
Είμαι Αθηναία, γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Χαλάνδρι, έναν τόπο με ιδιαίτερο χαρακτήρα. Οι Χαλανδριώτες – όπως και ο πατέρας μου, από τον οποίο έχω όλα του τα γονίδια – έχουν μια ξεχωριστή σχέση με την περιοχή τους. Θυμάμαι έναν φίλο του πατέρα μου που ο γιος του ήταν στο Παρίσι. Όταν τον ζήτησαν στο τηλέφωνο εκείνος είπε: ‘Είναι εκτός Χαλανδρίου, όχι εκτός Ελλάδος’. Αυτό τα λέει όλα. Για εμάς, το Χαλάνδρι είναι κάτι περισσότερο από μια γειτονιά.
Το ότι θα γίνω χορεύτρια το αποφάσισε ολόκληρο το σύμπαν μου. Ακόμα κι όταν πέρασα στο Μαθηματικό και παράλληλα εδινα για πτυχίο στο πιάνο, ήξερα βαθιά μέσα μου ότι ο δρόμος μου ήταν άλλος και, είπα: "Θα πέσω με τα μούτρα στο μπαλέτο”. Δεν είχα καν χρόνο να σκεφτώ αν θα γίνω χορεύτρια—ήθελα απλώς να είμαι μέσα στη χορευτική διαδικασία, να προχωρήσω, να ζήσω το μπαλέτο. Η εμμονή μου αυτή με οδήγησε στην Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης.Στην ίδια σχολή βρέθηκα τότε με τον Κωνσταντίνο Ρήγο που ήταν ένα έτος πάνω από μένα και με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Εκεί κατάλαβα ότι το μπαλέτο δεν ήταν απλώς ένα πάθος – ήταν ο δρόμος μου.
Με τον Κωνσταντίνο Ρήγο ήμασταν σαν οικογένεια – ζούσαμε σχεδόν μαζί, είτε στην Αθήνα είτε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ένα έτος μεγαλύτερος από εμένα και είχε πει πως θα με πάρει υπό την προστασία του, γιατί κάτι του ενέπνευσα. Την ίδια χρονιά, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου παρουσίασε την πρώτη του "Μήδεια” εκτός καταλήψεων, και τότε με διάλεξε. Εγώ, που ένιωθα σαν μυρμήγκι, βρέθηκα ξαφνικά ανάμεσα σε αυτούς τους δύο. Ο ένας στήριζε τον άλλον. Ήταν η εποχή δύο σημαντικών ομάδων της Ομάδας Εδάφους του Παπαϊωάννου και του Χοροθεάτρου Οκτάνα του Ρήγου. Εγώ και μερικοί ακόμα χορευτές συμμετείχαμε και στα δύο σχήματα. Ωστόσο, από την αρχή εντάχθηκα στην ομάδα του Κωνσταντίνου Ρήγου, το Χοροθέατρο Οκτάνα, όπου παρέμεινα μέχρι το 2005.

Είχα σημαντικούς δασκάλους. Η πρώτη μου δασκάλα ήταν η Έλενα Βακαλοπούλου, μέλος της ομάδας του Γιάννη Μέτση, που αργότερα διατηρούσε σχολή στο Χαλάνδρι. Εκεί πήρα τα πρώτα μου μαθήματα χορού. Σημαντικός καθηγητής μου υπήρξε και ο Δημήτρης Καμινάρης στην Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης, όπου διευθύντρια τότε ήταν η Ντένη Ευθυμίου κ.ά., αλλά ο μεγάλος μου δάσκαλος ήταν ο Γιάννης Μέτσης – μια αδιανόητη μορφή. Η απώλειά του, το 2010, βύθισε τη ζωή μου σε βαθύ πένθος.
Από τον Γιάννη Μέτση έμαθα να γυμνάζομαι μόνη μου. Κάθε μέρα, ο Γιάννης έκανε γυμναστική μόνος του, και αυτή η εικόνα χαράχτηκε στη μνήμη μου. Πηγαίνοντας στη σχολή το πρωί, τον έβλεπα να προπονείται, και αργότερα, από τις 9 μέχρι τις 2, γυμναζόμασταν μαζί. Μου έμαθε να αγαπώ τον εαυτό μου, να βλέπω τα πράγματα με χιούμορ και να μη φοβάμαι τόσο. Δεν απόλαυσα τη σχολή όσο θα ήθελα, γιατί πίεζα τον εαυτό μου υπερβολικά. Ο Μέτσης, όμως, με βοήθησε να το κάνω όλο αυτό λίγο πιο τρυφερό. Νοιαζόταν για μένα με απίστευτη γλυκύτητα.
