
Η πολυσχιδής καλλιτέχνιδα Φένια Παπαδόδημα που συνδυάζει τις ιδιότητες της ηθοποιού, μουσικού, σκηνοθέτιδας και συγγραφέα ενσωματώνει για μια ακόμα φορά τη μουσική, το θέατρο, και τις εικαστικές τέχνες στο έργο της έχοντας στο πλευρό της τους μουσικούς Γιώργο Παλαμιώτη (μπάσο) και Παναγιώτη Κωστόπουλο (τύμπανα). Στη σκηνή του Θεάτρου Μπέλλος δίνουν σάρκα κι οστά στο αριστουργηματικό κείμενο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη "Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης" εμποτίζοντας με μουσική τον αφηγηματικό του λόγο."Ερμηνεύουν τη μουσική και το κείμενο μέσα από το πρίσμα του δικού τους προσωπικού ήχου, αλλά και εστιάζοντας στα προσωπικά τους βιώματα ως "ξένοι" σε μεγάλες μητροπόλεις της Δύσης. Ένα πλήθος από ήχους, εικόνες και εμβόλιμα κείμενα δημιουργούν ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο πεδίο, ένα dream sequence συνειρμών μέσα στο οποίο κινείται ο Δερβίσης του Παπαδιαμάντη".

"Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης" μέσα από τα λόγια των συντελεστών
"Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη φωτίζει το ζήτημα της κοινωνικής απομόνωσης και της πολιτισμικής διαφορετικότητας, θέματα διαχρονικά και ανθρώπινα, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά τη βαθιά ενσυναίσθηση του συγγραφέα για τους περιθωριοποιημένους της κοινωνίας. Ο αινιγματικός ήρωας του "Ξεπεσμένου Δερβίση" τριγυρίζει σαν αερικό στα σοκάκια της Ακρόπολης το φθινόπωρο του 1896, πίνοντας καμιά φορά τη μαστίχα του στο καφενείο "έμπροσθεν του Θησείου", αν κάποιος τον κεράσει. "Άστεγος, ανέστιος, φερέοικος, διωγμένος, εξωρισμένος", ο Δερβίσης είναι ο διαχρονικός ξένος, ένας "υπερόριος" πέρα από κάθε σύνορο. Κεντρικό σκηνικό της αφήγησης, το βουητό των θαμώνων που μπαινοβγαίνουν στο καφενείο μέχρι που αυτό κλείνει όταν έρχεται "η πεπρωμένη νυξ". Αυτή την κρύα και μοιραία νύχτα ο δερβίσης θα βρεθεί ολομόναχος στον δρόμο, μετά την αστυνομική διαταγή να κλείσει το καφενείο. Μην έχοντας που να κοιμηθεί, κατεβαίνει στην τότε ακόμα υπό κατασκευή σήραγγα του Θησείου. Εκεί "κάτω εις τον λάκκον, εις το βάραθρον" σκέφτεται "το άστατο των ανθρωπίνων πραγμάτων". Βγάζει το νάϊ του και παίζει "δια να ζεσταθή, τον τυχόντα ήχο όστις του ήλθε κατ’ επιφοράν εις την μνήμην…".

Η μουσική από το νάϊ, γίνεται φίλος, προσευχή, παρηγοριά, τροφή, δύναμη, συνομιλία με το άπειρο. Ο απόηχός της ξυπνάει "τα βαρέα τείχη και τους κίονες του Θησείου", που συμμετέχουν σαν ζωντανά πρόσωπα. Ο καθένας από εμάς ίσως είναι εν δυνάμει o δερβίσης. Αποξενωμένοι από τον τόπο μας, εξόριστοι ή τουρίστες στην ίδια μας τη ζωή, όλο και πιο μόνοι, όλο και πιο φοβισμένοι, απλοί "παρατηρητές", ίσως τελικά χρειαζόμαστε "τον αμανέν του Δερβίση", προκειμένου να πετάξουμε ό,τι άχρηστο κουβαλάμε στη ζωή μας. "Νάϊ, νάϊ, γλυκύ, νάζι, κατά δύο κοκκίδας διαφέρει δια να είναι το Ναι όπου είπεν ο Χριστός, το Ναι το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το Ναι το φιλάνθρωπον". Και ίσως ο καθένας από εμάς να θέλει να μάθει: ποιο είναι αυτό το Ναί και ποιες αυτές οι δύο μικρές κουκίδες που μας χωρίζουν από αυτό; Ή όπως έλεγε η Laurie Anderson: "What is behind that curtain?” Να μπορούσε ίσως η μουσική να το πει…
Προπώληση εισιτηρίων: more.com
Περισσότερες πληροφορίες
Ο ξεπεσμένος δερβίσης
Το αριστουργηματικό αφήγημα για την κοινωνική απομόνωση και την πολιτισμική διαφορετικότητα εμποτίζεται με μουσική και τραγούδια, έναν παράλληλο μουσικό κόσμο εμπνευσμένο από τα προσωπικά βιώματα των ερμηνευτών και ψηφιακή ζωγραφική του Γ. Κόρδη. Ο αινιγματικός ήρωας του «Ξεπεσμένου Δερβίση» τριγυρίζει σαν αερικό στα σοκάκια της Ακρόπολης το φθινόπωρο του 1896, πίνοντας καμιά φορά τη μαστίχα του στο καφενείο «έμπροσθεν του Θησείου», αν κάποιος τον κεράσει. «Άστεγος, ανέστιος, φερέοικος, διωγμένος, εξωρισμένος», ο Δερβίσης είναι ο διαχρονικός ξένος. Κεντρικό σκηνικό της αφήγησης, το βουητό των θαμώνων που μπαινοβγαίνουν στο καφενείο μέχρι που αυτό κλείνει όταν έρχεται «η πεπρωμένη νυξ». Αυτή την κρύα και μοιραία νύχτα ο δερβίσης θα βρεθεί ολομόναχος στον δρόμο, μετά την αστυνομική διαταγή να κλείσει το καφενείο. Μην έχοντας που να κοιμηθεί, κατεβαίνει στην τότε ακόμα υπό κατασκευή σήραγγα του Θησείου.