
Τι σε γοήτευσε στον "Τελευταίο Ασπροκόρακα" του Αλέξη Σολομού και επέλεξες να το σκηνοθετήσεις; Το έργο συνομιλεί με την εποχή μας;
Όταν πρωτοδιάβασα τον Τελευταίο Ασπροκόρακα γέλασα πάρα πολύ. Έχει κάτι αβίαστο, διασκεδαστικό και ξεκούραστο. Κυλάει μπροστά και σε κάνει να θέλεις να δεις πώς θα εξελιχθεί η ιστορία. Είναι μια αληθινή κωμωδία. Οι Ασπροκόρακες είναι μια ελληνική τοξική οικογένεια. Τα τελευταία μέλη μιας μεγαλοαστικής ελληνικής οικογένειας με πολλά επιτεύγματα. Θέλουν να πείσουν τον τελευταίο απόγονο της οικογένειας, τον Νικηφόρο να γίνει βιολόγος και συνεχίσει το έργο του αείμνηστου Ευστάθιου Ασπροκόρακα, του πατέρα του. Ένας βιολόγος, που αφιέρωσε τη ζωή του στην ανακάλυψη της πεντάποδης μύγας "Ασπροκόρακα". Ο Νικηφόρος, όμως, αρνείται. Είναι ερωτευμένος με τη Ρόζα, που εργάζεται τις νύχτες σε κέντρο αμφιβόλου ηθικής. Ο έρωτας αυτός είναι απαγορευμένος. Απ' τη μια ένα αυστηρό σπίτι κι απ' την άλλη, ένα γεμάτο μουσική και χορό κέντρο. Θα κερδίσει άραγε η αγάπη ή το καθήκον; Τα ζητήματα της ελληνικής "αγίας" οικογένειας και η παθογένειά της είναι πλέον κοινωνικό φαινόμενο, εδώ και πολλά χρόνια ριζωμένο. Πάντα θα μας απασχολεί. Πάντα θα έχουμε πολλά να πούμε για αυτό.

Πώς προσέγγισες τη θεματολογία του έργου και ποιο μήνυμα θέλεις να περάσεις στο κοινό μέσα από την παράσταση;
Το προσεγγίζω με πολύ χιούμορ και με μια αλληγορική διάθεση. Με σαρκασμό πάνω στην "ανθρωποφαγία" και την αγριότητα που ζούμε γύρω μας σε κάθε τι στο κόσμο. Παίζω κυριολεκτικά με τη λέξη ανθρωποφαγία κάνοντας χιούμορ με τεχνικές της μαύρης κωμωδίας. Χρησιμοποιώ πτώματα, μέλη κ.λπ. με τρόπο αστείο. Όλοι τρώμε πτώματα -λένε οι Ασποκόρακες- αλλά εμείς τρώμε με χρυσά μαχαιροπίρουνα. Πιστεύουν πως είναι οι καλύτεροι. Πεινασμένοι για επιτυχία και για τη διατήρηση ενός μεγαλοαστικού ονόματος, υπερασπίζονται μια εικόνα για τον εαυτό τους ιδεατή. Η έννοια της αγάπης στο έργο δέχεται επιθέσεις από τους Ασπροκόρακες. Ο έρωτας απαγορεύεται μέσα σε αυτή την ηθική τάξη πραγμάτων. 'Ολη η παράσταση είναι μια αλληγορία για το καθήκον και την αγάπη. Όσον αφορά στην αγάπη, στις σύγχρονες κοινωνίες όλα κινούνται με ταχύτητα μπροστά. Κυνηγάμε την επιτυχία και η αγάπη μοιάζει με αδυναμία. Φοβόμαστε ότι μας φρενάρει από τους στόχους που θέτουμε. Σαν να μας "στερεί" το δικαίωμα στις επιθυμίες που έρχονται. Και αυτή η διαπραγμάτευση δεν έχει να κάνει με τις επιθυμίες μας αυτές καθεαυτές, αλλά με το δικαίωμά μας σε αυτές. Μην τυχόν και μας στερηθεί το δικαίωμα σε κάτι, οτιδήποτε! Και τρέχουμε να ξεφύγουμε. Μιλάμε για μεγάλη πλάνη. Μια πλασματική αίσθηση διεκδίκησης της ελευθερίας. Μετράμε υπολογιστικά τη φροντίδα και το χρόνο που πρέπει να δαπανήσουμε. Ζούμε το ψέμα ότι η αγάπη είναι χάσιμο χρόνου. Επειδή μας μαλακώνει, μας μετακινεί. Φοβόμαστε μην γίνουμε αδύναμοι και ευάλωτοι σε μια κοινωνία που τρέχει. Χρειάζεται κότσια για να αγαπάς. Αλλά η αγάπη δεν κοστολογείται. Και νικάει τον φόβο. Στα μεγάλα θεατρικά έργα νικάει ακόμη και τονν θάνατο! Η βασική μου επιθυμία για τη παράσταση είναι να περάσει καλά το κοινό. Να γελάσει και να νιώσει έναν ρομαντισμό σε αυτήν. Να φύγουν όλοι χαρούμενοι από το θέατρο, να πουν ήταν μια ωραία βραδιά.

