
Το έργο "Στην κορυφή του κόσμου, εκεί να με πας!" δεν είναι ένα ακόμη γυναικείο έργο. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πρόκειται για το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας η συγγραφή της οποίας ξεκίνησε - δε θυμάμαι καν πότε- με τίτλο "Γυναίκες στην κορυφή του κόσμου". Το πρώτο έργο με τίτλο "Nina/where are you my de@r?" παρουσιάστηκε και παίχτηκε την περασμένη χρονιά από εμένα και πλέον κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Κάπα. Το δεύτερο μέρος, το θεατρικό έργο "Στην κορυφή του κόσμου, εκεί να με πας” είναι πολυπρόσωπο και ακολουθεί τη συνάντηση πέντε γυναικών, ένα κυριακάτικο απόγευμα του Φλεβάρη σε ένα ιδιαίτερο διαμέρισμα, με αφορμή τα γενέθλια μιας εκ των πέντε. Τι ιδιαίτερο συμβαίνει όμως με αυτό το διαμέρισμα; Πρόκειται για ένα στούντιο σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων στην άκρη της πόλης όπου ζουν μόνο γυναίκες. Είναι το μπλοκ της ΜΟΝΗ.

Γυναίκες που έχουν ζητήσει από την πολιτεία προστασία, γυναίκες που διώκονται από άντρες, γυναίκες που ζητούν καταφύγειο, γυναίκες που έχουν αποφασίσει να αποσυρθούν από την ενεργό κοινωνία. Σε αυτό το μπλοκ ζει τα τελευταία χρόνια η Κάτια, στον απόηχο του κοινωνικού της αποκλεισμού λόγω της ευαίσθητης ψυχικής της υγείας ύστερα από μια αποβολή. Σε αυτό το διαμέρισμα καταφθάνει η Μαρία ή Μαράρα, παιδική φίλη της Κάτιας, γνωστή influencer πλέον, για να κρυφτεί από τους ακόλουθούς της και τα δημοσιεύματα ύστερα από το πολύ πρόσφατο ghosting που της έχει κάνει ο κατά κάποια χρόνια μικρότερός της σύντροφος, Ντόνι. Με αφορμή τα γενέθλιά της που είναι σήμερα, η Κάτια αποφασίζει να κάνουν ένα πάρτυ, παρά το γεγονός πως η Μαρία είναι φανερά κακόκεφη, ενώ ‘φίλες’ καταφθάνουν άλλες καλεσμένες κι άλλες… ακάλεστες.

Το πάρτυ ξεκινά, η μπίλια κύλησε κι ο χρόνος δε γυρίζει πίσω. Είναι πολλοί οι λόγοι που ξεκίνησα να γράφω αυτό το έργο αλλά κι όλη την τριλογία. Αφορμάται από την ανάγκη μου να υπάρξουν έστω κάπου μέσα στην ιστορία που γράφεται σήμερα, κείμενα που να καταγράφουν τις ανάγκες, τους προβληματισμούς και το χρονικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται η γυναίκα στην Ελληνική κοινωνία αυτή τη στιγμή. Μελετώ, παρατηρώ - και πλέον για το τρίτο μέρος- ανοίγω συζητήσεις για το γυναικείο πνεύμα της εποχής. Η διάθεση για ένα ‘άνοιγμα’ και στον αντίποδα ο φόβος και η απειλή. Όσο εμείς ανοιγόμαστε, διεκδικούμε να μας δουν να μας ακούσουν, τόσο φουντώνει ένα τεράστιο κύμα κάθε μορφής βίας που έχει την ανάγκη να διατηρήσει με νύχια και με δόντια τα κεκτημένα του. Ο κόσμος όμως αλλάζει και πάντα θα αλλάζει όσες θυσίες κι αν χρειαστεί να γίνουν. Προς το καλύτερο προς το χειρότερο κανείς δεν ξέρει τώρα, παρά μόνο στο μέλλον. Αυτό που εμείς οφείλουμε είναι να αφουγκραστούμε,να σταθούμε στο ύψος της εποχής μας , στην πλευρά της ιστορίας που εκφράζει την ηθική μας.