Στην πορεία μου παρακολούθησα σεμινάρια στο εξωτερικό και είχα την ευκαιρία να να φύγω μόνιμα, αλλά τελικά δεν το ήθελα. Ο Ρήγος ήταν η πίστη μου, ο δικός μου δρόμος. Το Χοροθέατρο Οκτάνα ήταν για μένα οικογένεια. Κάναμε τα πάντα μαζί – από το να δημιουργούμε παραστάσεις μέχρι να φροντίζουμε το χώρο. Ήμασταν μια ομάδα δεμένη, όπου ο καθένας έβαζε ψυχή και σωματική δουλειά για την τέχνη μας.
Τη δεκαετία του 1990 κάτι νέο γεννιόταν στον σύγχρονο χορό. Η Πίνα Μπάους είχε προκαλέσει τεράστιο θόρυβο και η δουλειά της επηρέασε βαθιά πολλούς από εμάς. Όλοι τη λατρέψαμε, όπως και τις πληροφορίες που λαμβάναμε από το εξωτερικό – ήταν μια εποχή συνεχούς αναζήτησης και έμπνευσης. Στη χώρα μας ομάδες όπως η Οκτάνα, η Sinequanon, οι Χορευτές και πολλές άλλες έβαλαν τη σφραγίδα τους. Δίναμε μάχη για να καθιερωθούμε, για να αγαπήσει το κοινό τον σύγχρονο χορό. Ζούσαμε την τέχνη σαν τρελοί, μιλούσαμε ασταμάτητα για αυτήν, δημιουργούσαμε με πάθος. Ήταν ένας διαρκής πυρετός έμπνευσης, κόντρα σε όλα.

Σπουδάζοντας αν έχουμε τη διαύγεια και την ψυχραιμία να αποκωδικοποιήσουμε τις γνώσεις μας και να τις χρησιμοποιήσουμε άμεσα, τότε είμαστε τυχεροί. Εγώ, όμως, δεν είχα αυτή τη διαύγεια στην αρχή. Μόνο αργότερα άρχισα να κατανοώ τη σημασία των όσων είχα διδαχθεί – πώς να τα αξιοποιώ τη στιγμή που τα χρειαζόμουν. Οι πληροφορίες έρχονταν από σπουδαίους δασκάλους, αλλά συναντούσαν αντίσταση μέσα μου. Ο Γιάννης Μέτσης, με την αδιανόητη ευγένειά του, δεν είχε απωθημένα ούτε ήθελε να σε ταλαιπωρήσει. Με βοήθησε να μη φοβάμαι. Κι εγώ φοβόμουν πολύ ότι δεν θα τα καταφέρω. Βέβαια, και ο Κωνσταντίνος Ρήγος ήταν δάσκαλός μου, αλλά και συνεργάτης. Από παντού μαθαίνεις.
Δίδασκα πάντα χορό, αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελα να κάνω αποκλειστικά. Ήξερα από πολύ νωρίς ότι δεν ήθελα ποτέ να γίνω χορογράφος – και πράγματι, δεν έγινα. Πολλές φορές με αναφέρουν ως χορογράφο, αλλά αυτό είναι λάθος. Δεν είμαι ο άνθρωπος που θέλει να δημιουργήσει κάτι από το μηδέν. Εγώ ήθελα να βρω κάτι μέσα στο οποίο θα μπορούσα να ερμηνεύω, να εκφράζομαι. Το σώμα μου, κάποια στιγμή, ένιωθα πως είχε "πεθάνει". Είχα τεράστια ανάγκη να βρω τον λόγο – και τελικά, στον λόγο ακούμπησα βαθιά.