Υπάρχει κάποια πτυχή του έργου που θεωρείς ότι θα αποτελέσει την "έκπληξη" για το κοινό;
Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, το κοινό βιώνει συνεχόμενες εκπλήξεις που συνεχώς κορυφώνονται. Αυτό φουντώνει τον ρυθμό της κωμωδίας αλλά και τη δραματικότητα του έργου στα θέματα που θίγει. Στο φινάλε συμβαίνει κάτι που μετακινεί προς κάπου τα πράγματα. Κάτι αλλάζει.
Ο Αλέξης Σολομός είναι μια εμβληματική φυσιογνωμία του θεάτρου. Πώς επηρέασε η δική του θεατρική φιλοσοφία τη δική σου σκηνοθετική ματιά;
Ο Αλέξης Σολομός γράφει τον τελευταίο Ασπροκόρακα το 1943, έπειτα από αίτημα του Κάρολου Κουν, που τη σκηνοθετεί έναν χρόνο αργότερα στο θέατρο Τέχνης. Στο τέλος της Κατοχής είναι μια εποχή καταπίεσης και "ανθρωποφαγίας". "Ο τελευταίος Ασπροκόρακας" ανεβαίνει 81 χρόνια μετά στο Εθνικό. Ασχολήθηκα με τη καλή κοινωνία των Αθηνών μια αλλης εποχής. Η έρευνα αυτή ήταν απολαυστική διότι ήταν και ένα θέμα με το οποίο δεν είχα ασχοληθεί ξανά. Επίσης, το να σκηνοθετήσω μια ελαφρά κωμωδία εποχής και ηθών με στοιχεία καμπαρέ ήταν επίσης ιδιαίτερα απολαυστικό.

Τι ζήτησες από τους ηθοποιούς για να αποδώσουν τους χαρακτήρες του Σολομού με αυθεντικότητα;
Δουλέψαμε με πολλά εργαλεία προκειμένου να συναντηθούμε όλοι μαζί σε έναν κόσμο και να γεννηθεί ένα σύμπαν χαρακτήρων κωμωδίας: μάσκα, τεχνικές κλόουν, ελεύθερος λεκτικός αυτοσχεδιασμός. Αυτές οι διαφορετικές τεχνικές συγκλίνουν κάπου δημιουργώντας ένα σύμπαν. Εκεί ο ηθοποιός έχει το έδαφος να υπάρξει μέσα στο πλαίσιο μιας θεατρικής φόρμας. Να νιώσει ελεύθεροι μέσα στο πλαίσιο που θέτει η σκηνοθεσία. Αυτό είναι το σημαντικότερο. Και πραγματικά χαίρομαι και νιώθω ευγνώμων που αυτό συμβαίνει. Υπάρχουν δυο σκηνικοί χώροι στο σπίτι των Ασπροκοράκων και το κέντρο διασκέδασης που είναι ένα μαύρο καμπαρέ εποχής. Υπάρχουν στοιχεία μιούζικαλ και το τραγούδι και χορός ήταν επίσης μέσα στα υλικά μας.

Πώς ήταν η εμπειρία να σκηνοθετείς για το Εθνικό Θέατρο; Σε βοήθησε και σε ενέπνευσε ιδιαίτερα η απόφαση να παρουσιαστεί η παράσταση στο θέατρο σου;
Συνεργάστηκα με νέους ανθρώπους του Εθνικού που στήριξαν με κάθε πιθανό τρόπο το εγχείρημα της παράστασης δίνοντας λύσεις σε ό,τι χρειαζόταν η σκηνοθεσια. Ηταν πολύ όμορφο να γεμίζει το θέατρο Χώρος με τόσους ανθρώπους από το Εθνικό θέατρο. Ο Γιάννης Μόσχος, από την πρώτη στιγμή, αγκάλιασε την πρότασή μου για τον Ασπροκόρακα, με εμπιστεύτηκε, κάναμε πολλές δημιουργικές συζητήσεις για το ανέβασμά του. Τον ευχαριστώ από καρδιάς. Οι συναντήσεις και η συνεργασία με καινούργιους ανθρώπους λειτουργούν ευεργετικά στη δημιουργία της παράστασης. Η απόφαση να παίξουμε στο θέατρο Χώρος με βοήθησε σε θέματα των δοκιμών των υλικών της παράστασης. Το Χώρο τον ξέρω, ξέρω τους κεντρικούς χωρους, τα υλικά του, τις αποθήκες. Ο Χώρος έχει πολλά προτερήματα ως θέατρο. Είναι ζεστός, φιλόξενος. Υπάρχουν πολλά props, μάσκες, βεστιάριο σκηνικά και οτιδήποτε μπορεί να είναι εργαλειο δοκιμών για μια πρόβα. Αυτό δίνει και μια αίσθηση ελευθεριας, να δοκιμάζεις γρήγορα και να βρίσκεις λύσεις άμεσα. Οποιοδήποτε χώρος δίνει έμπνευση, όταν μπαίνει κανείς μέσα. Το κοινό είναι κοντά στον ηθοποιό στο Χώρο. Αυτό μου έδωσε την επιθυμία να φτιάξουμε ένα ευφάνταστο θέαμα της λογικής του μιούζικαλ μια ανάσα από το θεατή αλλά προσφέροντας την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε ένα πολύ μεγάλο θέατρο.

