
Φέτος συνυπογράφεις δύο έργα που παίζονται στο θέατρο. Έχεις κάποιες "τελετουργίες" όταν γράφεις; Π.χ. συγκεκριμένο μέρος, μουσική, ώρα της ημέρας;
Από άποψη ώρας, γράφω σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα μετά τα μεσάνυχτα, όσο το αργότερο τόσο το καλύτερο, να πω την αλήθεια. Εκείνες τις ώρες είμαι σε μεγαλύτερη διαύγεια. Νιώθω πολύ πιο καθαρό το μυαλό μου τα βράδια που οι υπόλοιποι κοιμούνται, έχει πολύ "φασαρία” τη μέρα - ή τουλάχιστον εγώ έτσι αισθάνομαι. Συνήθως βάζω μουσική, κάποιο συγκεκριμένο κομμάτι, το οποίο το έχω στο repeat για ώρες, μπορεί να το ακούω και 200-300 φορές, μέχρι να γίνει φυσικός ήχος του περιβάλλοντος και να μην το παρατηρώ. Με βοηθάει να έχω μια συνεχόμενη ροή στη διαδικασία και μου δίνει και τον ρυθμό των σκηνών που γράφω ανά περίπτωση. Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο μέρος. Έχω γράψει και στο κινητό μου με ακουστικά σε afterάδικο.
Στα "Αντικείμενα" το έργο που συνυπογράφεται με τους Γιώργο Κατσή και Πάνο Παπαδόπουλο και παίζεται στο θέατρο Ροές οι υπηρέτριες δεν είναι παρά "αντικείμενα" του σπιτιού. Στην κοινωνία μας σήμερα, ποιοι είναι αυτοί που βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε αντίστοιχους ρόλους;
Δεν ξέρω, ίσως όλοι αυτοί οι άνθρωποι που προσπερνάμε καθημερινά και ιδρώνουν λαδώνοντας τα γρανάζια της καθημερινότητας μας. Επομένως, σχεδόν όλοι. Δεν νομίζω ότι υπάρχει ο χρόνος για να δούμε τους περισσότερους ανθρώπους (πέρα από τους κοντινούς) σαν κάτι διαφορετικό πέρα από αντικείμενα - αντικείμενα διασκέδασης, ηδονής, εργαλεία. Και ποιος δεν είναι εγκλωβισμένος σε έναν τέτοια ρόλο για κάποιον άλλον; Απλώς στα "Αντικείμενα”, οι υπηρέτριες δεν το παραβλέπουν.
Η αληθινή ιστορία των αδελφών Παπέν έχει εμπνεύσει πολλούς δημιουργούς. Ποια ήταν η δική σας προσέγγιση στη θεατρική διασκευή και τι νέο φέρνει το έργο σας στην υπόθεση;
Το προσεγγίσαμε με την οδηγία ότι θα αναζητήσουμε σκηνικό ενδιαφέρον μέσα σε αυτό, χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να δικαιώσουμε καμία από τις αναφορές μας ή τα προηγούμενα έργα, παρά μόνο την ανατομία των χαρακτήρων που θα φτιάξουμε, με οδηγό τα πραγματικά πρόσωπα. Νομίζω ότι το μόνο νέο που φέρνει αυτό στην υπόθεση είναι η ίδια η συζήτηση για την μεταγραφή, την επιρροή, την αναφορά - γιατί να εγκλωβιζόμαστε σε έργα του παρελθόντος, ενώ μπορούμε να εμπνευστούμε από αυτά και να δημιουργήσουμε νέα;

Η ατάκα "Οι άντρες είναι γυναίκες που δεν τα κατάφεραν" είναι στο επίκεντρο της παράστασης. Πώς σχολιάζεις αυτή τη φράση στο πλαίσιο των έμφυλων σχέσεων σήμερα;
Κάθε φορά σκέφτομαι ότι έχει παρεξηγηθεί αυτή η φράση. Δεν πιστεύω πως πρέπει να προσεγγίσει αυτή την σκέψη με σχόλιο. Είναι μια ωραία φράση για να μας κάνει να σκεφτούμε. Άμα καταλήξω να σχολιάσω, σημαίνει πως έχω σταματήσει να σκέφτομαι. Και προσωπικά, δεν έχω σταματήσει να την σκέφτομαι - όχι μόνο στο πλαίσιο των έμφυλων σχέσεων, αλλά και σε ένα υπαρξιακό, και σε ένα ψυχαναλυτικό - και κυρίως σε ένα γενικότερο πολιτικό επίπεδο, και στο τέλος πάντα σκέφτομαι "στην τελική είναι μια φράση που με μετακινεί, οπότε τι άλλο μπορώ να πω γι’ αυτό;”. Έτσι, δεν θέλω να το σχολιάσω. Θα ναι σαν να κάνω mansplaining πανω στο απόφθεγμα. Πόσο meta είναι αυτό; Όχι, προτιμώ να μην την σχολιάσω. Ας το σκεφτούμε λίγο ακόμα.
