
Ζωή σαν από κινηματογραφική ταινία μπορεί να χαρακτηρισθεί αυτή του αγαπημένου καρατερίστα του σινεμά και του θεάτρου, Ερρίκου Λίτση. Μπήκε με σαρωτικό τρόπο στα κινηματογραφικά πράγματα, πρωταγωνιστώντας στις ταινίες σταθμούς πια του Γιάννη Οικονομίδη, "Σπιρτόκουτο" και "Η ψυχή στο στόμα". Η πρώτη αποτέλεσε ουσιαστικά το επαγγελματικό ντεμπούτο του, μια που στα 42 του, ο Λίτσης είχε παίξει μόνο, πίσω στα 80s, στον ερασιτεχνικό θίασο της Εστίας Νέας Σµύρνης. Ο θάνατος των γονιών του, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, είναι που τον ταρακούνησε και τον έκανε να δει ως σοβαρή πιθανότητα τη διέξοδο της τέχνης˙ ως τότε εργαζόταν ως DJ, ενώ νωρίτερα είχε ζήσει στο Τελ Αβίβ (λόγω της ισραηλίτικης καταγωγής των γονιών του) όπου εργάστηκε ως κλητήρας και σερβιτόρος σε ελληνική ταβέρνα. Κάπως έτσι έφτασε να παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής στο Θέατρο των Αλλαγών, συνετέλεσε σε αυτό και η παρότρυνση του παιδικού του φίλου, θεατρικού συγγραφέα Γιάννη Τσίρου, πολύ γρήγορα γνώρισε τον Γιάννη Οικονομίδη και τα υπόλοιπα είναι ιστορία!

Ήδη από τους δύο ρόλους του στο σινεμά, ο Λίτσης έδειξε ότι μπορούσε να υποδυθεί με άνεση ετερόκλητους ρόλους, δηλαδή τόσο τον κλασικό, καταπιεστικό και παραβιαστικό μικροαστό Ελληνάρα πατριάρχη στο "Σπιρτόκουτο" όσο και το ακριβώς αντίθετο, έναν ευνουχισμένο, χωρίς φωνή, φτωχό εργάτη που καλείται να επιβιώσει σε έναν κόσμο ακραίας εκμετάλλευσης, στην "Ψυχή στο στόμα". Παρόλο που οι ερμηνείες του στις δύο ταινίες είναι τόσο εμβληματικές ώστε έχει καταχωρηθεί στη συνείδηση πολλών ως κινηματογραφικός ηθοποιός, ακόμη πιο συναρπαστική είναι η θεατρική διαδρομή του, καθώς έχει ερμηνεύσει ιδιαίτερα έργα, ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου.

Έχει παίξει σε σκηνικές μεταφορές κινηματογραφικών ταινιών, όπως στο "Festen" του Τόμας Βίντερμπεργκ, που σκηνοθέτησε η Αλίκη Δανέζη-Knutsen (Θησείον, 2006) και στο "Reservoir dogs", σε σκηνοθεσία του Τριαντάφυλλου Δελλή, όπου ερμήνευσε τον Τζο Κάμποτ (2018). Παράλληλα, έχει ερμηνεύσει από Μπέκετ -συγκεκριμένα τον Ουίλι στις "Ευτυχισμένες μέρες" σε σκηνοθεσία του Έκτορα Λυγίζου- μέχρι φάρσα, όπως την "Υπόθεση της οδού Λουρσίν" του Λαμπίς, δίπλα στον Δημήτρη Τάρλοου, την Ταμίλα Κουλίεβα κ.ά., σε σκηνοθεσία της Μάρθας Φριντζήλα (Πορεία, 2010). Τον περσινό χειμώνα συμμετείχε στον εκκεντρικό "Βασιλιά Ληρ" του Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό, έναν ξεχωριστό σταθμό στη διαδρομή του, όπου υποδύθηκε τον σημαντικό ρόλο του Κόμη του Γκλόστερ, που διασχίζει μία διαδρομή ανάλογη με αυτή του κεντρικού ήρωα, ενώ τον θυμόμαστε επίσης στη μικρή αλλά χαρακτηριστική ερμηνεία στο ιρλανδέζικο δράμα του Κόνορ ΜακΦέρσον, "Η λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας", που σκηνοθέτησε η Ελένη Σκότη (Επί Κολωνώ, 2018). Είχε προηγηθεί ένας ακόμη Ιρλανδός δραματουργός, ο πολυαγαπημένος Μάρτιν ΜακΝτόνα, και η ερμηνεία του στη μαύρη κωμωδία "Ο κουλοχέρης του Σποκέιν", σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη: ο Λίτσης είχε υποδυθεί έναν μοναχικό άνθρωπο, που μπλέκει με ένα ζευγάρι απατεώνων, καθώς ψάχνει σε εμπόρους που διακινούν πτώματα το κομμένο χέρι του (Αργώ, 2012).

