Ο Δημήτρης και η Ταμάρα ξεκίνησαν ενστικτωδώς για ένα 12ήμερο ταξίδι 1180 χιλιομέτρων μέσα από 3 χώρες, έχοντας άγνοια κινδύνου και απόλαυσαν μια από τις καλύτερες και πιο αναζωογονητικές εμπειρίες της ζωής τους. Τους ζητήσαμε να μας… ανοίξουν το ημερολόγιό τους.
Όλα ξεκίνησαν από μια τρελή ιδέα! Η σύζυγός μου η Ταμάρα επέστρεψε από το γραφείο και η μέρα έπαψε να είναι συνηθισμένη όταν με ρώτησε: “Πάμε στην Ελλάδα με ποδήλατο;”. Απάντησα ναι ενστικτωδώς, συμφωνώντας για ένα 12ήμερο ταξίδι 1180 χιλιομέτρων χωρίς να το ξέρω! Τους τελευταίους 2 μήνες πριν το ταξίδι ψάχναμε στο δίκτυο για αεροπορικά ή σιδηροδρομικά εισιτήρια μέχρι που αυτή η ιδέα τα ανάτρεψε όλα. Καθώς ο ενθουσιασμός και η προσμονή της περιπέτειας άρχισαν να φουντώνουν, ήταν ώρα να ρίξουμε μια ματιά στο χάρτη. Ξεδιπλώνοντας το χάρτη έγινε ξεκάθαρο ότι η απόσταση μέχρι την Ελλάδα είναι τεράστια για ποδηλασία. Είναι η στιγμή που έχεις την ευκαιρία να πεις όχι. Ωστόσο, κανείς δεν το είπε. Έχοντας μπροστά μας μερικούς μήνες μέχρι την αναχώρηση, ξεκινήσαμε προετοιμασία με κοντινές διαδρομές, προσεκτική διατροφή και γυμναστική. Είχαμε δυνατό κίνητρο.
1η μέρα: Ζάγκρεμπ - Μπιέλοβαρ
Μια από τις βασικές προϋποθέσεις για πετυχημένη ποδηλασία μεγάλων αποστάσεων είναι το να ξεκινάει κανείς νωρίς το πρωί. Έχοντας να τυπώσουμε 300 σελίδες με χάρτες το προηγούμενο βράδυ δε βοήθησε προς αυτή την κατεύθυνση. Ξυπνήσαμε αργά και καταφέραμε να ετοιμαστούμε γύρω στις… 2 το μεσημέρι. Μόνο όταν όλα τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους καταλάβαμε πόσο βαριά είχαν γίνει τα ποδήλατα. Προσπαθώντας να τα κατεβάσουμε από τις σκάλες στο δρόμο, αρχίσαμε να γελάμε. Θα μπορούσαμε άραγε να τα οδηγήσουμε; Για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση ανεβήκαμε στη σέλα κι έτσι ξεκίνησε το ταξίδι.
Κυκλοφορώντας μέσα στην πόλη με φορτωμένο ποδήλατο δεν είναι ότι πιο εύκολο Τις πρώτες ώρες της διαδρομής προσπαθούσαμε να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι πάμε στην… Ελλάδα! Καθώς το Ζάγκρεμπ έμενε πίσω μας, αισθανθήκαμε απελευθερωμένοι. Στο δρόμο προς το Μπιέλοβαρ (Bjelovar) την πρώτη κωμόπολη του ταξιδιού, άγνωστοι άνθρωποι από τα αυτοκίνητα άρχισαν να μας χαιρετούν. Πριν δύσει ο ήλιος καταφέραμε να συμπληρώσουμε 64 χιλιόμετρα και ήταν ώρα να βρούμε ένα καλό μέρος για να περάσουμε τη νύχτα. Ένα μικρό και πυκνό δασάκι έξω από το Μπιέλοβαρ ήταν ακριβώς αυτό που ζητούσαμε.
2η μέρα: Μπιέλοβαρ - Σλάτινα
Το κρησφύγετο μας αποδείχτηκε αδιαπέραστο ακόμα και για τις ακτίνες του πρωινού ήλιου. Το πρόγραμμα έλεγε ξύπνημα στις 6.30 αλλά ήταν αδύνατον να βγούμε από τους υπνόσακους πριν τις 8. Ίσως να έφταιγε η πρωινή ψύχρα, πάντως περπατούσαμε σε αργή κίνηση. Το πρωινό μας περιλάμβανε ότι και αυτό που τρώμε στο σπίτι μόνο που τώρα είχαμε γύρω μας δέντρα, θάμνους, πουλιά και έντομα. Ο αέρας μύριζε φρέσκα χόρτα και οι υπόκωφοι ήχοι άρχισαν να μας βάζουν σε μια διαφορετική διάσταση ηρεμίας και ξεγνοιασιάς, σβήνοντας το θόρυβο της πόλης.
Αφού αφαιρέσαμε το χώμα, τα κλαδιά και τα έντομα που σκαρφάλωσαν στα ποδήλατα τη νύχτα, επιστρέψαμε στο δρόμο. Οι Κροάτες οδηγοί ήταν πολύ ευγενικοί μαζί μας, προσπερνώντας με προσοχή και μερικές φορές κορνάροντας και χαιρετώντας με χαμόγελο. Οδηγώντας σε μια ανηφόρα, συναντήσαμε ένα φορτηγό που καθώς μας πλησίασε, ο οδηγός του έβγαλε το χέρι του από το παράθυρο και άρχισε να κορνάρει πανηγυρίζοντας. Τον χαιρετήσαμε κι εμείς. Αυτός ο άνθρωπος μας γέμισε χαρά και δύναμη. Δε θα τον ξεχάσω. Καθώς η ανηφόρα τελείωνε, μου δημιουργήθηκε το ερώτημα: Τι ακριβώς ήταν αυτό που πανηγύριζε ο οδηγός;
Το μεσημέρι μας βρήκε στο όμορφο χωριό Τζούρτζεβατς (Đurđevac) και ήταν ώρα για το κυρίως διάλλειμα της μέρας. Μετά τη «λεηλασία» ενός τοπικού μπακάλικου, απολαύσαμε το γεύμα μας σε ένα παγκάκι δίπλα στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Σε λίγο εμφανίστηκε μια γαμήλια πομπή. Ένα μικρό αλλά καλοντυμένο πλήθος συνόδευε το χαρούμενο ζευγάρι με ακορντεόν και έγχορδα όργανα. Κάποιος προπορευόταν κρατώντας μια μεγάλη σημαία της Κροατίας, κάτι που συνηθίζεται σε όλους τους γάμους. Η χώρα πολέμησε πρόσφατα για την ανεξαρτησία της και την κέρδισαν με αίμα. Σήμερα η σημαία τους είναι ένα σύμβολο που σέβονται. «Η δική μας σημαία τι σημαίνει σήμερα;» σκέφτηκα ενώ παρακολουθούσα τη γιορτινή πομπή.
