Το σενάριο έχει ως εξής: Κάποιος λέει κάτι, κάποιος το αναπαράγει, κάποιοι αντιδρούν, κάποιοι ξεκατινιάζονται από μακριά, κάποιος λέει κάτι άλλο, κάποιοι ξεχνούν το προηγούμενο και πιάνουν αυτό. Σε δουλειά να βρισκόμαστε. Είναι πάντως θαυμαστοί αυτοί οι μηχανισμοί που μετατρέπουν ένα απλό μπαλόνι σε αερόστατο και το εκτοξεύουν στον ουρανό της μικρομεσαίας ενημέρωσης μέχρι να ξεφουσκώσει και να χαθεί. Ας δούμε πώς λειτουργεί το πράγμα με ένα μικρό παράδειγμα: Σε μια συνέντευξή του, ένας ημι-γνωστός καλλιτέχνης (από αυτούς που δεν είσαι ποτέ σίγουρος σε ποιον τομέα καλλιτεχνεί), ανάμεσα στα διάφορα κλισέ που αραδιάζει, πετάει και κάτι λιγότερο αναμενόμενο: «Μέχρι τα έντεκά μου χρόνια, κοιμόμουν στο κρεβάτι των γονιών μου».
Μια δήλωση που θα μπορούσε να περάσει στο ντούκου αν τη συγκεκριμένη στιγμή που ειπώθηκε δεν υπήρχε ειδησεογραφική ξηρασία στα γραφεία των media. Η δήλωση αναπαράγεται χαλαρά, κυρίως στο διαδίκτυο, με τίτλους όπως «Δεν θα πιστέψετε ποιος κοιμόταν με τους γονείς του μέχρι τα έντεκά του χρόνια». Αυτό βέβαια δεν είναι τροφή, αλλά απλώς το δόλωμα. Και κάποιος αργά ή γρήγορα θα τσιμπήσει. Μέχρι το βράδυ θα έχει εμφανιστεί ένα πλήθος tweets ή σχολίων στο facebook που θα επιδοκιμάζουν ή θα αποδοκιμάζουν τη συγκεκριμένη συνήθεια, με ειδική μνεία στη διαπαιδαγώγηση ή και στην πλημμελή ανατροφή τού εν λόγω καλλιτέχνη. Ακολούθως, ένα ειδικά εκπαιδευμένο σώμα κομάντος ξεσκαρτάρει τα σχόλια για να ξεχωρίσει ποιο από αυτά έχει αποστολέα κάποιον από τους λεγόμενους επωνύμους. Την επόμενη ημέρα η είδηση έχει εξελιχθεί ως εξής: «Σκληρή απάντηση του Τάδε στον Δείνα».
Τις περισσότερες φορές η απάντηση δεν είναι και τόσο σκληρή, αλλά ένας τίτλος του στιλ «Μαλακή απάντηση του Τάδε στον Δείνα» δεν πουλάει. Λίγες ώρες αργότερα σε κάποιο άλλο μέσο εμφανίζεται η συνέχεια: «Η μητέρα του Δείνα ξεσπάει για τον πόλεμο λάσπης που υφίσταται ο γιος της». Και λίγο πιο μετά «Τη θέση του Δείνα πήρε ο Άλλος στη διαμάχη του με τον Τάδε». Εν τω μεταξύ, όλοι οι ρεπόρτερ του «καλλιτεχνικού ρεπορτάζ» έχουν πάρει τα μικρόφωνα και ξεροσταλιάζουν έξω από θέατρα και μπουζούκια μπας και βάλουν κι άλλους στον χορό. Πράγματι, η ιστορία συνεχίζεται για λίγο ακόμη, σαν τις βεντέτες που όλοι έχουν ξεχάσει την αφορμή τους, και μέχρι κάποιος άλλος «κάτι σαν καλλιτέχνης» να δηλώσει ότι «Πιστεύω πως πρέπει να επανέλθει ο νόμος 4000 για να ξαναζήσουμε εποχές τάξεως και ηθικής».
Όπερ σημαίνει «Δεν θα πιστέψετε ποιος θέλει να επιστρέψει ο νόμος 4000» και ούτω καθεξής. Κάπως έτσι λοιπόν χιλιάδες άνθρωποι (και αυτό βέβαια συμβαίνει παντού στον κόσμο) παρακολουθούν κάθε μέρα με κομμένη την ανάσα μια παράλληλη πραγματικότητα, η οποία έχουν πειστεί πως τους αφορά. Απλώς το πράγμα σκοντάφτει όταν το θέμα ξεφεύγει από τις συνηθισμένες ανώδυνες σαχλαμάρες και μπαίνει σε ζητήματα που μια στοιχειώδης σοβαρότητα είναι το μίνιμουμ επίπεδο για να ξεκινήσεις να ασχολείσαι μαζί τους. Εκεί αρχίζει να θαμπώνει το κατασκεύασμα, να γίνεται ορατή η ρηχότητα, να χάσκει το πολιτιστικό κενό. Πόσες απόψεις πια να αντέξουμε από ανθρώπους που λένε ό,τι τους κατέβει και φωτογραφίζονται με την αυτοπεποίθηση του «δεν μασάω». Μερικές φορές όμως χρειάζεται να μασάς. Απλώς για να μη μιλήσεις.