Στο "Ιβάν εναντίον Ιβάν", το έργο που έγραψες με τον Σωτήρη Ρουμελιώτη, δύο αριστοκράτες τσακώνονται για μια γουρούνα και έναν χήνο. Αν το έργο διαδραματιζόταν στο σήμερα, ποια θα μπορούσε να είναι η σύγχρονη "αφορμή" αυτού του καβγά;
Νομίζω ότι θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε, αυτό είναι και όλο το νόημα στον "Καβγά τον δύο Ιβαν”. Σίγουρα θα έπρεπε να μην είναι σοβαρή η αφορμή, αυτή είναι η μόνη προϋπόθεση. Πάντως, για εμένα, στο διήγημα, αν το διαβάσουμε πιο προσεκτικά, τσακώνονται για μια καραμπίνα. Και αυτό συμβολικά έχει πολύ μεγάλη αξία και στις μέρες μας. Είναι κάτι διαχρονικό, κάποιος να τσακώνεται για τα όπλα. Και φοβάμαι ότι σύντομα θα το διαπιστώσουμε όλοι.
Η παράσταση χρησιμοποιεί στοιχεία επιθεώρησης και τηλεοπτικού πάνελ. Πόσο κοντά είναι, τελικά, η σάτιρα του Γκόγκολ στα σύγχρονα media και την κουλτούρα της ακύρωσης;
Ο Γκόγκολ μέσα στην κωμωδία του σατίριζε, στο διήγημα, ανάμεσα σε άλλα, και την δικομανία. Και ο Σωτήρης είχε σκεφτεί σε αυτό το πλαίσιο ότι θα είχε ενδιαφέρον ένας παραλληλισμός με το cancel culture. Διότι προφανώς όταν πλέον υπάρχουν "λαϊκά δικαστήρια” στα social media, υπάρχει ένας διάλογος με αυτό. Παρόλα αυτά, η σάτιρα του Γκόγκολ, δεν είναι κοντά σε εμάς. Γι’ αυτό και γράψαμε αυτό που γράψαμε. Διότι δεν μπορείς να έχεις την αξίωση από έναν Ρώσο που έζησε στην Ρωσία το 1800 να είναι επίκαιρος στην σάτιρα του. Γι’ αυτό και εμείς γράψαμε κάτι καινούριο.
Και στα δύο έργα σου υπάρχει έντονη κοινωνική κριτική. Ποιο στοιχείο της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας σε προβληματίζει περισσότερο;
Συγγνώμη, αλλά θα είμαι συνοπτικός εδώ: Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο στοιχείο της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας που να μην με προβληματίζει. Ειλικρινά.

Αν η πόλη που ζεις ήταν ένας χαρακτήρας σε ένα από τα έργα σου, ποιος θα ήταν; Θα ταίριαζε περισσότερο στο εφιαλτικό σύμπαν των "Αντικείμενων" ή στο σουρεαλιστικό χάος του "Ιβάν εναντίον Ιβάν";
Ενδιαφέρουσα ερώτηση… δεν ξέρω. Η Αθήνα έχει τόσες πλευρές. Δεν χωράει σε κανέναν χαρακτήρα μια ολόκληρη πόλη, πέρα από το αρχαίο δράμα, όπου ο χαρακτήρας είναι ουσιαστικά η ίδια η πόλη. Επομένως στις φάρσες που γράφω δεν χωράει όλη η πόλη. Θα έλεγα ότι για εμένα ο χαρακτήρας που αντιπροσωπεύει τη γειτονιά μου, την Κυψέλη πάντως είναι ένας χαρακτήρας που ξέχασε που πάρκαρε το αμάξι του για να βάλει τις πινακίδες που του πήρε η τροχαία επειδή το πάρκαρε εκεί.