Η υποκριτική μπήκε στη ζωή μου γιατί απλά δεν θα μπορούσε να γίνει τίποτα άλλο. Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι ίσως έπρεπε να ξεκινήσω πρώτα με αυτήν. Όταν αποχώρησα από τον χορό και έφυγα από τη Θεσσαλονίκη, είπα "τέλος ο χορός”. Δεν μου αρκούσε πλέον το κινησιολογικό μου λεξιλόγιο. Ένιωθα ότι αν κάποιος μου έλεγε "κάνε μια κίνηση", αυτή η κίνηση θα μου προκαλούσε αποστροφή. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω. Είχα γίνει ένας μυς χωρίς ανάσα. Ήξερα ότι θα στραφώ στο θέατρο. Είχα ήδη παίξει στο παρελθόν, ακόμα και στη Θεσσαλονίκη, αλλά πλέον ήταν ξεκάθαρο: το θέατρο με γοήτευε βαθιά. Μπήκα μέσα του σαν διψασμένη.

Το θέατρο είναι εντελώς διαφορετικό από τον χορό. Δεν είναι αυτονόητο ότι ένας χορευτής μπορεί να γίνει ηθοποιός. Η χρήση του λόγου για να μεταδώσεις συναισθήματα και πληροφορίες είναι το ακριβώς αντίθετο από το να εκφράζεσαι με το σώμα. Μάλιστα, αν είσαι χορευτής, μπορεί να νιώσεις εγκλωβισμένος όταν πρέπει να μιλήσεις. Πρέπει να παίζεις σαν να μην είσαι χορευτής. Στον χορό, το σώμα πρέπει να εκφράζεται αφηρημένα, ενώ στο θέατρο χρειάζεται να το "εξαϋλώνεις”, να μην το προβάλλεις. Ένας χορευτής μπορεί να αποδειχθεί κακός ηθοποιός, γιατί δεν έχει εκπαιδευτεί να μιλά. Δούλεψα σκληρά. Ήταν απόλυτη ανάγκη να μπω στο θέατρο. Έκανα μαθήματα με Λυδία Κονιόρδου, που με αγάπησε πολύ, μου παρέδιδε δωρεάν μαθήματα.
Η πρώτη μου κινηματογραφική εμπειρία ήταν στην ταινία "Interruption” του Γιώργου Ζώη. Το 2020 πήρα το πρώτο βραβείο γυναικείας ερμηνείας για την μικρού μήκους ταινία "Bella” της Θέλγιας Πετράκη. Το 2022 πήρα το πρώτο βραβείο γυναικείας ερμηνείας στα βραβεία Ίρις της Ακαδημίας Κινηματογράφου για την ταινία "Μαγνητικά πεδία” του Γιώργου Γούση.
Ο πρώτος μου θεατρικός ρόλος ήταν στη Θεσσαλονίκη, εκτός Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Είχα ερμηνεύσει την Οφηλία στον "Άμλετ”, όπου έπαιζε και ο Χρήστος Πασσαλής. Στη συνέχεια, συμμετείχα και σε παράσταση του ΚΘΒΕ, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στο "Δόντι του εγκλήματος" του Σαμ Σέπαρντ, σε σκηνοθεσία Μαριτίνας Πάσαρη, το 2002. Στην Αθήνα, η πρώτη μου εμφάνιση στο θέατρο ήταν στο "Ρομπέρτο Τσούκο” της Έφης Θεοδώρου, στο Εθνικό Θέατρο, με τον Γιάννο Περλέγκα. Τον ρόλο της Κομψής Κυρίας επρόκειτο να τον παίξει η Μαρία Σκούλα, αλλά τελικά δόθηκε σε μένα – μια τολμηρή επιλογή, που όμως με έβαλε δυναμικά στον χώρο. Το 2008 συνεργάστηκα και, με τον Γιάννη Χουβαρδά στο "Μακμπέθ” στο Αμόρε. Έχω συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ, το Φεστιβάλ Αθηνών, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών κ.ά. σε σκηνοθεσίες των Μιχαήλ Μαρμαρινού, Νίκου Καραθάνου, Λευτέρη Βογιατζή, Λυδίας Κονιόρδου, Kostantin Bogomolov, Ακύλλα Καραζήση κ.ά.