Περνώντας με το ποδήλατο μέσα από τα χωριά της κεντρικής Κροατίας μας γέμισε με όμορφα συναισθήματα και μας θύμισε ότι η ζωή μακριά από την πόλη έχει άλλο ρυθμό. Η ποδηλασία είναι ιδανικός τρόπος για να ρίξει κανείς μια καλή ματιά στη ζωή. Στη ζωή των άλλων, στη ζωή του χωριού, μια ζωή διαφορετική και γίνεται αφορμή να ξανασκεφτούμε τη δική μας. Ίσως αυτή να είναι η απάντηση στο τι ακριβώς ήταν αυτό που πανηγύριζε ο οδηγός: Η ζωή.
Το να κοιμάσαι δίπλα σε ένα χωράφι με καλαμπόκια είναι υπέροχο. Σας το συνιστούμε. Το αεράκι που χάιδευε τις κορφές από τα καλαμπόκια μας χάρισε ένα όμορφο νανούρισμα πριν κοιμηθούμε κάτω από τα αστέρια.
3η μέρα: Σλάτινα - Όσιεκ
Το πρωινό ξύπνημα ήταν λιγάκι απότομο εξαιτίας μιας μηχανής που μάζευε το καλαμπόκι και νομίζαμε ότι θα μαζέψει κι εμάς. Το πρώτο φως μας προσκάλεσε για το πρωινό: Ζεστό γάλα με δημητριακά σε ένα χωράφι με καλαμπόκια σε ένα άγνωστο μέρος. Μόνο γη και ουρανός όσο μακριά φτάνει το μάτι. Ελευθερία.
Η διαδρομή προς την πόλη Όσιεκ (Osijek) είναι πολύ ευχάριστη και ξεκούραστη, περνώντας μέσα από μικρά χωριά των οποίων τις ταμπέλες γιορτάζαμε σαν μια νέα προσωπική κατάκτηση. Νόβι Σένκοβατς, Τσάνταβιτσα, Πόντραβσκα Μοσλάβινα. Το φτάσιμο στο κάθε ένα από αυτά κι ένα ρεκόρ, ένας λόγος για να χαμογελάμε. Με τη θερμοκρασία στους 28, μερικά σύννεφα και αεράκι, ο καιρός ήταν ότι πρέπει για ποδηλασία.
Θα πρέπει να απείχαμε μερικά χιλιόμετρα από το Ντόνι Μίχολιατς (Donji Miholjac) όταν σε μια τυχαία στροφή του δρόμου, το είδαμε: Ξερές κορφές και φύλλα από καλαμπόκι αιχμαλωτισμένα από τον άνεμο χόρευαν ψηλά πάνω από το έδαφος σχηματίζοντας έναν μεγάλο ανεμοστρόβιλο. Ίσως για αυτή την εύφορη περιοχή της Σλαβονίας να είναι συνηθισμένο αλλά για ένα ζευγάρι από την πόλη όπως εμείς, το θέαμα ήταν μαγευτικό.
Αν και κουβαλούσαμε χάρτες μαζί μας, δεν τους δίναμε και πολύ σημασία όσο αισθανόμασταν ότι πάμε προς τη σωστή κατεύθυνση. Διαδρομή χωρίς σχέδιο, απλά διαλέγαμε έναν προορισμό για τη μέρα και μετά απολαμβάναμε ελεύθερα το κάθε μέρος όπως εμφανιζόταν, χωρίς προσδοκίες. Αυτός ήταν ένας παραπάνω λόγος γιατί το κάστρο Πραντάου Μάιλαθ (Prandau-Mailath) στο Ντόνι Μίχολιατς μας έκανε μεγάλη εντύπωση.
Αν και το αρχικό κάστρο της οικογένειας Πραντάου χτισμένο το 1818 σε στυλ ύστερου μπαρόκ δεν υπάρχει πια, ένα καινούριο χτίστηκε από τον κόμη Λάντισλαβ Μάιλαθ το 1903 στην ίδια θέση. Αυτή τη φορά το στυλ ήταν English Tudor με έναν μεγάλο κήπο γύρω του. Το κάστρο με τους πολυάριθμους πύργους και μια απίστευτη προσοχή στη λεπτομέρεια έμοιαζε βγαλμένο απ’ τα παραμύθια.
Λίγα λεπτά αργότερα μπαίναμε στην πόλη Βάλποβο (Valpovo) για να θαυμάσουμε ακόμη ένα εντυπωσιακό κάστρο, το Πραντάου-Νόρμαν (Prandau-Normann). Το Βάλποβο είναι μια πόλη ιδιαίτερα φιλική προς τους ποδηλάτες, με ειδική λωρίδα κυκλοφορίας και πολλά ενδιαφέροντα μέρη. Φύγαμε παίρνοντας μαζί μας τις καλύτερες εντυπώσεις αλλά η συνέχεια προς το Όσιεκ (Osijek) ήταν πολύ διαφορετική.
