνια και κλόνισε τον τρόπο που αντιλαμβανόμουν ως τότε τον κόσμο και τον εαυτό μου.
Αν "Το τέρας" σου μιλούσε, τι πιστεύεις πως θα σου έλεγε;
Τέλεια ερώτηση! Κάποιο ανέκδοτο φαντάζομαι, και ελπίζω.
Η ηρωίδα στο "Τέρας" προκαλεί την καταστροφή μιας ολόκληρης πόλη είναι μια ιστορία αποκλειστικά προσωπική ή τη βλέπεις και ως σχόλιο πάνω σε κοινωνικά ή οικολογικά φαινόμενα;
Σίγουρα δεν υπάρχει πρόθεση ενός κοινωνικού σχολίου. Αλλά η αλήθεια είναι ότι η βία του ανθρώπου απέναντι στην φύση είναι προέκταση της βίας που ασκεί απέναντι στην ίδια την δική του φύση. Η άρνηση και καταπίεση- έως και καταστροφή- της φυσικής ανεμπόδιστης έκφρασης και ελευθερίας, ειδικά στις θηλυκές υπάρξεις, αλλά και σε όλους τους ανθρώπους, από πολύ νεαρή ηλικία είναι εξίσου ακατανόητη με την φθορά ενός φυσικού τοπίου, την μόλυνση του νερού που μας προσφέρει την επιβίωση και των δέντρων που μας δίνουν το οξυγόνο. Δεν πρόκειται μόνο για επιπολαιότητα στο όνομα του χρήματος, είναι κάτι βαθύτερο. Είναι ο ασυνείδητος τρόμος απέναντι στην ζωή, στην αληθινή ζωή, όταν ξεδιπλώνεται σε όλο της το μεγαλείο, σε όλη της την ομορφιά και την δύναμη και μας πανικοβάλλει.

Αναφέρεις ότι η ιστορία είναι πιο πραγματική από μια ρεαλιστική απεικόνιση. Τι ρόλο παίζει το όνειρο και το παραμύθι στην τέχνη για σένα;
Το να αφηγηθεί κανείς με ρεαλιστικό τρόπο ένα γεγονός πιστεύω ότι είναι ο δυσκολότερος δρόμος για να μεταδοθεί το τι πραγματικά συνέβη. Εγώ όταν βίωνα τα γεγονότα που με ώθησαν να δημιουργήσω το κείμενο, κυριολεκτικά αισθανόμουν "να ανοίγει το κεφάλι μου”. Πώς λοιπόν να μην αφηγηθώ αυτήν την εικόνα; Αντ΄αυτού να περιγράψω απλώς τι ειπώθηκε; Να μιλήσω για περιστατικά; Η τέχνη μάς δίνει την σπουδαία ευκαιρία να κολυμπήσουμε μέσα στα παραμύθια. Τα όνειρά μας μάς κρατούν μονίμως ανοιχτή την πόρτα στον κόσμο του υποσυνειδήτου που είναι γεμάτος χρώματα και εικόνες δικές μας, αληθινές. Θεωρώ τρομερή γενναιοδωρία να φιλοξενήσεις κάποιον στα όνειρά σου. Νιώθω ευγνωμοσύνη απέναντι σε καλλιτέχνες και συγγραφείς που μου επέτρεψαν να έχω πρόσβαση στα όνειρά τους μέσα απ΄το έργο τους και- χωρίς ούτε κατά διάνοια φυσικά να συγκρίνομαι με δημιουργούς όπως η Ρεμέδιος Βάρο, η Λεονόρα Κάρριγκτον, η Ντοροτέα Τάννινγκ, η Φραντσέσκα Γούντμαν- νιώθω ότι η επαφή μαζί τους με έκανε πιο πλούσιο άνθρωπο και θέλω να ελπίζω πιο ανοιχτή καλλιτεχνικά. Επίσης ο σουρεαλισμός έχει βαθύ χιούμορ.
Πώς είναι η εμπειρία της σκηνοθεσίας για ένα δικό σου κείμενο; Νιώθεις πιο ελεύθερη ή υπάρχει μεγαλύτερο βάρος;
Δεν έχω μέτρο σύγκρισης γιατί δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να καταπιαστώ με το έργο ενός άλλου, παρά μόνο ως ηθοποιός φυσικά. Είμαι βέβαιη πάντως ότι δεν θα είχα ούτε τον ενθουσιασμό ούτε την αυτοπεποίθηση που έχω τώρα, τώρα λογοδοτώ μόνο στον εαυτό μου. Και στους συνεργάτες μου βέβαια, που ενίοτε αντιλαμβάνονται το έργο καλύτερα από μένα.

