©Elina_Giounanli
Η ζωή ενός ζευγαριού αναστατώνεται, όταν ο σύζυγος (γιατρός στο επάγγελμα) προσφέρει στέγη σε μία νεαρή γυναίκα που βρίσκει λιπόθυμη κοντά στο σπίτι τους. Η φαινομενικά απλή υπόθεση του ολιγοπαιγμένου έργου του Βρετανού, Μάρτιν Κριμπ, κρύβει φυσικά πολλά περισσότερα, τα οποία αποσαφηνίζονται σταδιακά και αποκαλύπτουν ένα ενοχλητικό -και άκρως υπαινικτικό- έργο για την υπαρξιακή μοναξιά όπως και για τη βία, την εξουσία και την υποκρισία που διαβρώνουν τις σχέσεις.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του έργου, όμως, δεν είναι το μυστήριο (σχετικά με την ταυτότητα της νεαρής γυναίκας, τη σχέση που τη συνδέει με τον άντρα, το λόγο που το ζευγάρι έχει εγκαταλείψει την πόλη) αλλά η γλώσσα, το λεκτικό ύφος του. Αν και οι συγγένειες με το θέατρο του Πίντερ είναι φανερές (πχ, στο θεματικό μοτίβο του ζευγαριού που αντιμετωπίζει μία έξωθεν ενοχλητική παρουσία), ο Κριμπ έχει τόσο δικό του στίγμα, ώστε στη Βρετανία χρησιμοποιούν τον όρο "Crimpland", για να περιγράψουν τους σκηνικούς κόσμους του. Στο "Στην εξοχή", ο λόγος είναι σχεδόν παραληρηματικός, συχνά υπαινικτικός (κάτω από τη φαινομενική ασημαντολογία υποκρύπτεται μεγάλη ένταση), αναπάντητος, ενσωματώνει διακειμενικές αναφορές και συμβολισμούς, χρησιμοποιείται ως μέσο επιβολής ή ως προσωπείο και αδιαμφισβήτητα αποτελεί το κέντρο βάρους του έργου.

Η ικανότατη Αικατερίνη Παπαγεωργίου είχε σαφή άποψη για το έργο και επιχείρησε να αποδώσει τόσο την εξωτερική του διάσταση ως ψυχολογικού θρίλερ, δημιουργώντας μια τεταμένη σκηνική ατμόσφαιρα εντάσεων και συνεχούς απειλής (πολύ επιτυχημένη η μουσική του Διαμαντή Αδαμαντίδη και τα φώτα του Αλέκου Αναστασίου) όσο και ό,τι κρύβεται μέσα του. ΄Όμως η επιλογή μιας παράλληλης κινησιολογικής "δραματουργίας" δεν τη δικαιώνει, τουλάχιστον όχι πλήρως. Η σκηνή κυριεύεται από συνεχή κίνηση και σωματική ένταση, οπτικοποιώντας με κάποιο τρόπο τις αγωνίες, τα άγχη και τις εντάσεις των προσώπων, και ενώ σε στιγμές λειτουργεί υπέροχα (αποτυπώνοντας, πχ, με ιδιαίτερη επιδραστικότητα το πώς "στοιχειώνουν" την Κορίν οι υποψίες για τον Ρίτσαρντ και τη Ρεβέκκα), στο μεγαλύτερο μέρος η αδιάκοπη κινησιολογία (Χρυσηίς Λιατζιβίρη) καταλήγει να λειτουργεί διασπαστικά και να μη συμπορεύεται με ένα έργο κατεξοχήν λεκτικής ταυτότητας.

Οι τρεις ηθοποιοί ερμηνεύουν εκτελώντας μία κινησιολογική παρτιτούρα, με τον Μιχάλη Βαλάσογλου να είναι αυτός που ξεχωρίζει αδιαμφισβήτητα, καθώς ενσωματώνει οργανικά το κινησιολογικό κομμάτι στην ερμηνεία του Ρίτσαρντ. Η Κίττυ Παϊταζόγλου στο ρόλο της συζύγου του Κορίν και η Μαρία Κυρώζη ως νεαρή Ρεβέκκα ακολουθούν διστακτικότερα την κινησιολογική οδό, συλλαμβάνουν όμως εύστοχα τις διαφορετικές ψυχολογίες των ηρωίδων τους. Πολύ ενδιαφέρουσα η σκηνογραφία, καθώς η Μαρία Φιλίππου δημιουργεί ένα σπίτι που συμμετέχει στη δράση, εγκλωβίζοντας τους ήρωες σε μία ειδυλλιακή φυλακή.
Περισσότερες πληροφορίες
Στην εξοχή
Ένα ψυχολογικό θρίλερ με φοβερή δύναμη και υποβλητικότητα, που εστιάζει στις διαπροσωπικές σχέσεις. Οι δύο σύζυγοι, Ρίτσαρντ και Κορίν, έχουν εγκαταλείψει την πόλη και μένουν πλέον στην εξοχή, επιθυμώντας με αυτόν τον τρόπο, να βρουν την γαλήνη στην ομορφιά της φύσης. Ο Ρίτσαρντ αποζητά με αυτήν την απόδραση, να ξεφύγει και από το παρελθόν του. Ένα βράδυ όμως, καθότι γιατρός στο επάγγελμα - φέρνει στο σπίτι τη Ρεβέκκα, μία νεαρή κοπέλα, που βρήκε λιπόθυμη στο πεζοδρόμιο. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται. Η Κορίν υποψιάζεται. Αρχίζουν οι συζητήσεις και οι δήθεν αδιάφορες ερωτήσεις. Όλα μέσα σε μία διεισδυτική προσπάθεια για την αλήθεια που κρύβεται πίσω από μία θρασύτατη ειλικρίνεια που ισοπεδώνει τα πάντα. Πίσω από τις λέξεις, κρύβονται υπόγειες εντάσεις: η ασφάλεια της μεσοαστικής ευμάρειας που βρίσκεται σε κίνδυνο, η εικόνα που καταστρέφεται, η εξοχή που πρέπει να διατηρήσει το ωραίο κλίμα της.