Ο άνεμος δυνάμωσε και ο δρόμος στένεψε πολύ εξαιτίας έργων. Η απόσταση έμοιαζε ατελείωτη και όταν τελικά φτάσαμε στον προορισμό μας, καταλάβαμε ότι κάνουμε ένα πολύ απαιτητικό ταξίδι. Εξουθενωμένοι και καλυμμένοι με ένα φιλμ σκόνης, πεινούσαμε τόσο που θα τρώγαμε ακόμα και πέτρες. Το φαγητό ποτέ δεν ήταν τόσο νόστιμο όσο εκείνο το βράδυ. Η αίσθηση της γεύσης μας είχε οξυνθεί και ο μεταβολισμός μας είχε αλλάξει. Ο οργανισμός άρχισε να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες. Καθώς ο ήλιος έδυε, μερικά ανεμόπτερα πέρασαν από πάνω μας. «Είναι τρελοί» σκέφτηκα. Μάλλον κι αυτοί θα σκέφτονταν το ίδιο αν ήξεραν για μας.
4η μέρα: Όσιεκ - Βούκοβαρ - Ίλοκ
Αφήσαμε το Όσιεκ πιο δυνατοί και πιο σίγουροι για τις δυνάμεις μας. Τα σώματά μας είχαν συνηθίσει την πολύωρη ποδηλασία και δεν πονούσαν πια. Οι καιρικές συνθήκες ήταν ιδανικές για ακόμα μια μέρα επιβεβαιώνοντας ότι ο Σεπτέμβρης είναι καλός μήνας για μεγάλα ταξίδια με ποδήλατο σε αυτό το μέρος του κόσμου. Αν και ο ήλιος ήταν λαμπερός, οι καρδιές μας έσφιγγαν και η διάθεσή μας σκοτείνιαζε καθώς φτάναμε στην επόμενη μεγάλη πόλη: Βούκοβαρ (Vukovar).
H πόλη χτυπήθηκε βαριά κατά τη διάρκεια του Κροατικού Πόλεμου Ανεξαρτησίας και οι πληγές φαίνονται ακόμα πάνω στα κτίρια. Δε λέγαμε πολλά. Η σιωπή άφηνε την εικόνα να μιλήσει εκείνη. Φτάσαμε μέχρι το κέντρο όπου μας περίμενε μια ανακούφιση. Ο Δούναβης εμφανίστηκε μπροστά μας μεγάλος, δυνατός, επιβλητικός. Το νερό με την ανεπαίσθητη ιαματική του ιδιότητα ήταν αυτό που χρειαζόμασταν. Αφού ξεκουραστήκαμε στο λιμάνι, συνεχίσαμε ψάχνοντας τον ιστορικό υδατόπυργο της πόλης. Όσες φωτογραφίες του κι αν είχαμε δει, καμιά τους δεν μπορούσε να φτάσει τη συναισθηματική επίδραση που είχε η επίσκεψη στο χώρο. Μείναμε απλά άφωνοι, κοιτώντας το επιβλητικό τοπόσημο με το στόμα μισάνοιχτο, κυριευμένοι από δέος. Ο πύργος χτυπήθηκε περισσότερες από 600 φορές αλλά δεν έπεσε. Αντί για αποκατάσταση της αρχικής του μορφής, παραμένει ένα μνημείο που μαρτυρεί τις δύσκολες στιγμές που άντεξε το Βούκοβαρ. Δε μπορώ να πω ότι φύγαμε από την πόλη εκείνο το απόγευμα. Την πήραμε μαζί μας. Ακολούθησαν 35 χιλιόμετρα σε μια σειρά από έντονες ανηφόρες και όμορφες κατηφόρες μέσα στα καταπράσινα χωριά της ανατολικής Σλαβονίας, μέχρι την πόλη Ίλοκ όπου φτάσαμε το απόγευμα.
Είναι χτισμένη σε τέτοια στρατηγική θέση δίπλα και πάνω από το Δούναβη που δεν κάνει καμία εντύπωση το γεγονός ότι κουβαλάει μια τόσο πλούσια ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά. Το κάστρο του Ίλοκ, η παρακείμενη εκκλησία Γοτθικού ρυθμού και απομεινάρια Ισλαμικής αρχιτεκτονικής είναι μόνο μερικά από τα αξιοθέατά. Επίσης φημίζεται για το εκλεκτό κρασί της. Αργότερα, σταθήκαμε πολύ τυχεροί στην αναζήτηση μέρους για τη σκηνή μας. Βρήκαμε ένα μικρό, απομονωμένο πλάτωμα ανάμεσα σε χαμηλή, πυκνή βλάστηση. Βλέποντας το ηλιοβασίλεμα από εκείνο το σημείο με τα μεγάλα ποταμόπλοια να αρμενίζουν αργά στο ποτάμι ήταν μια πρωτόγνωρη όσο και αξέχαστη εμπειρία. Μου θύμισε περιγραφές ποταμών από τα βιβλία του Ιούλιου Βερν, της παιδικής μου ηλικίας.
5η μέρα: Ίλοκ - Σύνορα Σερβίας - Ρούμα
Το επόμενο πρωί ξύπνησα σκεπτόμενος ότι ίσως να τα ονειρευτήκαμε όλα αυτά όμως βγαίνοντας από τη σκηνή ήταν όλα εκεί. Ο Δούναβης, μισοκρυμμένος στην ομίχλη, καθρέφτιζε τις πρώτες ακτίνες του ήλιου στο αγουροξυπνημένο μου πρόσωπο. Απολαύσαμε τη θέα μέχρι που το πέπλο της ομίχλης χάθηκε. Μακριά στον ορίζοντα η Σερβία φαινόταν απέραντη. Ήταν ώρα να τα μαζέψουμε και να ετοιμαστούμε για το πέρασμα των συνόρων.
Καλωσορίσατε στη Σερβία; Χμμμ… όχι ακριβώς. Η καλοφτιαγμένη άσφαλτος που είχαμε συνηθίσει στην Κροατία είχε αλλάξει σε άγριο, κατεστραμμένο οδόστρωμα. Επιπλέον, άρχισε να φυσάει ένας δυνατός αντίθετος άνεμος. Κατεβάσαμε το ρυθμό μας και κάναμε υπομονή μέχρι να μπούμε στο εθνικό πάρκο Φρούσκα Γκόρα (Fruska Gora). Μέσα στο πάρκο όλα θα ήταν πιο εύκολα ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε. Σιγά-σιγά βρεθήκαμε χωμένοι μέσα σε ένα τεράστιο, πυκνό δάσος και τότε άρχισαν τα πολύ δύσκολα.