Ύστερα, αγαπώ το γυναικείο ταπεραμέντο. Κι είναι πολλές οι περιπτώσεις που το βλέπω κάπου θαμμένο, καταπιεσμένο από μια σκληρή κριτική, από τον φόβο της προηγούμενης γενιάς μη και αποκλειστεί το κορίτσι. "Καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα" , μου λέγανε. Ίσως να είναι ο καθρέφτης μου. Το κείμενο είναι ιδιαίτερα προσωπικό. Τα ερισσότερα από τα όσα λέγονται είναι πραγματικές ιστορίες, οι πιο πολλές από προσωπικές εμπειρίες. Σκληρές, αστείες, αμήχανες όλες όμως πραγματικές. Πηγαίνει πίσω στο χρόνο και τον φέρνει εδώ, μπροστά μας. Κι ύστερα πάει στο μέλλον και σου δείχνει τί μπορείς να προλάβεις. Αν θες. Το χιούμορ είναι συχνά πικρό. Σουρεάλ το αποκαλούν. Εγώ το λέω ρεάλ μέσα σε μια εποχή που το σουρεάλ μας ξεπερνά. Όλα μπαίνουν σε αυτό το φίλτρο του διαχωρισμού, ΜΑΖΙ -ΜΟΝΗ, γιατί ζούμε σε μια πραγματικότητα γεμάτη διαχωρισμούς. Διαχωριζόμαστε κοινωνικά από τον απέναντι, συχνά και με ευκολία κρίνουμε, παίρνουμε απόσταση, θέλουμε να προστατευτούμε από το "ξένο", κλεινόμαστε στο γυάλινο κουτί μας όσο ποτέ άλλοτε. Το διαδίκτυο, ο πιο καλός μας φίλος. Κι ύστερα η απώλεια, το ραύμα και ο πόνος που μας ενώνουν στο τέλος μιας κουραστικής μέρας γεμάτης συγκρούσεις, αγωνία κι ένταση. Η απώλεια είναι το κομμάτι που λείπει από εμένα και το βρίσκω σε σένα. Κι ο φόβος της απώλειας πάντα παρών, επιτάσσει να ζήσεις έστω και με χάπια αντικαταθλιπτικά.

Φοβάμαι.
Φοβάμαι μήπως σε ξαναχάσω.
Τρέμω μήπως ζήσω κι εγώ αυτό το ανείπωτο το πέρα απ’ την φύση όπως το λένε
Που όλο και πιο πολύ γίνεται φύση πια
(…)
Φοβάμαι κι όμως δε φοβάμαι
Κάποιες φορές προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως ακόμη κι αν συμβεί αυτό οκ δεν έγινε και κάτι
Κι ύστερα γελάω που το προσπάθησα.
Φέρνω στο μυαλό μου ένα νεκρό, στο δρόμο, ζώο
Χτυπημένο από ένα αμάξι που ίσως άκουγε δυνατά μουσική όταν το χτύπησε
Μια ζωή χωρίς αξία ήταν κι αυτή
Τόσο σύντομη και τόσο τρυφερή
Γιατί αυτή κι όχι εμείς
Πόση αξία έχει τελικά η ζωή
Πόση σημασία έχει η αναπνοή
Αν σε περιμένει κάποιος να γυρίσεις σπίτι
Τι είναι το σπίτι
Τι σημαίνει ο πόνος
Και ποιος πονάει πιο πολύ
Ποιος μπορεί να το μετρήσει
Και ποιος μπορεί να το πει
Με σιγουριά
Μια τουφεκιά ακούστηκε στο βάθος, στο βουνό
Εκεί που οι ζωές τόσο γρήγορες και λαχανιασμένες δεν έχουν αξία
Θυμώνω συχνά
Με πνιγεί ο πόνος.
Απόσπασμα από το έργο ‘Στην κορυφή του κόσμου, εκεί να με πας’, της Ειρήνης Φαναριώτη.
Δείτε φωτογραφίες από την παράσταση







Περισσότερες πληροφορίες
Στην κορυφή του κόσμου, εκεί να με πας
Μια σύγχρονη κωμωδία για τη γυναικεία εμπειρία και τις προκλήσεις της που σκιαγραφεί με τρυφερότητα, προσοχή και θάρρος πέντε γυναικείους χαρακτήρες που προσπαθούν να επιβιώσουν όσο καλύτερα μπορούν, μέσα σε έναν κόσμο σκληρό, ανταγωνιστικό και απειλητικό. Γιατί η Μαρία ονειρεύεται κάθε βράδυ στον ύπνο της μια μαύρη κατσίκα; Γιατί η Κάτια μένει στο «γυναικείο» block; Γιατί η Γιάνι απαγορεύεται να βγει από το στούντιό της; Ποια είναι η πραγματική ταυτότητα της Θανάσιας; Τι κρύβει κάτω από τα ρούχα της η Νέλλυ; Τι λένε οι γυναίκες όταν είναι μόνες τους; Πέντε εντελώς διαφορετικές νέες γυναίκες συναντιούνται σε ένα διαμέρισμα, η κάθε μια αναζητώντας κάτι διαφορετικό. Με αφορμή τα γενέθλια της Μαρίας, οι ιστορίες τους ξεδιπλώνονται και συμπλέκονται σε ένα πάρτι με πολύ χιούμορ, μουσική, χορό αλλά και έντονες δραματικές εναλλαγές, ακραίες συγκρούσεις και πολλή συγκίνηση.