Οι χαρακτήρες σου φαίνεται να εγκλωβίζονται σε έναν φαύλο κύκλο συγκρούσεων και καταπίεσης. Υπάρχει διέξοδος; Ή μήπως τελικά το θέατρο λειτουργεί περισσότερο ως καθρέφτης παρά ως λύση;
Ναι, πράγματι οι ήρωες μου σε κάτι τέτοιο εγκλωβίζονται, αν πρότεινα ποτέ διέξοδο θα είχα γίνει αρκετά δογματικός για τα γούστα μου, και αυτό δεν θα μου άρεσε. Προσωπικά, δεν έχω βρει διέξοδο, πέρα από το θέατρο, οπότε το θέατρο για μένα λειτουργεί σαν διέξοδος, και όχι σαν καθρέφτης. Άμα λειτουργούσε ως καθρέφτης και ταυτόχρονα διέξοδος, τότε μάλλον θα έκοβα τις φλέβες μου πάνω σε σπασμένα γυαλιά τρέχοντας καταπάνω του, προσπαθώντας να βρω μια "διέξοδο” από τη ζωή μου σε αυτό. Βέβαια, θα μου πεις, αυτό καθρεφτίζω και εγώ στα έργα μου, αυτή την απουσία διεξόδου. Άρα τελικά τι είναι; Είναι καθρέφτης της διεξόδου μου, ή η διέξοδος η ίδια; Επομένως, το θέατρο πως λειτουργεί για μένα τελικά; Ως καθρέφτης ή ως διέξοδος; Ε, κάπως έτσι νιώθουν μάλλον και οι χαρακτήρες μου, μπροστά σε τέτοιες ερωτήσεις: εγκλωβισμένοι σε μια φυλακή από λέξεις, όπως όλοι μας, συνέχεια. Αυτό που θέλω να πω, πέρα από τις εξυπνάδες και την πλάκα, η ζωή έχει
μόνο μια διέξοδο: τον θάνατο. Όλα τα υπόλοιπα είναι ένα ταξίδι, με απίστευτες ιστορίες - δικές μας και αλλονών. Εγώ ας πούμε δεν περίμενα ποτέ ότι θα βρω διέξοδο στο θέατρο. Και να που εδώ είμαι, εγκλωβισμένος σε αυτό.
Ποιος θεατρικός ή λογοτεχνικός ήρωας θα ήθελες να "εισβάλει" σε ένα από τα έργα σου και να αλλάξει την πορεία τους;
Ο Γιάγκος Δράκος - όπως είναι στην τελευταία σκηνή από την "Λάμψη” που μιλάει με τα φαντάσματα των παιδιών του. Θυμήθηκα τη σκηνή ένα τραγούδι των "Νεκοτσουλήθρα” πρόσφατα και θυμήθηκα πόσο cringe και τρομακτική ήταν αυτή η ερμηνεία.

Αν έπρεπε να περιγράψεις τη θεατρική σου ταυτότητα με μία μόνο σκηνή από τα έργα σου, ποια θα ήταν αυτή και γιατί;
Νομίζω ότι ο επίλογος από τους "Προβοκάτορες”, όπου ένα αγόρι επισκέπτεται έναν ζωολογικό κήπο με τον πατέρα του και στέκονται μπροστά από το κλουβί μιας αρκούδας, και το παιδί ρωτάει τον πατέρα "Μπαμπά, τι ζώο είναι αυτό;”. Έχει κάτι πολύ ειλικρινές για το πως αντιλαμβάνομαι την ζωή και το θέατρο, χωρίς να θέλω να εξηγήσω το γιατί.
Όταν δεν κάνεις θέατρο τι σου αρέσει να κάνεις;
Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο που να μ’ αρέσει ώστε να πω "υπάρχει αυτό και το θέατρο”. Βαριέμαι πάρα πολύ εύκολα, οπότε μάλλον αυτό που σταθερά μου αρέσει να κάνω είναι να μην βαριέμαι - να ζω μέρες καταπληκτικές. Το πρόβλημα είναι ότι δεν γίνεται όλες οι μέρες να είναι καταπληκτικά όμορφες. Οπότε πολλές φορές -ασυνείδητα- μου αρέσει να κάνω πράγματα που κάνουν τις μέρες μου καταπληκτικά άσχημες, μέρες που με εκπλήσσω δυσάρεστα. Ακόμα και αυτό, μάλλον τελικά μου αρέσει, γιατί δεν έχω σταματήσει να το κάνω απ’ όσο με θυμάμαι. Δεν ξέρω αν θα αλλάξει αυτό, μάλλον προσπαθώ ακόμα να το συνηθίσω. Αλλά φοβάμαι πως αν το συνηθίσω, θα το βαρεθώ και αυτό. Οπότε μετά τι μένει;
Δεν ξέρω. Σίγουρα μου αρέσει να ζωγραφίζω.