Απότομες ανηφόρες που ακολουθούνταν από μια σύντομη κατηφόρα και στη συνέχεια μια ακόμα πιο απότομη ανηφόρα. Με άλλα λόγια, ανεβαίναμε το βουνό που έχει ύψος 539 μέτρα. Παρά τη δύσκολη διαδρομή, το καταπράσινο τοπίο του πάρκου αξίζει τον κόπο. Πυκνά δέντρα, άγρια ζωή και καθαρός αέρας. Σε 4 ώρες μέσα στη Fruska Gora είχαμε διανύσει μόλις 28 χλμ ενώ ο συνηθισμένος μας ρυθμός ήταν γύρω στα 15 χλμ/ώρα. Καθώς τα αποθέματα μας σε νερό κόντευαν να τελειώσουν, βρήκαμε επιτέλους μια ξύλινη πινακίδα με έναν χάρτη του βουνού. Είχαμε φτάσει σχεδόν στην κορυφή. Η κατηφόρα από εκείνο το σημείο μέχρι την πεδιάδα κράτησε 15 ολόκληρα λεπτά χωρίς πεταλιές. Λύτρωση! Στο επόμενο χωριό που συναντήσαμε, ζητήσαμε νερό σε κάποιο σπίτι. Δε θα ξεχάσουμε ποτέ την ευγενική κυρία που μας γέμισε τα μπουκάλια. Μια Σέρβα γέμισε τα μπουκάλια μιας Κροάτισσας. Εκείνο το νερό δεν έσβησε μόνο τη δίψα μας.
Το απογευματάκι μας βρήκε στην κεντρική πλατεία της Ρούμα (Ruma) όπου για πρώτη φορά δοκίμασα τη Σέρβικη κουζίνα σε ένα ντόπιο εστιατόριο. Είχα ακούσει τα καλύτερα λόγια και μπόρεσα να τα επιβεβαιώσω. Μοναδική γεύση σε εξαιρετικά προσιτή τιμή. Μετά την εξαντλητική διαδρομή δε μας έκανε καρδιά να σηκωθούμε. Όταν τελικά το πήραμε απόφαση είχε πέσει το σκοτάδι. Και τώρα; Νυχτερινή διαδρομή! Στο τέλος καταφέραμε να βρούμε μέρος (μαντέψτε) άλλο ένα χωράφι, αυτή τη φορά είχε φασόλια. Παρόλο που είχαμε γράψει μόνο 54 από το στόχο μας των 100 χιλιομέτρων, όταν πήγαμε για ύπνο αισθανόμασταν νικητές.
6η μέρα: Ρούμα - Βελιγράδι - Ράλια
Τα μαύρα μας άλογα περίμεναν όλη τη νύχτα να ξαναμπούν στο δρόμο. Ξεκινήσαμε με το πρώτο φως. Η καλή ξεκούραση, η ισορροπημένη διατροφή και η σωστή ενυδάτωση είχαν φέρει αποτέλεσμα. Τα πρώτα 58 χλμ από τη Ρούμα μέχρι το Βελιγράδι διανύθηκαν σε λιγότερο από 4 ώρες. Υπήρχε κάτι διαφορετικό (μια ατμόσφαιρα παρακμής) στην όψη των χωριών αλλά δεν δώσαμε πολλή σημασία. Πριν μπούμε στο Βελιγράδι συναντήσαμε ένα πολύ φιλικό ζευγάρι ποδηλατών από τη Γαλλία. Τα δικά τους δίκυκλα ήταν φορτωμένα με διπλάσιο εξοπλισμό απ’ ότι τα δικά μας. «Είναι ο δεύτερος μήνας μας στο γύρο του κόσμου με ποδήλατο. Θα είμαστε στο δρόμο για δύο χρόνια περίπου» είπε το κορίτσι και χαμογέλασαν πλατιά. «Δεν είχα ανέβει σε ποδήλατο πριν από αυτό το ταξίδι» συμπλήρωσε ο φίλος της. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν από υγεία και δύναμη. Τους ευχηθήκαμε καλό ταξίδι και συνεχίσαμε το δρόμο μας γεμάτοι με καινούριες σκέψεις. Εμπνευστήκαμε; Σίγουρα. Η συνάντηση αυτή μας έκανε να αισθανθούμε ότι ανήκουμε σε μια ομάδα άλλων ανθρώπων, λίγο πιο διαφορετικών, λίγο πιο ιδιαίτερων.
Η είσοδος στο Βελιγράδι μας έφερε κοντά σε έναν γνωστό: O Δούναβης ήταν και πάλι μπροστά μας, ατάραχος, αγέρωχος, αέναος. Στο φόντο η μεγάλη πόλη φαινόταν κουρασμένη και η μεγαλοπρέπεια του παρελθόντος ξεθωριασμένη. Οι αστικές υποδομές μαρτυρούν αδιαφορία ενώ η ζυγαριά δείχνει περισσότερο χάος παρά τάξη. «Μοιάζει λίγο με την Αθήνα» σκέφτηκα. Παρόμοια λάθη, παρόμοιες συνέπειες συν αρκετά χρόνια πρόσφατου πολέμου. Ήταν αναπόφευκτο. Μην με παρεξηγήσετε, το Βελιγράδι παραμένει μια πολύ ενδιαφέρουσα πόλη, σε μια εξαιρετική τοποθεσία με δύο γιγάντια ποτάμια, το ιστορικό φρούριο Καλεμαγκντάν, μεγάλα πάρκα και όμορφες γέφυρες. Απλώς, με θλίβει το να σκέφτομαι πώς θα μπορούσε να είναι.
