Πίσω στα ’00s, με την άνθηση του home entertainment να μετατρέπει μεσοαστικά σαλόνια σε μίνι κινηματογραφικές αίθουσες, η βιομηχανία του κινηματογράφου πέρασε τη μεγαλύτερη σύγχρονη κρίση της: τη μαζική αδιαφορία του δυναμικού κοινού. Προσπαθώντας να το δελεάσουν εκ νέου, οι αιθουσάρχες δημιούργησαν εστέτ εμπειρίες θέασης με τεχνολογία αιχμής, ενώ οι παραγωγοί πόνταραν στο FOMO (fear of missing out) και μετέτρεψαν την κινηματογραφική πρόταση σε event με ταυτόχρονο ραντεβού σε όλο τον πλανήτη.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την τουριστική βιομηχανία στο πλαίσιο της οικονομίας διαμοιρασμού; Δείχνουν την κλασική αντίδραση μιας συστημικής δομής σε προσπάθειες νέων παικτών να πετάξουν παραδοσιακές δυνάμεις έξω από το παιχνίδι: οι εμπλεκόμενοι προσφέρουν καλύτερο προϊόν από αυτό που βρίσκει ο καταναλωτής μόνος του και, ει δυνατόν, σε ανταγωνιστική τιμή.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που τα τελευταία χρόνια σημειώνεται σαρωτική μετατόπιση του τουριστικού προϊόντος προς την exclusive εμπειρία, με τα ξενοδοχεία να ποντάρουν στις προσωποποιημένες υπηρεσίες, τα δωμάτια να μεγαλώνουν, τις παροχές να διευρύνονται και τα boutique hotels να αποκτούν όλο και μεγαλύτερη δυναμική: μια αλλαγή που δρομολογήθηκε στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας κι επιταχύνθηκε στα μέσα της τρέχουσας. Παράλληλα δηλαδή με τη γένεση και διάδοση της πλατφόρμας-σημαία της οικονομίας διαμοιρασμού στον τουρισμό: του Airbnb. Το προφανές αποτέλεσμα; Σε όλες τις περιπτώσεις, ο καταναλωτής ωφελείται τόσο σε επίπεδο εύρους και ποιότητας επιλογών όσο και στο τελικό κόστος της εμπειρίας – αυτά είναι τα καλά της ελεύθερης αγοράς. Τι συμβαίνει όμως όταν η αγορά γίνεται ατίθαση;
Οικονομία διαμοιρασμού: ελεύθερη ή ατίθαση;
Από την εποχή που δύο πιτσιρικάδες νοίκιαζαν φουσκωτά στρώματα στο γκαράζ για να συμπληρώσουν το νοίκι μέχρι σήμερα που η Airbnb έχει μετατραπεί στον μεγαλύτερο εναλλακτικό tour operator παγκοσμίως, πολλά έχουν αλλάξει. Κι αυτό επειδή το μέγεθος της Airbnb μετριέται πλέον όχι μόνο σε χρηματική αξία ή βάση χρηστών αλλά και βάσει του αποτυπώματος που αφήνει στις κοινότητες που αγγίζει.
Βαρκελώνη, Άμστερνταμ, Βερολίνο, Βοστόνη και Τορόντο είναι μόνο μερικές από τις πόλεις των οποίων οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν ενάντια στην αθρόα εισροή τουριστών, που αλλοιώνει το προφίλ γειτονιών, όχι μόνο διαμορφώνοντας αποφασιστικά τον εμπορικό τους χαρακτήρα αλλά και απειλώντας να εξαλείψει την οικιστική τους ταυτότητα. Στη Βενετία π.χ. σχεδόν το 20% του πληθυσμού της πόλης άλλαξε ταχυδρομικό κώδικα τα τελευταία δέκα χρόνια, ενώ στη Σαντορίνη ο δήμος δέχεται εισηγήσεις να μισθώσει κρουαζιερόπλοια (!) για να βρίσκουν στέγη οι δημοτικοί υπάλληλοι.
