
Ερεθιστικά προς αναζήτηση μπορούν να παραμείνουν έργα που ανήκουν στη σφαίρα του κλασικού. Μας το αποκαλύπτει ο σκηνοθέτης Κοραής Δαμάτης κάνοντας τη δική του ανάγνωση στους ιψενικούς "Βρικόλακες” με την Ασπασία Κράλλη σ’ ένα σπουδαίο ρόλο, αυτόν της κυρίας Άλβινγκ, μιας γυναίκας που έμεινε πιστή στο γάμο της κι έζησε δίπλα σ’ έναν άντρα που δεν αγαπούσε ούτε εκτιμούσε, αλλά παρέμεινε δίπλα του φοβούμενη τα σχόλια του κόσμου. Υπέμεινε καρτερικά απιστίες, εξευτελισμούς και ταπεινώσεις. Στερήθηκε ακόμα και το ίδιο της το παιδί της, που το έστειλε μακριά, πιστεύοντας ότι έτσι το προστατεύει από τις συνέπειες ενός άρρωστου γάμου. Και τώρα που ο άντρας της πια έχει πεθάνει και το παιδί της έχει επιστρέψει, πιστεύει πως έφτασε η ώρα να ζήσει ελεύθερη, σύμφωνα με τα δικά της θέλω και τις δικές της επιθυμίες. Πόσο εύκολο όμως είναι αυτό; Μήπως οι επιλογές μας μας καθορίζουν για πάντα;
Η Έλεν Άλβινγκ, η οποία διατηρεί μια σχεδόν οιδιπόδεια σχέση με το γιο της, τον Όσβαλντ, συντρίβεται από τον πουριτανισμό της και καταδικάζει τόσο τον εαυτό της όσο και το γιο της σε μια ζωή καταπιεστική και, τελικά, ολέθρια. Ο Μιχάλης Καλαμπόκης επωμίζεται τον απαιτητικό ρόλο του Όσβαλντ. Τρεις ικανότατοι ηθοποιοί συμπληρώνουν τη διανομή: Φίλιππος Σοφιανός (Πάστορας Μάντερς), Ερατώ Πίσση (Ρεγγίνα), Νίκος Παντελίδης (Ένγκστραντ).
Ο Χένρικ ΄Ιψεν έφερε στο προσκήνιο την καθημερινή ζωή και τις αμαρτίες της και συγκεκριμένα στους "Βρικόλακες” σκιαγράφησε με θαυμάσιο τρόπο τα φαντάσματα του καθήκοντος, του χρέους και των πρέπει, που προκύπτουν είτε από θρησκευτικές ενοχές είτε από κοινωνικές φοβίες, και στοιχειώνουν κάθε σχέση της ζωής μας. Το έργο που γράφτηκε το 1881, πιθανολογείται ότι ο ΄Ιψεν το έγραψε εξ αιτίας του νόθου παιδιού του, που είχε αποκτήσει μόλις σε ηλικία 18 χρόνων με μία υπηρέτρια και που είχε αναγνωρίσει χωρίς όμως ποτέ να το συναντήσει.

"Πρωτοπόρο για την εποχή του, αλλά και για σήμερα, μιάς και η βασική πλατφόρμα που κινούνται, σκέφτονται και πράττουν οι πέντε ήρωές του, μιλά για τον μέγα αγώνα του ατόμου να κρατήσει ακέραια την ατομική του συνείδηση απέναντι στην πίεση που του εξασκούν οι ανόητες κοινωνικές συμβάσεις, τα πατριαρχικά "πρέπει" και οι δογματικές θρησκοληψίες. Τα συνεχή διλήμματα, με κορυφαίο δίλημμα την ευθανασία που πρέπει να αποφασίσει η κυρία Άλβινγκ για τον αγιάτρευτο γιό της, ο κοινωνικός αρνητικός κομφορμισμός που οδηγεί σταδιακά στην απρόσωπη υπάκουη μάζα, η, σχεδόν, δολοφονική εμμονή της προτεσταντικής πίστης στις "παλαιές, σωστές αντιλήψεις", που παρεμπιπτόντως, σημάδεψαν και συνεχίζουν να καθοδηγούν την πολιτιστική ταυτότητα στις άνω χώρες της Ευρώπης, καθιστούν το έργο απόλυτα σύγχρονο” επισημαίνει ο Κοραής Δαμάτης. "Στόχος, όραμα και επιθυμία να καταδείξει η παράσταση τα προαναφερθέντα και περισσότερο να επισημάνει και να τονίσει τις αντιφατικές συμπεριφορές των ανθρώπων όποιας εποχής, την αποπνικτική ηθικολογία που αποπροσανατολίζει, το ακανθώδες ζήτημα της ευθανασίας, την έλλειψη δυναμικών αποφάσεων τη στιγμή που χρειάζεται… να καταδείξει και να σχολιάσει αυτήν την συνεχή φασιστική επιβολή του σκοταδιού και των κρυφών συνεννοήσεων, που εντέλει μας στερούν το Φως της κατανόησης, της συγχώρεσης και της ευτυχίας”.