Το θέατρο και ο κινηματογράφος είναι δύο εντελώς διαφορετικές τέχνες. Στο θέατρο, πρέπει να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις της φωνής, στο μέγεθος του σώματος ως εκφραστικού οργάνου – κάτι που δεν έχει καμία σχέση με το σινεμά. Στον κινηματογράφο, μπορείς να πας με μια κλειστή, εύθραυστη φωνή, και αυτό να είναι γοητευτικό, να λειτουργεί. Στο θέατρο, όμως, αν η φωνή σου είναι κλειστή, δεν μπορείς να παίξεις. Κάθε μέρα ανησυχώ για το αν θα είμαι καλά, αν το σώμα και η φωνή μου θα ανταποκριθούν στις ανάγκες της σκηνής.

Στο "Χορό του θανάτου” στον Αύγουστο του Στρίντμπεργκ δεν ήξερα εξαρχής τι θα με γοητεύσει, και κάθε μέρα με γοητεύει κάτι διαφορετικό. Στην αρχή, θέλεις να ανταποκριθείς σε ό,τι σου ζητάει ο σκηνοθέτης, οπότε δεν προλαβαίνεις να καταλάβεις τι σε ελκύει πραγματικά. Εγώ, που είμαι εξαιρετικά πειθαρχημένη – κάτι που έχω μάθει από τον χορό – δεν έμαθα να κοιτώ τις προτιμήσεις μου. Στο θέατρο, με γοητεύουν βαθιά τα ξένα λόγια που πρέπει να πω. Μου αρέσει το γεγονός ότι καλούμαι να εκφέρω λόγια που, ως Έλενα, δεν θα έλεγα ποτέ στη ζωή μου. Κάθε κείμενο με ιντριγκάρει, γιατί πρέπει να το φέρω στο σώμα μου και να το βγάλω προς τα έξω. Με συναρπάζει, επίσης, η πρόκληση να μην γνωρίζει ο ρόλος όσα γνωρίζω εγώ. Το ότι εγώ έχω μάθει τα λόγια της Άλις δεν σημαίνει ότι τα ξέρει και η Άλις. Πρέπει να τα πει σαν να τα σκέφτεται εκείνη τη στιγμή, σαν να γεννιούνται ξανά και ξανά. Η πρόκληση είναι τεράστια. Και τελικά, το να ξεχάσεις τα λόγια σου μπορεί να είναι γοητευτικό. Γιατί η πραγματική συγκίνηση πάνω στη σκηνή έρχεται όταν κινδυνεύεις. Όταν δεν νιώθεις ασφαλής. Όταν δεν ξέρεις απολύτως τι θα συμβεί. Αυτό είναι και το πιο ριψοκίνδυνο – αλλά και το πιο αληθινό.
Απολαμβάνω βαθιά τη συνύπαρξή μου στη σκηνή με τον Χάρη Φραγκούλη και τον Σίμο Κακάλα. Με τον Σίμο δεν είχαμε συνεργαστεί ξανά, ενώ με τον Χάρη είχαμε συνυπάρξει στην ‘Οπερέτα” του Νίκου Καραθάνου, αλλά ποτέ στο βαθμό συνεργασίας που έχουμε τώρα. Σε αυτό το έργο, λιώνουμε ο ένας πάνω στον άλλον. Υπάρχει μια συγκινητική χημεία ανάμεσά μας, που κάνει τη σκηνική μας σχέση ζωντανή και απρόβλεπτη. Οι ρόλοι μας έχουν έντονη σωματικότητα, και κάθε παράσταση αποκαλύπτει νέα, απροσδόκητα στοιχεία στη μεταξύ μας δυναμική.
Αυτό που κάνει διαχρονικό το έργο " Ο χορός του θάνατος” είναι ότι οι σχέσεις του Έντγκαρ και της Άλις, που περιγράφει, είναι συμβιβασμένες από πολύ παλιά. Υπήρχε πάντα αυτή η έλλειψη ειλικρίνειας μεταξύ τους, και αντί για πραγματική σύνδεση, υπήρχε ένας κοινός συμβιβασμός ή μια άρνηση να εμβαθύνουν τη σχέση τους. Ωστόσο, αυτό που συμβαίνει με τους δύο χαρακτήρες που υποδύομαι εγώ και ο Σίμος, δεν είναι συμβιβασμός, είναι μια μανία. Κάτι που αναγνωρίζεις ως απόλυτη ανάγκη: ή θα φαγωθούν, ή θα καταβροχθίσουν ο ένας τον άλλον, αλλά δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς ο ένας τον άλλον. Αυτή η διαδικασία τους ενώνει με έναν παράδοξο και ισχυρό τρόπο. Υπάρχει μια μεταφυσική διάσταση, ένα παιχνίδι με τον ίδιο τον θάνατο. Είναι λογικό, γιατί ο έρωτας είναι πιο κοντά στον θάνατο από τον θάνατο. Στον θάνατο φεύγεις, ενώ στον έρωτα μένεις μέσα στον θάνατο. Η γιαγιά μου πάντα μου έλεγε: "Μη φοβάσαι τον θάνατο, γιατί τότε δεν θα είσαι εκεί". Ενώ στον έρωτα, είσαι εκεί και υποφέρεις. Από εκεί και πέρα, το μόνο που μένει είναι το τι θα επιλέξεις να κάνεις και πώς θα το διαχειριστείς.

