
Με τη λήξη της τριετούς θητείας του Γιάννη Μόσχου, τα ηνία του Εθνικού Θεάτρου από τη θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας αναλαμβάνει η Αργυρώ Χιώτη· μπορεί να μην πρόκειται για την πρώτη γυναίκα που επιλέγεται σε αυτήν τη θέση (είχαν προηγηθεί για σύντομες θητείες η Ντόρα Τσάτσου-Συμεωνίδη και η Έρι Κύργια), είναι πάντως η πρώτη που πήρε τη θέση κατόπιν ανοιχτού διαγωνισμού· ενός διαγωνισμού που προκηρύχθηκε και πραγματοποιήθηκε στο και πέντε, στην εκπνοή της λήξης της θητείας του Γιάννη Μόσχου. Έτσι, όπως έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν, η Χιώτη αναλαμβάνει έργο ενώ το ρεπερτόριο της σεζόν έχει ήδη καταρτιστεί από τον προκάτοχό της, τακτική που μάλλον πρέπει να εξαλειφθεί αντί να διαιωνίζεται. Η επιλογή της μπορεί να χαρακτηριστεί τολμηρή, τόσο επειδή η ικανή καλλιτέχνιδα κινείται στο πεδίο του ερευνητικού θεάτρου όσο και επειδή δεν έχει πρότερη εμπειρία στη διοίκηση κάποιου πολιτιστικού φορέα. Παρ’ όλα αυτά, η δική της πρόταση ήταν αυτή που ήρθε πρώτη στη λίστα της επιτροπής (θα ήταν ενδιαφέρον να δημοσιευόταν το σκεπτικό της), αποτελούμενης από τον νομικό Κωνσταντίνο Χριστοδούλου και τους ηθοποιούς/σκηνοθέτες Γιάννη Μπέζο, Φιλαρέτη Κομνηνού, Νίκο Χατζόπουλο και Πρόδρομο Τσινικόρη. Θυμίζουμε, μάλιστα, πως η Αργυρώ Χιώτη μαζί με τον Ακύλλα Καραζήση και τον Νίκο Χατζόπουλο είχαν διεκδικήσει συλλογικά την καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού στον προηγούμενο, πρώτο διαγωνισμό, οπότε το γεγονός πως η ίδια προσήλθε για δεύτερη φορά ως υποψήφια ίσως κάτι δείχνει για την επιμονή της στο όραμα που έχει για το Εθνικό.

Όπως και να έχει, η διεύθυνση του πρώτου κρατικού θεάτρου της χώρας είναι μια πολύπλοκη υπόθεση και κανείς δεν προσέρχεται απολύτως προετοιμασμένος. Κι αν η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, αυτό σίγουρα ισχύει για το Εθνικό Θέατρο. Το μεγάλο ερώτημα και το μεγάλο στοίχημα είναι τι καταφέρνει να δημιουργήσει και ποιο αποτύπωμα αφήνει κάθε διευθυντής/ντρια μέσα στο δαιδαλώδες και ασφυκτικό πλαίσιο ενός θεάτρου που είναι εκτεθειμένο σε μικροπολιτικές συγκρούσεις, στο τέρας της γραφειοκρατίας, στα συνδικαλιστικά παιχνίδια και βέβαια στην –όχι πάντα αμερόληπτη και δίκαιη– κριτική του κοινού και των ΜΜΕ, που συχνά-πυκνά καταφεύγουν στην καραμέλα περί του "θεάτρου που παράγει έργο με τα χρήματα του φορολογούμενου Έλληνα". Όλα αυτά λαμβάνοντας, επιπλέον, υπόψη πως σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο και την απουσία γενικού διευθυντή ένα μεγάλο μέρος των καθηκόντων του καλλιτεχνικού διευθυντή είναι διοικητικής παρά καλλιτεχνικής φύσης.