Ασφαλώς, η σκηνοθεσία του Κοραή Δάματη και οι ερμηνείες των ηθοποιών Ασπασίας Κράλλη και Φίλιππου Σοφιανού είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την παράσταση του έργου "Βρικόλακες". Αυτοί οι έμπεροι καλλιτέχνες φέρνουν τη δική τους ιδιαίτερη ματιά, σε αυτό το θεατρικό έργο, ενισχύοντας έτσι τη σημασία του και την επίδρασή του στο κοινό. Δεν έχουμε παρά να αναμένουμε την πρεμιέρα της παράστασης, στις 2 Μαϊου στο Ελέρ. Η μετάφραση είναι του Ερρίκου Μπελιέ, τα σκηνικά - κοστούμια της Άννας Μαχαιριανάκη, η μουσική της Δήμητρας Γαλάνη και ο σχεδιασμός φωτισμών της Άννας Σμπώκου. Βοηθός σκηνοθέτη η Άννα Χριστοφόρου.
Περισσότερες πληροφορίες
Βρικόλακες
Ένα από τα κορυφαία έργα του Νορβηγού δραματουργού που τάραξε τα νερά και απαγορεύτηκε στην εποχή του, πραγματεύεται τον αγώνα του ατόμου να κρατήσει ακέραια την ατομική του συνείδηση απέναντι στην πίεση που του ασκούν οι κοινωνικές συμβάσεις, τα πατριαρχικά «πρέπει» και οι δογματικές θρησκοληψίες. Με φόντο μια πόλη της Νορβηγίας στα τέλη του 19ου αιώνα, η κυρία Άλβινγκ υποδέχεται τον γιό της Όσβαλντ -λείπει χρόνια από την πατρική εστία, λόγω σπουδών και καριέρας- και που επιστρέφει για τα εγκαίνια του ιδρύματος που χτίστηκε εις μνήμην του πατέρα του, λοχαγού Άλβινγκ. Ο οικογενειακός φίλος, εμπνευστής και διαχειριστής του ιδρύματος, Πάστορας Μάντερς, έχει έρθει να τακτοποιήσει οικονομικές εκκρεμότητες του ιδρύματος, αλλά και να εκφωνήσει λόγο στα αυριανά εγκαίνια, εκθειάζοντας την μεγάλη προσφορά του λοχαγού Άλβινγκ. Η Ρεγγίνα, μόνιμη κάτοικος του σπιτιού και ψυχοκόρη της οικογένειας, νιώθει χαρά με την επιστροφή του Όσβαλντ, φλερτάρει μαζί του, κι ονειρεύεται πως ο νεαρός Άλβινγκ θα είναι η ευκαιρία να ξεφύγει από την μίζερη, κλειστή ζωή της Σκανδιναβίας. Από την άλλη, ο πατέρας της Ρεγγίνας, Ένγκστραντ, ζητά από την κόρη του να τον ακολουθήσει στα καινούργια επαγγελματικά του σχέδια που είναι να φτιάξει ένα, φαινομενικά, αθώο ξενοδοχείο ναυτικών. Ο νεαρός Όσβαλντ, που γύρισε μετά από χρόνια σπίτι του, εγκαταλείποντας την διαφορετική ζωή στο Παρίσι, στην Πόλη του Φωτός, φέρνει μαζί του βαριά μυστικά που θα τους φέρουν όλους αντιμέτωπους με τους δικούς τους δαίμονες.