Υπάρχει ένταση πάνω στη σκηνή. Κάθε μέρα πριν από την παράσταση λέμε "θα ζήσουμε;". Το απολαμβάνουμε πολύ, αλλά υπήρξαν και στιγμές που είπα "είμαι απελπισμένη οργανικά αυτή τη στιγμή". Όταν είσαι νέος θέλεις να κουράζεσαι, να ιδρώνεις, αλλά εγώ δεν θέλω να νιώθω τόσο σωματικό πόνο, και είναι φορές που με απελπίζει το αίσθημα της εξάντλησης. Βέβαια, από την άλλη, και αυτό τελειώνει και λες "πω πω, το έβγαλα". Στην παράσταση παίζω πιάνο και ο Σίμος έχει ένα χορευτικό μοτίβο. Ο ρυθμός είναι έντονος, η ταχύτητα πραγματική. Υπάρχουν βέβαια και ήρεμες στιγμές, αλλά συνολικά νιώθεις πως κάτι τρέχει ασταμάτητα από κάτω. Ο ρυθμός της παράστασης είναι ανελέητος.
Επειδή η παράσταση παίζεται στο Υποσκήνιο της Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής, υπάρχει κάτι κολασμένο, κάτι χθόνιο στην ατμόσφαιρα. Ο χώρος αυτός δεν μοιάζει με θέατρο – είναι σαν να κλείνει μια πόρτα και να βρισκόμαστε όλοι, ηθοποιοί και θεατές, φυλακισμένοι μαζί. Είναι σαν ένα παράξενο φρούριο από το οποίο δεν μπορεί να γλιτώσει κανείς. Τα ατμοσφαιρικά φώτα του Κάρολ Γιάρκ και όλη η σκηνοθετική προσέγγιση δημιουργούν έναν κόσμο υποχθόνιο, μια τελετουργία θανάτου. Ο Γιάννης Χουβαρδάς έχει φανταστεί τους ρόλους που ερμηνεύουμε εγώ και ο Σίμος ως δύο αιώνιους βρικόλακες, που διψούν για τροφή – όχι όμως για φυσικό αίμα, αλλά για πνευματικό. Η γυναίκα έχει ανάγκη από ένα "σεξουαλικό φάγωμα", ενώ ο άντρας από μεταφυσικές σκέψεις. Και οι δύο εκμεταλλεύονται το τρίτο πρόσωπο, τον Κουρτ που ερμηνεύει ο Χάρης Φραγκούλης, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις προσωπικές τους ανάγκες. Γιατί μεταξύ τους, η επιθυμία βρίσκει τοίχο. Μόνο με την αποχώρηση του τρίτου προσώπου μπορούν να ξαναβρούν μια μορφή ικανοποίησης. Θα βρουν, τελικά, τρόπο να επιβιώσουν παίρνοντας ο ένας από τον άλλον.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο χορός του θανάτου
Ο καταξιωμένος σκηνοθέτης μεταμορφώνει το αριστουργηματικό έργο σε μια εκρηκτική μουσικοχορευτική παράσταση, όπου το καλό και το κακό συγκρούονται ασταμάτητα. Οι αιώνια εγκλωβισμένοι στον μακάβριο χορό του θριαμβευτικά αποτυχημένου γάμου τους Έντγκαρ και Αλίς, γιορτάζουν την «αργυρή» τους επέτειο, όταν ξαφνικά εμφανίζεται ένα συγγενικό πρόσωπο.