Ποιο βιβλίο θα σύστηνες ανεπιφύλακτα;
Την "Μεταμόρφωση” του Φρανς Κάφκα. Είναι ένα βιβλίο που διάβασα πρώτη φορά με έναν φακό σε ένα στρατόπεδο στη σκοπιά, όρθιος, και από τότε το επισκέπτομαι συχνά. Είναι τόσο συνταρακτικό, κωμικό και σκοτεινό, μέσα στην απλότητα του - και δεν προσποιείται ότι είναι σοβαρό ή βαθυστόχαστο, ενώ είναι ένα αριστούργημα.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σου;
"Η πιθανότητα ότι ίσως η αγάπη δεν είναι αρκετή”.
Τι σε κάνει ευτυχισμένο;
Οι φαντασιώσεις και οι ψευδαισθήσεις μου. Όπως και κάθε άνθρωπο, κατά την άποψη μου.
Τι σχεδιάζεις για το μέλλον;
Έχω την τύχη να διανύω μια πολύ δημιουργική περίοδο. Μέχρι το καλοκαίρι θα έχω γράψει άλλα δύο κείμενα - ένα γουέστερν, την "Νοχαβελάνδη", που θα ανέβει τον Μάιο, και κάτι για το φεστιβάλ Αθηνών, αλλά δεν θέλω ακόμη να πω πολλά πράγματα για αυτό. Παρόλα αυτά, προς το παρόν, δεν σχεδιάζω εγώ για το μέλλον, αυτό σχεδιάζει για μένα. Όσες φορές έχω δοκιμάσει να σχεδιάσω το μέλλον μου, έχω φάει μια μπουνιά στα δόντια.
Περισσότερες πληροφορίες
Αντικείμενα
Παράσταση εμπνευσμένη από την αληθινή ιστορία των αδελφών Παπέν, δύο υπηρετριών στο Λε Μαν της Γαλλίας που το 1933 κατακρεούργησαν την εργοδότρια τους και την κόρη της. Σε αυτή την εκδοχή, δύο εξαντλημένες υπηρέτριες της άρρωστης Κυρίας τους, φαντασιώνονται ένα σύμπαν εκδίκησης αλλά και αυτοπροσδιορισμού ενάντια σε έναν κόσμο στον οποίο δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από δύο ακόμα αντικείμενα για το σπίτι. Εξουσιαστικές σχέσεις, εξαρτητικές συμπεριφορές, σαδομαζοχιστικές εμμονές και η νοσταλγία ενός ομιχλώδους παρελθόντος, πρωταγωνιστούν σε αυτή την νέα εκδοχή της ιστορίας που ενέπνευσε σημαντικούς καλλιτέχνες του περασμένου αιώνα.
Ιβάν εναντίον Ιβάν
Η cancel culture, ο κανιβαλισμός των μίντια και τα λαϊκά δικαστήρια περνούν μέσα από το πρίσμα του εξωφρενικού σύμπαντος του Νικολάι Γκόγκολ και της νουβέλας του «Ο καβγάς των δύο Ιβάν», ο οποίος τοποθετείται σε ένα τηλεοπτικό πάνελ της μεσημεριανής ζώνης. Ο Ιβάν Ιβάνοβιτς είναι ευθυτενής, ευγενικός και λεπτολόγος. Ο Ιβάν Νικίφοροβιτς είναι τραχύς, βροντόφωνος και αθυρόστομος. Ωστόσο είναι και οι δύο αριστοκράτες, γείτονες και, κυρίως, στενοί φίλοι. Όταν μια μέρα, τσακώνονται για έναν εντελώς ανόητο λόγο - για μια γουρούνα και έναν «χήνο» - ξεκινάει ένας επεισοδιακός καβγάς, που εμπλέκει όλη την κοινωνία της μικρής πόλης που κατοικούν.