Ο Χώρος φημίζεται για την εστίασή του σε πιο ερευνητικές θεατρικές φόρμες. Τι σε έλκει σε αυτές τις προσεγγίσεις;
Η τόλμη και το ρίσκο που παίρνει κανείς να κινηθεί προς το άγνωστο. ΄Εχοντας ασχοληθεί για πολλά χρόνια με την εκπαίδευση στο θέατρο, έχουν παρουσιαστεί στο θέατρο Χώρος δουλειές με πολλές διαφορετικές θεατρικές φόρμες. Αυτό έφερε ένα πυρήνα ανθρώπων κοντά μας που τους ενδιαφέρει να κάνουν δουλειές με ρίσκο και ερευνητική διάθεση. Αυτό είναι συγκινητικό. Η λέξεις όμως έρευνα, άγνωστο και ρίσκο είναι βαθιά παρεξηγημένες. Συχνά συνδυάζονται με το ότι αυτό που θα δει κανείς ως τελικό αποτέλεσμα δεν βγάζει κανένα απολύτως νόημα, δεν είναι εύληπτο ή αποτελεί κάποιο ειδικό ειδος θεάτρου για λίγους. Δεν ισχύει αυτό. Είναι επίσης σύνηθες οι καλλιτέχνες να αποκρύπτουν τη λέξη έρευνα όταν μιλούν για τη δουλειά τους, γιατί ακούγεται βαρύγδουπο και υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρηθεί εσωστρεφές το έργο τους. Τα πάντα λοιπόν στο τέλος είναι θέμα καλού μάρκετινγκ. Πώς θα παρουσιάσεις κάτι. Αυτό που συμβαίνει στη δική μας περίπτωση είναι ότι μας αρέσει το ρεπερτόριο του θεάτρου να έχει τολμηρές εναλλαγές στις θεματικές. 'Αλλοτε να έχουμε κλασικά δυνατά έργα και άλλοτε επιλέγουμε έργα που τρομάζουν τους παραγωγούς, που είναι άγνωστα ή έχουν να παιχτούν χρονια. Που έχουν δραματουργικές δυσκολίες και σημεία να ξεκλειδώσει κανείς κάτι και για να συνομιλήσει το κοινό με αυτό. Είναι άλλο να πας παράσταση με έναν Σαίξπηρ και άλλο με ένα ανολοκλήρωτο έργο αγνώστου συγγραφέα. Υπό αυτήν την έννοια παίρνουμε γερά ρίσκα, ναι.

Δείτε φωτογραφίες από την παράσταση






Δείτε το τρέιλερ
Περισσότερες πληροφορίες
Ο τελευταίος Ασπροκόρακας
Η κωμωδία-ορόσημο για την υποκρισία της μεγαλοαστικής τάξης αλλά και της ελληνικής «αγίας οικογένειας» ζωντανεύει σε μια απολύτως ανατρεπτική εκδοχή. Οι Ασπροκόρακες, τα τελευταία μέλη μιας μεγαλοαστικής ελληνικής οικογένειας με περισπούδαστα επιτεύγματα, συνέρχονται σε οικογενειακό συμβούλιο. Ο γιος Νικηφόρος καλείται να συνεχίσει την πορεία του πατέρα, εκείνος όμως είναι ερωτευμένος με τη Ρόζα, μία νέα που εργάζεται τις νύχτες σε κέντρο αμφιβόλου ηθικής. Απ' τη μια πλευρά, ένα αυστηρό σπίτι κι απ' την άλλη, ένα γεμάτο μουσική και χορό κέντρο. Ποιος θα βγει άραγε νικητής; Η αγάπη ή το καθήκον; Οι Ασπροκόρακες πεινασμένοι για τη διατήρηση ενός μεγαλοαστικού ονόματος, πλάθουν μια εικόνα για τον εαυτό τους εντελώς πλασματική, λειτουργώντας «ανθρωποφαγικά» απέναντι στον έρωτα και την αγάπη, απέναντι σε όλα τα συναισθήματα.