Για κάθε κάτοικο που βρήκε στην οικονομία διαμοιρασμού μία σανίδα σωτηρίας στην κρίση, υπάρχει τουλάχιστον άλλος ένας που βρέθηκε να εκδιώκεται από τη γειτονιά του λόγω των κατακόρυφα αυξανόμενων τιμών ενοικίου κι ένας που αδυνατεί να βρει στέγη σε τιμή που να μην υπερβαίνει το μισθό του. Την ίδια στιγμή ψιλικατζίδικα μετατρέπονται σε σταθμούς ενοικίασης ηλεκτρικών δίκυκλων, ιστορικά μπαρ προσπαθούν να συντηρηθούν ανάμεσα σε carbon-copy θορυβώδη διασκεδαστήρια, ενώ ενώσεις υπεράσπισης της βραχείας μίσθωσης παιανίζουν το θρίαμβο ενός μοντέλου που αναπλάθει συνοικίες en masse, παραβλέποντας την έννοια της ιστορικής συνέχειας και τους οργανικούς ρυθμούς στους οποίους κινούνται οι φυσιολογικοί κύκλοι περιοχών.
H Αθήνα μέτρησε πάνω από 7.000 κρατήσεις για το 2017, με μέσο όρο 77 διανυκτερεύσεις ανά ακίνητο και συνολικό εισόδημα περί τα 3.000 ευρώ ανά οικοδεσπότη. Ο εκτιμώμενος τζίρος ξεπέρασε τα 750 εκατ. ευρώ.
Ρύθμιση: η εικόνα στην Αθήνα και αλλού
Η Φλωρεντία, που σημειώνει περί τις 10 εκατ. διανυκτερεύσεις ετησίως, έκλεισε φέτος συμφωνία συλλογής τελών διαμονής από την Airbnb, προσδοκώντας έτσι να ανεβάσει το ετήσιο τουριστικό της εισόδημα στα 41 εκατ. ευρώ. Το Τορόντο προσπαθεί να μπλοκάρει τη μαζική μετατροπή ακινήτων σε κατακερματισμένα ghost hotels, επιτρέποντας την ενοικίαση μόνο κύριων κατοικιών. Στο Λονδίνο ο μέγιστος χρόνος ενοικίασης ακινήτου περιορίζεται στις 90 ημέρες ανά έτος. Η Βαρκελώνη επέβαλε πρόστιμα στην εταιρεία για χρήση από ιδιοκτήτες αδήλωτους στη δημοτική αρχή, ενώ επιθετική προσέγγιση ακολουθεί και το Παρίσι.
Παρ’ όλα αυτά, ένας από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους των αρχών ανά τον κόσμο, σε σχέση με τα γκρίζα σημεία της Airbnb, είναι η συγκρατημένη προθυμία της εταιρείας να αποκαλύψει στοιχεία που θα ολοκλήρωναν την εικόνα: το Άμστερνταμ, η πρώτη πόλη που υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας για την είσπραξη τελών και την επιβολή ρυθμίσεων, αδυνατεί να πείσει την πλατφόρμα να της αποκαλύψει την ταυτότητα παραβατικών χρηστών.
Στην Αθήνα, σύμφωνα με τον δήμαρχο Γιώργο Καμίνη, ο οποίος άνοιξε το θέμα με την πρόσφατη ημερίδα «Διαμοιράζοντας την τουριστική ανάπτυξη», συναντάμε τρομερή έλλειψη διαμερισμάτων προς ενοικίαση. Με τις τοπικές κοινότητες, μάλιστα, να εμφανίζονται αδύναμες σε επίπεδο ρυθμιστικών αποφάσεων λόγω του αυτοδιοικητικού συστήματος της χώρας, είμαστε ακόμη μακριά από το να δούμε οποιαδήποτε συμφωνία με την Airbnb. Η συζήτηση κινείται ακόμη στο αν η προσέγγιση πρέπει να γίνει σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, με μόνη πρωτοβουλία μέχρι στιγμής αυτήν της ΑΑΔΕ να εγκαινιάσει πλατφόρμα ηλεκτρονικής υποβολής δηλώσεων βραχυχρόνιας διαμονής – και αυτή όμως αφορά τη φορολόγηση των εσόδων και όχι την εισαγωγή ρυθμίσεων.