Πόσο εύκολα ή δύσκολα αφήνεις χώρο στους συνεργάτες σου να φέρουν κάτι δικό τους πάνω στην παράσταση;
Μην έχοντας μεγάλη εμπειρία στον ρόλο της σκηνοθέτριας, μπορώ να μιλήσω μόνο για την συγκεκριμένη παράσταση και εν μέρει την προηγούμενη. Οι συντελεστές (σκηνογράφος, φωτίστρια, μουσικός), είχαν σαφώς τεράστια ελευθερία και μέσα από πολλές συζητήσεις και δοκιμές οδηγηθήκαμε στις τελικές επιλογές που ομολογώ μ΄έχουν ενθουσιάσει. Η δουλειά με τους ηθοποιούς είναι διαφορετική, με την έννοια ότι υπάρχει χώρος αλλά όχι αυτοσχεδιασμός. Δεν θεώρησα χρήσιμο να πετάξω το μπαλάκι, να προταθούν ιδέες ως προς την δραματουργία, μέσω αυτοσχεδιασμών κλπ γιατί η αλήθεια είναι ότι και ως ηθοποιός δεν συμπαθώ αυτόν τον τρόπο δουλειάς. Όμως το πώς μεταφέρει στην σκηνή η καθεμία και ο καθένας τον ρόλο του έχει να κάνει με το δικό του σώμα και την δική του ψυχή. Και αν κάτι κλωτσούσε επίμονα στους ηθοποιούς, αν, παρόλη την προσπάθεια, δεν το αφομοίωναν, σήμαινε ότι είναι λάθος απ’ την κατασκευή του. Και προφανώς το άλλαζα, ακόμη και κειμενικά. Δεν είναι δυνατόν ένας ηθοποιός που έχει συντονιστεί με την ουσία, με την πρόθεση του έργου και την λειτουργία της πρόβας, να έχει λανθασμένο ένστικτο. Από ένα σημείο και μετά ξέρει εξίσου καλά με τον δημιουργό κι έτσι γίνεται κι εκείνος δημιουργός. Πλέον "το τέρας” είναι δικό τους όσο είναι και δικό μου. Με βοήθησαν πάρα πολύ.
Πώς επέλεξες τους συγκεκριμένους ηθοποιούς για το "Τέρας"; Τι σε συνδέει μαζί τους καλλιτεχνικά ή και προσωπικά;
Ο Γιάννης είναι ο καλύτερός μου φίλος και έχουμε συνεργαστεί πολλές φορές, ήταν δεδομένο για μένα ότι, αν ήθελε, θα συμμετείχε γιατί πέρα από καταπληκτικός ηθοποιός είναι και ένας άνθρωπος με τον οποίον συννενοούμαι βαθειά. Παρ’ όλ’ αυτά η πρώτη με την οποία μίλησα ήταν η Δήμητρα γιατί, εάν δεν συμφωνούσε να είναι, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να προχωρήσω. Την πρώτη φορά που ολοκλήρωσα μια εκδοχή του κειμένου, ενστικτωδώς μου είχε έρθει στο μυαλό η εικόνα της. Την Στέλλα την γνωρίζω χρόνια, δεν έχουμε ποτέ συνυπάρξει σε δουλειά αλλά φυσικά την εκτιμώ πολύ και την Κατερίνα την είδα σε μια παράσταση και έπαθα πλάκα. Με τα κορίτσια επομένως, πήραμε όλες το ρίσκο του να συνεργαστούμε χωρίς να έχει δοκιμαστεί η επικοινωνία μας. Βέβαια ρίσκο έχουν και οι δοκιμασμένες σχέσεις και ενίοτε μεγαλύτερο. Είναι και οι τέσσερις φανταστικοί και απίστευτα δοτικοί, δεν είναι υπερβολή να πω πως μ’ έχουν κάνει ευτυχισμένη.

Ο συνθέτης Γιώργος Σταυρίδης είναι και επί σκηνής; Πώς ενσωματώνεται η μουσική στη δράση και τι ρόλο παίζει στη συνολική ατμόσφαιρα της παράστασης;
Ο Γιώργος Σταυρίδης είναι ο μουσικός επί σκηνής αλλά η σύνθεση είναι του Φάνη Ζαχόπουλου. Οι δυο τους βέβαια είναι συνεργάτες, επομένως και ο Γιώργος λειτουργεί δημιουργικά μέσα στην διαδικασία. Δεδομένου ότι το κείμενο έχει μια μουσικότητα, αλλά και λόγω της θεματικής του, το ηχητικό περιβάλλον είναι κομβικό, όπως και η απουσία του. Η λογική της μουσικής στην παράσταση έχει κάτι χειροποίητο, είτε πρόκειται για προηχογραφημένα στοιχεία, είτε για εκείνα που φέρνουν τον ήχο ζωντανά. Δεν θέλω να πω περισσότερα!