Ιδανικά, αυτό που θέλουμε από τα κρατικά θέατρα είναι να παράγουν πολιτιστικό έργο υψηλής ποιότητας και λαϊκής –ευρείας, δηλαδή– απεύθυνσης, έργο που καλλιεργεί το αισθητικό κριτήριο των πολιτών και καταφέρνει να ισορροπήσει το στοίχημα του ταμείου χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην ποιότητα. Αυτή την προκλητική εξίσωση θα βρει μπροστά της η Αργυρώ Χιώτη, μαζί με μια σειρά παραμέτρων, που έχουν να κάνουν τόσο με τον αριθμό των σκηνών του Εθνικού Θεάτρου (Μικρό Εθνικό, Πειραματική, Κεντρική και Νέα Σκηνή, θερινό ρεπερτόριο) όσο και με το ευρύ πεδίο δράσεων στις οποίες έχει επεκταθεί (ευτυχώς και επιτυχώς) τα τελευταία χρόνια: κοινωνικές και εκπαιδευτικές δράσεις και εργαστήρια, παραστάσεις για ευπαθείς ομάδες (π.χ. σε νοσοκομεία και σωφρονιστικά ιδρύματα) κ.ά. Η εμπειρία της από τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά πεπραγμένα είναι ίσως το δυνατότερο χαρτί της, ή τουλάχιστον το πιο προφανές μέχρις ότου δημοσιοποιήσει τον προγραμματισμό της για την επόμενη ημέρα του Εθνικού. Πάντως, η δραστηριοποίηση της διαπολιτισμικής ομάδας της, των Vasistas (που ιδρύθηκε άλλωστε στη Μασσαλία), σε διεθνή καλλιτεχνικά ύδατα εγγυάται αν μη τι άλλο γνώση της ευρωπαϊκής αγοράς και επαφές με οργανισμούς και δίκτυα που μπορούν να αποδειχτούν πολύτιμες. Έτσι, με τη Χιώτη στο τιμόνι του, αναμένουμε να ενισχυθεί περαιτέρω η εξωστρέφεια του Εθνικού και η συνομιλία του με διεθνείς καλλιτεχνικούς οργανισμούς.

Το μεγάλο στοίχημα είναι ότι καλείται να καταρτίσει ένα ρεπερτόριο σαφώς ευρύτερο από αυτό στο οποίο κινείται η ίδια ως δημιουργός, όπου θα συνυπάρχουν ο (αναγκαίος) πειραματισμός και οι (απαραίτητες) νέες ιδέες μαζί με επιλογές περισσότερο mainstream και αναμενόμενες. Η Χιώτη ανήκει σε μια ομάδα καλλιτεχνών που εξάσκησαν μια νέα σκηνική γλώσσα (αυτή του θεάτρου της επινόησης και της περφόρμανς, όπου τα κείμενα δεν αντλούνται από τη δεξαμενή της συμβατικής δραματουργίας και όπου η παράσταση προσεγγίζεται ως ένα σύνολο ισάξιων συντελεστών: της κίνησης, του λόγου, της όψης, της εικαστικότητας, της μουσικής κ.λπ.), όμως η χάραξη ρεπερτορίου και πολιτικής από τη θέση της διευθύντριας του Εθνικού Θεάτρου είναι μια άλλη δουλειά και έχει να κάνει με το άνοιγμά του στην κοινωνία και την απήχησή του σε ένα μη "εξασκημένο" κοινό. Πάντως οι "Βάτραχοι" που παρουσίασε πριν από λίγα χρόνια στην Επίδαυρο, διαβάζοντας τον Αριστοφάνη με όχημα το λυρισμό, τη λεπτότητα και το πνευματώδες χιούμορ, αποτελούν ένα ωραίο παράδειγμα του ύφους της και μάλιστα σε ένα έργο λαϊκής απεύθυνσης – και ίσως μαρτυρούν κάτι από το όραμά της για την αισθητική κατεύθυνση του Εθνικού με την ίδια στο τιμόνι.