Το τηλεφώνημα από το Ζάγκρεμπ έλεγε για βροχή οπότε περιμέναμε ότι ο καιρός θα χειροτερέψει τις επόμενες μέρες. Ο δρόμος έξω από το Βελιγράδι απαιτεί μεγάλη προσοχή γιατί είναι πολύ στενός με πυκνή κίνηση. Όταν η κυκλοφορία αραίωσε, συναντήσαμε πολλούς ντόπιους αθλητές ποδηλασίας που επέστρεφαν στην πόλη από την προπόνηση. Ήταν πολύ εντυπωσιακοί αλλά και ιδιαίτερα φιλικοί μαζί μας. Τους βγάζουμε το καπέλο! Λίγο πιο μακριά, η αυλή ενός μισοτελειωμένου σπιτιού έξω από το χωριό Ράλια (Ralja) έγινε το καταφύγιό μας εκείνη τη νύχτα. Ζεστή σούπα ή τσάι στο γκαζάκι; Τέτοια ανέμελα διλλήματα να είχαμε κάθε μέρα!
7η μέρα: Ράλια - Τσούπρια
Το να ξυπνάς από το κελάηδημα των πουλιών σε ένα άγνωστο μέρος πολύ μακριά απ’ το σπίτι, το να καβαλάς το ποδήλατό σου από την κορυφή του λόφου και να μπαίνεις σε μια τεράστια κατηφόρα με την πρωινή αύρα να σου μαστιγώνει το πρόσωπο: Αυτό είναι ΖΩΗ! Σε μιάμιση ώρα είχαμε αφήσει πίσω μας 40 χιλιόμετρα! Τα σύννεφα του… Ζάγκρεμπ άρχισαν να μαζεύονται από πάνω μας αποχρωματίζοντας τα πάντα γύρω μας… ή μήπως ήταν ήδη γκρίζα; Αυτό που αισθανθήκαμε την προηγούμενη μέρα ήταν πια φανερό: Παρακμή και μεγάλη φτώχεια. Τέτοιες εικόνες δε φαίνονται από τον αυτοκινητόδρομο. Εμείς διαλέξαμε τον παλιό δρόμο που περνάει μέσα από τα χωριά και είδαμε πώς ζουν οι άνθρωποι. Άμαξες που τις σέρνουν άλογα, παλιά φορτηγά, εγκαταλελειμμένα σπίτια, σκουριά και σιωπή. Σε μια στάση στο Μάρκοβατς (Markovac) μας περίμενε μια έκπληξη. Ο ιδιοκτήτης της καφετέριας μας αποκάλυψε ότι είναι… αδερφός μου. Δεν αστειεύομαι και πολύ. Μόλις του είπα ότι είμαι Έλληνας, μας μίλησε για τη μακρόχρονη, αδελφική φιλία ανάμεσα στους Σέρβους και τους Έλληνες. Το είχα ακούσει αλλά δεν ήξερα ότι είναι τόσο έντονο. O Σέρβος ήταν ένας εξαιρετικός τύπος που μας μίλησε για τη ζωή των ανθρώπων σε εκείνα τα μέρη. Είπαμε για τον πόλεμο και για το μέλλον. Στο τέλος μας κέρασε και τους καφέδες. Μια μέρα θα επιστρέψουμε εκεί.
«Άραγε θα νιώσω εξαντλημένος μετά από μια βδομάδα στο δρόμο;» Ανέβα σε ένα ποδήλατο και απάντησε για λογαριασμό σου. Μετά τα 120 χλμ εκείνης της μέρας νιώθαμε πιο ζωντανοί και δυνατοί από ποτέ. Το βραδάκι δειπνήσαμε ρομαντικά στην πόλη Τσούπρια (Ćuprija), δίπλα στον ποταμό Μοράβα κάτω από ένα δέντρο με θέα μια μεγάλη κίτρινη γέφυρα. Στο έδαφος, φυσικά. Όταν νύχτωσε στήσαμε τη σκηνή με τρόπο ώστε να αντέξει το δυνατό αέρα και τη βροχή. Η κακοκαιρία μας είχε προφτάσει και το ταξίδι δεν θα ήταν πια το ίδιο από αυτό το σημείο και μετά.
8η μέρα: Τσούπρια - Αλεξίνατς
Tο σκορ μας ήταν 628 χλμ όταν πακετάραμε και αφήσαμε πίσω μας το Μοράβα εκείνο το μουντό ξημέρωμα. Αυτό είναι το μισό της συνολικής απόστασης που είχαμε εκτιμήσει. Και τώρα, ας το ξανακάνουμε. Το ψιλόβροχο δεν ενοχλούσε ούτε εμάς, ούτε τους ψαράδες του ποταμού. Μακρυμάνικο και προορισμός: Νις (Niš).
Ο βαρύς ουρανός ταίριαζε γάντι στο τοπίο με τα γκρίζα χωριά. Η διάθεσή μας σίγουρα θα επηρεαζόταν αν δεν υπήρχαν εκείνα τα ογκώδη κτίρια που ξεπηδούσαν σαν μανιτάρια δίπλα στις ταπεινές καλύβες. Ήταν τόσο σουρεαλιστικά που ήταν αστείο. Μέγα-κατασκευές, ναοί στο θεό του Kitsch, έμοιαζαν με παγόδες κάποιου Μαχαραγιά της Ασίας. Εντελώς εκτός κλίμακας. Τα μισά κτίρια ήταν ακατοίκητα, θύματα μιας επαρχιώτικης μεγαλομανίας που πήγε στραβά.
Περνώντας το Αλεξίνατς (Aleksinac ) σταματήσαμε σε ένα σταυροδρόμι. Ο χάρτης δε βοηθούσε και πολύ καθώς σε εκείνο το σημείο μπλέκονταν πολύ μικροί δρόμοι. Η ταμπέλα έλεγε δεξιά Νις, αριστερά, πάλι Νις. Την κρίσιμη στιγμή εμφανίστηκε ένας ποδηλάτης που πήγαινε για ψάρεμα. «Και οι δύο δρόμοι θα σας βγάλουν στη Νις, απλά ο ένας είναι πιο στρωτός αν και λίγο πιο μακρύς». Μετά τη Φρούσκα Γκόρα η λέξη ανηφόρα είχε μπει στη μαύρη λίστα κι έτσι ακολουθήσαμε το στρωτό δρόμο για 20 χλμ. Δυστυχώς τα χωριά που συναντήσαμε δεν υπήρχαν πουθενά στο χάρτη μας. Καταφέραμε να βρούμε κάποιον για να ρωτήσουμε μετά από άλλα 10 χιλιόμετρα. Έπρεπε να γυρίσουμε πίσω. Από τα 100 τα 60 χλμ έγιναν μάταια. Απογοητευτικό και συγχρόνως διδακτικό: Μην ταξιδεύεις έξω απ’ το χάρτη σου.