Sharing economy ή ακραίο monetization;

Οι επίσημοι αριθμοί, όπως τους παρέθεσε πρόσφατα η κ. Σοφία Γκιούσου (υπεύθυνη για τη διαχείριση του τοπικού αποτυπώματος της Airbnb σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική), διαφωτίζουν και ταυτόχρονα θολώνουν τα νερά: η Αθήνα μέτρησε πάνω από 7.000 κρατήσεις για το 2017, με μέσο όρο 77 διανυκτερεύσεις ανά ακίνητο και συνολικό εισόδημα περί τα 3.000 ευρώ ανά οικοδεσπότη. Ο εκτιμώμενος τζίρος ξεπέρασε τα 750 εκατ. ευρώ – σε αυτό το νούμερο όμως, εκτός από τα έσοδα των οικοδεσποτών, συνεκτιμώνται τα χρήματα που ξόδεψαν οι επισκέπτες για καφέδες, ποτά, εισόδους σε μουσεία και μαγνητάκια για ψυγεία.
Το πόσοι από τους επισκέπτες θα προτιμούσαν μιαν άλλη πόλη έναντι της Αθήνας, αν δεν υπήρχε η Airbnb, είναι φυσικά ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί, άρα ούτε και να εκτιμηθεί στ’ αλήθεια ο τζίρος που οφείλεται αποκλειστικά στην Airbnb – μήπως, αν οι επισκέπτες έμεναν σε συμβατικό ξενοδοχείο, δεν θα αγόραζαν γύψινους φαλλούς; Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ωστόσο, έχουν τα νούμερα που αντιπαραθέτει για την Αθήνα το Inside Airbnb, που σαρώνει την πλατφόρμα αναζητώντας πιο σφαιρικά συμπεράσματα: 5.127 καταχωρίσεις μετράει αυτήν τη στιγμή στην Αθήνα, εκ των οποίων το 83% είναι ολόκληρα σπίτια ή διαμερίσματα (και όχι μόνο κάποια δωμάτια), η μέση τιμή ενοικίασης κινείται στα 55 ευρώ τη βραδιά, ενώ πάνω από το 90% των διαμερισμάτων είναι διαθέσιμο όλο το χρόνο, λειτουργώντας ουσιαστικά σε ξενοδοχειακή βάση.
Το εγχείρημα αποκτά διαστάσεις ακόμη πιο επιχειρηματικές στο 44% των περιπτώσεων, με πάνω από 2.200 καταχωρίσεις να αντιστοιχούν σε multi hosts (χρήστες δηλαδή που διαχειρίζονται περισσότερα από ένα δωμάτια ή διαμερίσματα), ενώ η λίστα των δέκα κορυφαίων οικοδεσποτών της πόλης μονοπωλείται από χρήστες που μετρούν από 16 έως… 58 (!) καταχωρίσεις στο όνομά τους, το οποίο παρεμπιπτόντως παραπέμπει συνήθως σε εταιρικές οντότητες.
Όταν οι πλατφόρμες του sharing economy λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο που θα το έκανε ένας tour operator, προσφέροντας ακόμη και αντισυμβατικά προϊόντα (λ.χ. bike tours, γαστρονομικοί περίπατοι, ακόμη και... ιδιωτικοί παπαράτσι), μιλάμε άραγε στ’ αλήθεια για υπηρεσίες που κινούνται στο πλαίσιο της οικονομίας διαμοιρασμού ή για κλασική περίπτωση ακραίου monetization; Ρητορικό είναι το ερώτημα βεβαίως, ακόμη κι έτσι όμως οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να βρουν τρόπο να το απαντήσουν.