Ο Λίτσης έχει δείξει πίστη και στους Έλληνες συγγραφείς, όπως, π.χ., στον "πατριάρχη" του ελληνικού θεάτρου, Ιάκωβο Καμπανέλλη: έπαιξε στην παράσταση "Σιλωάμ", όπου παρουσιάστηκαν σε σκηνοθεσία του Γιώργου Γιανναράκου δύο άπαιχτα μονόπρακτα του συγγραφέα, βασισμένα στην εμπειρία του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν ("Τζένη Καρέζη", 2016). Εμπιστεύτηκε όμως και νεότερες υπογραφές, στην "Ηλέκτρα: μια σύγχρονη τραγωδία" της Ελένης Τριανταφυλλοπούλου, ένα έργο για τη μαχήτρια της Εθνικής Αντίστασης, Ηλέκτρα Αποστόλου, που σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης (Σταθμός, 2020). Από Έλληνες συγγραφείς, όμως, δεν μπορούμε να μη σταθούμε στη γνωριμία και συνεργασία του με τον Βασίλη Κατσικονούρη. Με τον συγγραφέα γνωρίστηκαν το 2019, όταν ο Λίτσης πρωταγωνίστησε στην παράσταση "Γκουντ λακ", σε σκηνοθεσία της Μαργαρίτας Γερογιάννη, λίγο πριν τους σταματήσει η καραντίνα. Υποδύθηκε τον βασικό χαρακτήρα, δηλαδή έναν fake ροκ µάνατζερ, ο οποίος έταζε σε ένα γκρουπ ονόματι Γκουντ Λακ πως θα τους κανονίσει να κάνουν support στη συναυλία της Μαντόνα στο Καλλιµάρµαρο!

Τότε, είχε πει στο "α" για το έργο: "Μήτσος ή Μητς, επί το αμερικανικότερον, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Μυθομανής; Αθεράπευτα ρομαντικός κυνηγός του ονείρου; Απατεώνας; Εσείς θα κρίνετε! Το σκηνικό που κινείται ο Μητς και οι 'Γκουντ Λακ', είναι η Ελλάδα που οδεύει προς τη νέα χιλιετία. Με συναυλίες της Μαντόνα, σκυλάδικα, στριπτιτζάδικα, βλαχοπόπ αισθητική, με οικονομικές εφημερίδες και χρηματιστήριο φούσκα, με 'μετατροπές' δραχμών σε ευρώ και καταλήγει στο γκλάμουρ των Ολυμπιακών Αγώνων. Με τους νέους μεταμορφωμένους από εναλλακτικούς και με ροκ ανησυχίες, σε συμβιβασμένους κατασκευαστές διαφημίσεων και οργανοπαίχτες σε σκυλάδικα".

Φέτος τον απολαμβάνουμε στο θέατρο Αποθήκη, όπου ερμηνεύει σε επανάληψη το έργο του Βασίλη Κατσικονούρη, "Ο Μάκης". Πρόκειται για τον πρώτο μονόλογο που έχει ερμηνεύσει, συσκηνοθετώντας μάλιστα την παράσταση μαζί με το συγγραφέα. Υποδύεται απολαυστικά έναν ηλικιωμένο άνδρα, που μένει μόνος στο σπίτι, καθώς η οικογένειά του τον έχει αφήσει για να πάει διακοπές. Μόνη παρέα του ένα χρυσόψαρο, στο οποίο εξομολογείται όλη τη ζωή του, μοιράζεται τις εμμονές, τα πάθη, τις ματαιώσεις και τους φόβους του. Πρόκεται για ένα κείμενο όχι μόνο υπαρξιακό αλλά και με τον τρόπο του πολιτικό: γραμμένο το 2010 συλλαμβάνει τη στιγμή που συντελείται η πλήρης κατάρρευση του νεο-καπιταλιστικού οράματος και στην Ελλάδα, και ο Ερρίκος Λίτσης δίνει μία δυναμική ερμηνεία στο ρόλο ενός ανθρώπου που έζησε συνεχείς πολιτικές και προσωπικές απογοητεύσεις και ματαιώσεις, ένα ασταμάτητο "τέλος εποχής".
Περισσότερες πληροφορίες
Ο Μάκης
Ένας παππούς μοιράζεται με μόνο ακροατή ένα χρυσόψαρο την ιστορία της ζωής του, την ιδεολογία του, τις περιπέτειες των οικογενειακών και των ερωτικών του σχέσεων. Τα παιδιά του έχουν πάει διακοπές. Σαντορίνη, Πάρο, Μύκονο… Ο ίδιος σύχναζε στη Μακρόνησο και στη Γυάρο… Τώρα να τος μόνος του στην Αθήνα μέσα στον καύσωνα. Με τις εμμονές του, τη ματαίωση και τον φόβο του. Δε νοσταλγεί τίποτα από τα περασμένα, ούτε πενθεί. Εκείνος ο μακρινός, ανεξάντλητος πόθος του για ζωή παραμένει και δεν τον αφήνει να παραδώσει τα όπλα. Στο άδειο σπίτι, μόνος του, χλευάζει τους πάντες και τα πάντα και πάνω απ’ όλα τον ίδιο του τον εαυτό. Ένα πρόσωπο με έντονο το στοιχείο του τραγικού και του κωμικού μαζί, που εναλλάσσονται διαρκώς μέχρι την τελική, τρυφερή τους ένωση.