Αποφασίσουμε να περάσουμε τη νύχτα σε ξενοδοχείο, θα είχαμε κρεβάτι και ντους, έτσι για αλλαγή. Χρειάστηκε αρκετό σαπούνι μέχρι να αισθανθούμε ξανά άνθρωποι. Όλοι ήταν έξω για βραδινή βόλτα όμως κανείς από όσους άκουσαν τα Κροατικά της Τάμαρας δεν ενθουσιάστηκε. Η απόκριση ήταν τόσο ψυχρή και απόμακρη, σχεδόν εχθρική. Αποφασίσαμε να χρησιμοποιούμε μόνο Αγγλικά για το υπόλοιπο της διαμονής μας στη Σερβία.
9η μέρα: Αλεξίνατς - Γκρντέλιτσα
Ξυπνήσαμε φρέσκοι και έτοιμοι για το δρόμο. Αυτή τη φορά στρίψαμε αριστερά στο σταυροδρόμι για να μάθουμε ότι ο ψαράς που μας είχε δώσει οδηγίες την προηγούμενη μέρα, είχε δίκιο: Πριν την πρώτη ανηφόρα το σήμα προειδοποιούσε για κλίση 22% με ζιγκ-ζαγκ. Το βγάλαμε φωτογραφία και ανεβήκαμε την ανηφόρα χωρίς στάση στη μέση. Υπερηφάνεια!
Τα επόμενα χιλιόμετρα ήταν βυθισμένα στον γκρίζο καιρό σε ένα κατεστραμμένο οδόστρωμα που έκανε την εμπειρία να θυμίζει περισσότερο ροντέο παρά ποδηλασία. Στη διαδρομή συναντήσαμε τους ήρωες μας. Δύο ντόπιοι ποδηλάτες που φορούσαν σακάκι και οδηγούσαν ο ένας δίπλα στον άλλον καταλαμβάνοντας όλο το πλάτος του δρόμου. Τους ακολουθούσαν αρκετά αυτοκίνητα και φορτηγά. Εκείνοι συζητούσαν μεταξύ τους ατάραχοι. Γιατί να κάνω στην άκρη; Είμαι κι εγώ «κίνηση».
Το κυρίως διάλλειμα της ημέρας έγινε στη Νις, μια από τις πιο παλιές ευρωπαϊκές πόλεις. Κάποτε ήταν γνωστή ως η πύλη μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η στρατηγική της θέση την έκανε θέατρο πολυάριθμων πολεμικών επιχειρήσεων κατά τη μακρόχρονη ιστορία της. Σήμερα, τα παλιά τείχη και τα κάστρα της με τις έντονες Οθωμανικές επιρροές καθρεφτίζουν το παρελθόν. Η επόμενη πόλη, το Λέσκοβατς (Leskovac) ήταν μια παράξενη έκπληξη, το είδος του αστείου που κανείς δεν ξέρει αν πρέπει να γελάσει στο τέλος. Διασχίζοντας την κεντρική αγορά ήταν λες και παίζαμε σε b-movie με τα πιο κακόγουστα, μισοκατεστραμμένα σκηνικά. Οι προσόψεις των μαγαζιών απλά δεν έχουν κανένα σχεδιαστικό προηγούμενο. Θέλαμε να τραβήξουμε φωτογραφίες αλλά δεν τολμήσαμε να βγάλουμε τη μηχανή από την τσάντα. Κάποια άλλη φορά.
Βρήκαμε καταφύγιο για τη νύχτα στη σκιά ενός ακατοίκητου, μισοτελειωμένου μέγα-κτιρίου στο χωριό Γκρντέλιτσα (Grdelica). Έχοντας διανύσει συνολικά 820 χλμ αυτός ήταν ο τελευταίος σταθμός μας στη Σερβία.
10η μέρα: Γκρντέλιτσα - Σύνορα FYROM - Κουμάνοβο
Τρεις μεσήλικες με λαμπερά κίτρινα γιλέκα και μαύρα κράνη εμφανίστηκαν πάνω στα ποδήλατά τους μέσα από την πρωινή ομίχλη του κάμπου. Τους χαιρετήσαμε από μακριά και ανταπέδωσαν. Έτσι ξεκίνησε η μέρα. Συνεχίσαμε τη διαδρομή παράλληλα με την πορεία του τρένου και το μεσημέρι γευματίσαμε δίπλα στις ράγες. Στο ντόπιο παντοπωλείο ένα πρόχειρο γεύμα για δύο κοστίζει περίπου ένα ευρώ. Περνώντας μέσα από τις καρδιές χωριών της Νότιας Σερβίας μπορείς να κοιτάξεις την καθημερινότητα στα μάτια: Άνθρωποι μαθημένοι να δουλεύουν σκληρά με τα γυμνά τους χέρια ενάντια στις αντιξοότητες. Ξαφνικά, όπως συνέβαινε με τα περισσότερα γεγονότα στη διαδρομή μας, ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος R214 απλώς… τελείωσε! Το μόνο που υπήρχε στη συνέχεια ήταν χώμα. Σχεδόν ταυτόχρονα η ψιλή βροχή που μας συνόδευε από το πρωί έπαψε να είναι ψιλή. Πάμε λοιπόν: Περιπέτεια στο χωματόδρομο, με θαλασσί αδιάβροχά και μόλις 8χλμ/ώρα στα ανεβοκατεβάσματα της περιοχής δίπλα στις διψασμένες ρεματιές. Τα μικρά χωριά που συναντήσαμε έμοιαζαν ξεχασμένα από το χρόνο κι ένας ο μεγάλος λούτρινος Σνούπι, κρεμασμένος χρόνια στον καθρέφτη ενός σκουριασμένου Lada ήταν μια ωδή στη νοσταλγία.