Ποια είναι η σχέση σου με τον ρεαλισμό στη συγγραφή; Θεωρείς τον σουρεαλισμό ή το φανταστικό πιο "ειλικρινή";
Όπως απάντησα και πιο πάνω, ναι. Θαυμάζω τον ρεαλισμό, ειδικά στον κινηματογράφο, αλλά διανύω μια περίοδο, και ως αναγνώστρια, και μέσα απ’ την ιδιότητα της δημιουργού -που τολμάω να διεκδικήσω τώρα- όπου έχω τρομερή ανάγκη την επαφή με ό,τι δεν εγκλωβίζεται στην κυριολεξία. Όταν διάβασα "Το ακουστικό κέρας” της Λεονόρα Κάρρινγκτον, πήρα περίπου δέκα χρόνια ζωής. Σαν να ήμουν πεινασμένη για αυτόν τον τρόπο έκφρασης και αυτήν την θεματολογία. Παρ’ ολ’ αυτά δεν "τοποθετούμαι”. Δεν ξέρω καν αν θα ξαναγράψω, δεν είμαι επαγγελματίας, όχι ακόμη τουλάχιστον. Εάν εμφανιστεί πάλι στη ζωή μου αυτή η επιθυμία, τότε θα ακολουθήσω όποιον δρόμο κάνει τα χέρια μου να κινούνται πιο αβίαστα πάνω στο χαρτί. Βασικά στο πληκτρολόγιο.
Μεγάλωσες σε ένα καλλιτεχνικό σπίτι. Πώς επηρεάζει αυτό την πορεία και τη ματιά σου στο θέατρο;
Σαφώς με μάγεψε η τέχνη από πολύ μικρή ηλικία. Είχα την ευκαιρία να απομυθοποιώ το θέατρο, βλέποντας μέσα απ΄την κλειδαρότρυπα του παρασκηνίου κι αυτό με γοήτευε ακόμη περισσότερο. Φυσικά εκπλήξεις πάντα υπάρχουν, αν δεν εκτεθείς η ίδια δεν αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει "παίζω”.

Τι σε φοβίζει περισσότερο: να φανεί κάτι "τέλειο" ή κάτι "αληθινό";
Αν καταλαβαίνω καλά την ερώτηση, εννοείτε αν θα θυσίαζα την αρτιότητα προκειμένου να είναι κάτι αληθινό; Φυσικά έχω ανάγκη να είμαι αληθινή, και ο φόβος είναι μεγάλος, αλλά η ανάγκη μεγαλύτερη. Σκηνοθετικά και συγγραφικά μιλώντας, δεν επιδιώκω την τελειότητα, δεν ξέρω αν μπορώ κιόλας να την επιτύχω, δεν είμαι δεξιοτέχνης σε κανένα απ’ τα δύο αντικείμενα.
Σε απασχολούν θέματα όπως η κλιματική κρίση, η συλλογική ευθύνη, η βία απέναντι στη φύση; Αν ναι, βρίσκουν τρόπο να εισχωρήσουν στο έργο σου;
Με απασχολούν, όπως και κάθε άνθρωπο που έχει επαφή με την πραγματικότητα. Δεν θέλω όμως να μιλήσω άμεσα και με ξεκάθαρο τρόπο για τους προβληματισμούς μου, τοποθετούμενη μέσα από ένα κείμενο. Προφανώς, σέβομαι απόλυτα όσους το κάνουν, αλλά αυτή η στάση προϋποθέτει μια βεβαιότητα- η βία απέναντι στην φύση είναι κάτι κακό, η κλιματική αλλαγή είναι κάτι τρομακτικό, αυτό είναι γεγονός και είμαστε βέβαιοι γι΄αυτό. Δεν έχω την ανάγκη να μιλήσω για κάτι που όλοι ξέρουμε μόνο και μόνο για να το υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας. Υποθέτω ότι αυτοί οι προβληματισμοί και οι αγωνίες εισχωρούν, θέλοντας και μη, εμμέσως. Από την πίσω πόρτα.
Περισσότερες πληροφορίες
Το τέρας
Μια νέα γυναίκα, κυριευμένη από μια ανεξέλεγκτη δύναμη που την αλλοιώνει εσωτερικά και εξωτερικά, εξοντώνει σταδιακά την πόλη όπου μεγάλωσε και τα αγαπημένα της πρόσωπα, σε μια ονειρική «τρομακτική» ιστορία για την μεταμόρφωση και την ελευθερία.