"Αν δεν ρισκάρεις ένα κακό γεύμα, δεν θα απολαύσεις ποτέ ένα μαγικό" είχε πει ο Antony Bourdain, o αναντικατάστατος εικονοκλάστης ταξιδιώτης- chef που έκανε προσωπική του σταυροφορία την παρουσία(ση) του φαγητού ως οικεία μορφή έκφρασης. Ωστόσο, οποιοδήποτε απόφθεγμα του Bourdain θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην δυσάρεστη παραδοχή: το ίντερνετ σκότωσε την εμπειρία του ταξιδιού. Σταδιακά και ύπουλα. Καθότι ο Bourdain υπηρετούσε (πιθανόν υποσυνείδητα) όλα όσα έρχονται σε σύγκρουση με την σύγχρονη mainstream νοοτροπία του ταξιδιώτη. Λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία και φύγει από την ζωή ο Antony Bourdain, ο υπερτουρισμός πιο βουλιμικός από ποτέ ροκάνιζε με το σιγοντάρισμα των social media κάθε ψήγμα αυθεντικότητας.
Φανταχτεροί τουριστικοί προορισμοί με μπόλικα πλάνα από drones, αμετροεπείς λίστες με "άχαστα" tips, βίντεο με "καβάτζες" μόνο για μυημένους, "αυθόρμητες" εμπειρίες σκηνοθετημένες με κάθε λεπτομέρεια στο κινητό και ακόμη περισσότερες λέξεις, φωτογραφίες, υλικό ώστε να μην μείνει τίποτε στην φαντασία. Η παλιά εικόνα του ταξιδιώτη που δεν είχε προμελετήσει το καθετί μοιάζει να μην χωράει στην ακατάσχετη λογοδιάρροια του διαδικτύου.
Περνώντας ώρες στο ντιτζιταλικό κόσμο αναζητώντας την πολύτιμη εξατομικευμένη εμπειρία, την εξασφάλιση του επιτυχημένου (;!) ταξιδιού, μήπως χάνουμε την ουσία; Πιθανόν, αλλά σίγουρα θα φάμε την επισταμένως κορυφαία πίτσα σε όλη τη Νάπολη. Αφού περιμένουμε 2 ώρες στην ουρά μαζί με δεκάδες άλλους "ψαγμένους" ταξιδιώτες.
"Σαν να έχω πάει"
Η έπαρση που συνόδευε το "έχω πάει", ήρθε και μεταλλάχθηκε σε "σαν να έχω πάει". Όχι άδικα αφού αφιερώνουμε τόσο χρόνο και ενέργεια online για να πάρουμε τεκμηριωμένες αποφάσεις προκειμένου να συνθέσουμε μια προδιαγεγραμμένη εμπειρία, ενορχηστρωμένη στην τελευταία της λεπτομέρεια. Έχουμε ήδη δει τη θέα του ξενοδοχείου, ξέρουμε ακριβώς σε ποιο εστιατόριο θα πάμε και τι θα παραγγείλουμε, έχουμε βάλει pin στο spot που θα βγάλουμε τις ωραιότερες φωτογραφίες με το αβανταδόρικο φόντο, έχουμε αποφασίσει τι σουβενίρ θα αγοράσουμε και γενικά έχουμε κάνει σχέδια για κάθε μέρα του ταξιδιού. Σαν να τα έχουμε ήδη ζήσει. Το μόνο που μένει είναι να τα φωτογραφίσουμε για τα social media.
Το φασείκο νησί που δεν υπάρχει
Αφού έχει προηγηθεί περισσότερο διάβασμα και έρευνα και από εκείνη της τραυματικής περιόδου των πανελλήνιων, όσοι παίρνουν την εμπειρία του ταξιδιού στα σοβαρά, έχουν ήδη αποθηκεύσει στις λίστες τους όλα όσα είναι ταυτόχρονα ψαγμένα, αυθεντικά, ανεπιτήδευτα, προσιτά και αγνά. Ξεχνάνε βέβαια, πως στις ίδιες λίστες όπου τα εντόπισαν τα λαγωνικά του ίντερνετ, τα βρήκαν ακόμη και εκείνοι που κάνουν διακοπές με γκρουπ. "Τουρισμός" είναι αυτό που αποκαλούμε το ταξίδι… όταν το κάνουν άλλοι άνθρωποι. Όσο αποθαρρυντικό και κυνικό και αν ακούγεται, τα περιζήτητα τοπόσημα δεν είναι κλειστές λέσχες, ούτε υπάρχουν πλέον καβάτζες, εύκολα προσβάσιμες, οι οποίες έχουν καταγραφεί στον αλγόριθμο αλλά μόνο εσύ τις γνωρίζεις προς τέρψιν της εγωκεντρικής αναψυχής σου. Κι αν συνωστισμένη την βρεις, η Ψίμυθος δεν σε γέλασε.