Μετά από 4 ώρες στο χώμα και τη λάσπη μπήκαμε στο Βλάντιτσιν Χαν (Vladicin Han) και βρεθήκαμε μπροστά σε ένα αλλόκοτο σκηνικό: Γάμος με ταμπούρλα, χάλκινες τούμπες, ντέφια και χορό στη μέση του δρόμου! Δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που είδα τέτοιο κέφι και ταλέντο από τους ερμηνευτές. Αν έχετε δει ταινίες του Γκόραν Μπρέγκοβιτς θα καταλάβατε το είδος της μουσικής. Όλα είχαν σταματήσει κι όλοι χόρευαν γύρω τους.
Μέχρι να φτάσουμε στο Βράνιε (Vranje) πεινούσαμε σα λύκοι. Η ποδηλασία κάτω από τόσο απαιτητικές συνθήκες επιταχύνει το μεταβολισμό και μετά τρως ακόμα και πέτρες. Αντί για πέτρες απολαύσαμε την τεράστια τυρόπιττα από ένα φούρνο της γειτονιάς και ρίξαμε μια ματιά στο χάρτη ψάχνοντας το δρόμο προς το Κουμάνοβο, (Kumanovo, FYROM). Δίπλα μας σταμάτησε μια μεγάλη BMW και μια ευγενική φωνή μας ρώτησε (στα Σέρβικα) αν χρειαζόμαστε βοήθεια. Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά προς τα εκεί, παραδέχομαι ότι τον αγνόησα εσκεμμένα. Πράγματι χρειαζόμασταν βοήθεια αλλά σίγουρα όχι από την τοπική… μαφία. Τι προκατάληψη! Ο τύπος επέμεινε και ήρθε πιο κοντά σε απόσταση όπου δεν μπορούσα πια να τον αγνοήσω. Παρά την κάπως επιβλητική του όψη (ψηλός με φαρδιά κορμοστασιά και αδρά χαρακτηριστικά προσώπου) το χαμόγελό του ήταν φιλικό καθώς επανέλαβε αυτή τη φορά στα Αγγλικά. Στο τέλος όχι μόνο μας έδειξε το δρόμο αλλά μας είπε ότι επιτρέπεται να μπούμε στον αυτοκινητόδρομο, μια συμβουλή που ήταν η πιο χρήσιμη σε όλο το ταξίδι. Δεν είχαμε λόγια για να τον ευχαριστήσουμε αρκετά.
Είχε πάει μεσημέρι όταν οι ψιχάλες της βροχής βάρυναν ξανά. Σταθήκαμε κάτω από μια μπετονένια γέφυρα στον αυτοκινητόδρομο ακούγοντας κάθε τόσο τον εκκωφαντικό θόρυβο από τα μεγάλα φορτηγά που περνούσαν μέσα σε ένα σύννεφο βρόχινου νερού. Ακούγεται λίγο τρομακτικό αλλά με την αυτοπεποίθηση που είχαμε αποκτήσει στη διαδρομή ανεβήκαμε στα ποδήλατα και μπήκαμε στο δρόμο. Σύντομα ο ρυθμός μας έγινε γρήγορος και η ποδηλασία κάτω από τη δυνατή βροχή ήταν συναρπαστική. Να τη δοκιμάσετε!
Όταν η βροχή σταμάτησε, αγγίξαμε τα 40χλμ/ώρα αν και η διαδρομή ήταν εντελώς διαφορετική από τις προηγούμενες μέρες. Στον αυτοκινητόδρομο ήμασταν αποκομμένοι, μακριά από τις ζωές των ανθρώπων και το μόνο που είχαμε να κάνουμε είναι να καταναλώνουμε χιλιόμετρα σαν μηχανές. Έχει κι αυτό τη δική του γοητεία. Αργά το απόγευμα περάσαμε τα σύνορα με τη FYROM και φτάσαμε στο Κουμάνοβο το βράδυ μετά από συνολικά 11 ώρες πάνω σε δύο ρόδες.
11η μέρα: Κουμάνοβο - Νέγκοτινο
Πώς ξυπνάς μετά από 10 μέρες ποδηλασίας; Καλύτερα από ποτέ! Ήταν η πρώτη φορά που αισθανθήκαμε ότι το ταξίδι πλησιάζει στο τέλος. Έξω στο δρόμο είχαμε την ευκαιρία να δούμε τους ανθρώπους χωρίς την παραμόρφωση του τηλεοπτικού γυαλιού. Οι κάτοικοι της FYROM είναι προσιτοί, ευγενέστατοι και πολύ πρόθυμοι να βοηθήσουν τους ξένους να βρουν το δρόμο τους μέσα στην ορεινή χώρα. Η εθνική οδός μας οδήγησε μέσα στο φαράγγι Μπάντερ (Bader). Στον ουρανό του φαραγγιού δεσπόζουν γεράκια και αετοί που αναζητούν το επόμενο γεύμα στις βουνοπλαγιές. Μια προσεκτική ματιά ίσως αποκαλύψει μικρούς ναούς που δε φαίνονται από το αυτοκίνητο. Στο μυχό του φαραγγιού συναντήσαμε τον Πτσίνια (Pčinja)έναν παραπόταμο του Βάρνταρ (Vardar) και ανακαλύψαμε ένα υπέροχο κάστρο χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου στη μέση του φαραγγιού. Όλη η διαδρομή της μέρας ήταν σαν σε τρενάκι του λούνα-πάρκ. Καταιγιστικός ρυθμός, πάντα στον ίδιο δρόμο, ανάμεσα σε βουνά, μέσα από τούνελ και πάνω από γέφυρες. Εκείνο το απόγευμα συναντήσαμε έναν μοναχικό ποδηλάτη μεγάλων αποστάσεων από την Αγγλία. Όπως μας είπε, αφού επισκέφτηκε τη Σουηδία και τη Νορβηγία, κατευθυνόταν προς την Τουρκία. Βρισκόταν στον έκτο μήνα του παγκόσμιου ταξιδιού του διάρκειας δύο χρόνων. Ήταν εξίσου φιλικός και σε εξαιρετική κατάσταση όπως το ζευγάρι των Γάλλων που είδαμε στο Βελιγράδι.