Πρώτα φωτογραφίζουμε, μετά ζούμε
Εκείνο το μαρτυρικό τρίλεπτο όπου τα κινητά απλώνονται πάνω από τα πιάτα για να αποθανατίσουν από την πιο μαεστρική γωνία λήψης το φαγητό που κρυώνει, είναι κάτι που έχουμε ζήσει όλοι. Η σοσιαλμιντική μας persona, η επίφαση της επικοινωνίας, η ανάγκη για επιβεβαίωση μέσω likes μας έθεσε προτεραιότητες. Πρώτα οφείλουμε να τραβήξουμε βίντεο στην παραλία και μετά να βουτήξουμε. Οι ακόμη πιο στρατευμένοι στον στόχο, θα ξυπνήσουν από τα χαράματα για να πετύχουν το Σαρακήνικο στην Μήλο, ή τον πύργο του Άιφελ χωρίς κόσμο προκειμένου να υλοποιηθεί η ψευδαίσθηση. Ανάμεσα στις δεκάδες ανούσιες φωτογραφίες, σίγουρα κάποιες θα επιβιώσουν στην τελική διαλογή για τα posts του ταξιδιού, αλλά επιστρέφοντας στο σπίτι αναπολείς τίποτε στην πραγματικότητα; Ή χρειάζεται να ανατρέχεις στα stories σου για να θυμηθείς;
Πλανάσαι πλάνην ινσταγκραμικά
Το μποστάνι της γιαγιάς με τις ζουμερές ντοματούλες που εξυπηρετούν 100 κουβέρ την ημέρα επί 3 μήνες. Η μυστική, αντιτουριστική παραλία που δεν μαζεύει πάνω από 3 παρέες. Το old-school μπαρ καλά κρυμμένο στο υπόγειο της μεγαλύτερης μητρόπολης, που ακόμη αψηφά τον υπερτουρισμό. Εκείνο το μικροσκοπικό μαγαζάκι που έχει το νοστιμότερο ράμεν σε όλο το Τόκιο (των 35 εκατομμύριων). Κάποιες από αυτές τις φαντασιώσεις αντίστασης στην ισοπεδωτική τουριστική βιομηχανία και έμπειρου know how τροφοδοτούνται ντιτζιταλικά είτε από εμάς τους δημοσιογράφους που ξεχειλώνουμε το storytelling ανενδοίαστα είτε από τους δημιουργούς περιεχομένου που πασχίζουν να σαγηνεύσουν το αλγόριθμο και τους followers με "παπατζιλίκια", που λέει και ο συμπαθέστατος Μίλτος Τεντόγλου. Όσες πινέζες και να προσθέσεις στους εξατομικευμένους χάρτες πιθανότατα αυτό που θα σου μείνει επιστρέφοντας στο σπίτι θα είναι εκείνο το ευτράπελο, οι κουβέντες με κάποιον ντόπιο, μια τυχαία ανακάλυψη, η έκπληξη όταν έστριψες στο "λάθος δρομάκι". Αυτό που δεν το είχες δει νωρίτερα online, αποδείχτηκε ότι πιο αληθινό έζησες στο ταξίδι.
Surprise surprise!
Βέβαια, αν δεν υπήρχε το ίντερνετ το παραπάνω σχεδόν ισοπεδωτικό μανιφέστο δεν θα έφτανε ποτέ στους γενναίους που το έχουν διαβάσει μέχρι και εδώ! Αυτή η αμφιθυμία που διέπει το διαδίκτυο, παρασέρνει και την επιρροή του στο ταξίδι. Προφανώς, η ιδέα δεν είναι να κλειστούμε σε κάποια σπηλιά και να μην ψάξουμε ποτέ πληροφορίες για ταξιδιωτικούς προορισμούς ή να μην καταναλώσουμε σχετικό περιεχόμενο. Παρ' όλα αυτά αν επιλέξουμε μια πιο ισορροπημένη διαχείριση του google, του ChatGPR, των κοινωνικών δικτυών και της γενικότερης καταιγιστικής πληροφορίας μπορεί να παραβλέψουμε κάποια "κρίσιμα" στοιχεία. Δεν βαριέστε! Τα καλύτερα ταξίδια απαντούν σε ερωτήσεις που ούτε καν σκεφτήκαμε να κάνουμε.