Η FYROM έχει τον καλύτερο αυτοκινητόδρομο που συναντήσαμε στο ταξίδι. Η λωρίδα ασφαλείας είναι φαρδιά και καθαρή γεγονός που μας επέτρεψε να συμπληρώσουμε 120 χλμ διαδρομής. Έξω από το Νεγκοτίνο (Negotino) βρήκαμε ένα άδειο χωράφι για να περάσουμε τη νύχτα. Όταν σβήσαμε το φακό παρατηρήσαμε ότι το μέρος δεν ήταν καθόλου άδειο. Αμέτρητες πυγολαμπίδες έλαμπαν στο σκοτάδι περπατώντας αργά πάνω στα χόρτα. Μαγεία.
12η μέρα: Νέγκοτινο - Σύνορα Ελλάδας - Θεσσαλονίκη
Μια δυνατή κραυγή με ξύπνησε το πρωί. Η Τάμαρα ανακάλυψε ότι μια μεγάλη αράχνη κοιμόταν μαζί μας όλο το βράδυ. Τη βγάλαμε προσεκτικά έξω από τη σκηνή. Η ζωή κοντά στη φύση κρύβει εκπλήξεις. Ξεκινήσαμε πιο νωρίς από όλες τις προηγούμενες μέρες. Ο στόχος της μέρας ήταν να μπούμε στην Ελλάδα. Για τη Θεσσαλονίκη θα έπρεπε να προσπαθήσουμε πολύ καθώς η απόσταση μέχρι εκεί ήταν 140 χλμ. Φτάνοντας, θα φορτώναμε τα ποδήλατα στο τρένο για την Αθήνα που έφευγε στις 23.00.
Η ελαφριά κατηφόρα του αυτοκινητόδρομου ήταν ότι έπρεπε για μεγάλες ταχύτητες. Πριν το μεσημέρι σταματήσαμε δίπλα στο Βάρνταρ (το ελληνικό του κομμάτι ονομάζεται Αξιός) και τις εύφορες όχθες του που ήταν γεμάτες με αμπελώνες ανάμεσα σε μεγάλους ορεινούς όγκους.
Τα χιλιόμετρα μέχρι την Ελλάδα δεν τελείωναν με τίποτα. Πίσω από τους λόφους εμφανίστηκαν τα σύνορα που σήμαιναν πολλά για μας. Από το Ζάγκρεμπ στην Ελλάδα με ποδήλατο. Δεν ήταν πια μόνο μια τρελή ιδέα. Το είχαμε καταφέρει και η αίσθηση ήταν απίθανη.
Η είσοδος στην Ελλάδα ήταν επιτυχία αλλά και απογοήτευση. Πολλά σκουπίδια στο δρόμο, γόνιμη γη που παραμένει ακαλλιέργητη και εγκατάλειψη των υποδομών. Η απόσταση μέχρι τη Θεσσαλονίκη δεν ήταν μικρή και ο δυνατός ήλιος ήταν ένα εμπόδιο που καταφέραμε να ξεπεράσουμε πίνοντας τεράστιες ποσότητες νερού, κάτι που είναι στοιχειώδες για την ποδηλασία.
Καθώς ο ήλιος πλησίαζε στη δύση του, άρχισε να φυσάει ένας αντίθετος άνεμος τόσο δυνατός που μας καθήλωσε σε εξαιρετικά χαμηλή ταχύτητα. Με αυτό το ρυθμό, ούτε συζήτηση για το τρένο, θα το χάναμε οπωσδήποτε. Συνεχίσαμε με πείσμα κόντρα σε αυτό τον περίεργο άνεμο που χάθηκε εντελώς μαζί με τον ήλιο που έδυσε. Επανήρθαμε σε γρήγορο ρυθμό αλλά είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.
Προσεγγίσαμε τη Θεσσαλονίκη από τα βορειοδυτικά, ένα κομμάτι που σίγουρα δεν είναι το καλύτερο της πόλης. Θα ήθελα να είναι διαφορετικό για να γράψω κάτι καλό για αυτή την γενικά όμορφη πόλη. Ωστόσο, η διαδρομή προς το σταθμό έμοιαζε με τρενάκι του τρόμου. Κύριοι οδικοί άξονες χωρίς φωτισμό δίπλα σε κατάφωτα γήπεδα ποδοσφαίρου 5Χ5, οδηγοί που δεν έκοβαν ταχύτητα και δεν άλλαζαν κατεύθυνση όταν περνούσαν δίπλα μας και αδέσποτα σκυλιά που μας κυνηγούσαν. Δεν είναι για ποδήλατο. Φτάνοντας στο σταθμό που ήταν το τέρμα του ταξιδιού συμπληρώσαμε 1181 χλμ. Τα ρολόγια μας έλεγαν ότι φτάσαμε δύο ώρες νωρίτερα από την αναχώρηση του τρένου και ότι είχαμε χρόνο για φαγητό, όμως στην πραγματικότητα είχαμε μόνο μία λόγω της διαφοράς ώρας, κάτι που δεν είχαμε υπολογίσει. Το κέντρο της πόλης με τα Βυζαντινά αριστουργήματα και τα διάσημα γλυκά θα περιμένει την επόμενη επίσκεψή μας. Εξάλλου ήμασταν εξαντλημένοι. Ήταν ώρα για ξεκούραση και για να συνειδητοποιήσουμε ότι τα καταφέραμε.
Αυτό τον καιρό, προγραμματίζουμε την επόμενη περιπέτεια βασισμένοι στις εμπειρίες που κερδίσαμε από το ταξίδι. Γράφοντας αυτό το κείμενο ξανάφερε στο μυαλό μας όλες τις αναμνήσεις και αυτό που μένει στο τέλος είναι ένα μεγάλο χαμόγελο ικανοποίησης, ξέροντας ότι το ταξίδι άξιζε με το παραπάνω την προσπάθεια και το χρόνο που διαθέσαμε.
Καλές διαδρομές,
Τάμαρα και Δημήτρης Γκίκας