Γιώργος Καπλανίδης©
Δεν γνωρίζουμε τίποτα για το παρελθόν των ηρώων του Σάμουελ Μπέκετ ούτε και για το μέλλον τους, αν έχουν. Τους βλέπουμε μόνο στο παρόν, τέσσερις ανθρώπους καθηλωμένους σε μια εσαεί επαναλαμβανόμενη ή στάσιμη κατάσταση: Ο Χαμ είναι τυφλός και παράλυτος, όμως "εξουσιάζει" τον Κλοβ, που ως πειθήνιο όργανο εκτελεί συνεχώς τις εντολές του. Μαζί τους, μέσα σε δύο σκουπιδοτενεκέδες, ζουν οι ακρωτηριασμένοι γονείς του Χαμ, η Νελ και ο Ναγκ. Τους περιβάλλει ένα τοπίο καταστροφής (ό,τι απέμεινε μετά τη συντέλεια του κόσμου;), και οι τέσσερίς τους ίσως αποτελούν τους μοναδικούς επιζήσαντες.
Γνώριμα τα μπεκετικά μοτίβα: ήρωες που δεν γνωρίζουμε από πού έρχονται ούτε πού θα καταλήξουν, κυκλικός χρόνος, σχέσεις εξάρτησης, απουσία συγκεκριμένης υπόθεσης, επαναλαμβανόμενες δράσεις, αίσθηση υπαρξιακής αγωνίας αλλά και μίας ζωηρής θεατρικότητας, που προσδίδει στις ιστορίες την αίσθηση ότι αποτελούν προσυμφωνημένα παιχνίδια παρά "πραγματικότητα".

Αυτός ο παιγνιώδης χαρακτήρας διακατέχει τη σκηνοθεσία του Μάκη Παπαδημητρίου, που υπογράφει μία από τις κωμικότερες παραστάσεις Μπέκετ που έχουμε δει - με την έννοια ότι μεταφέρει πολύ γλαφυρά το παράλογο και κωμικοτραγικό χιούμορ του. Χαρακτηριστική είναι η ερμηνεία του ίδιου του Παπαδημητρίου: σκιαγραφεί τον Χαμ σαν να δίνει την παράσταση της ζωής του, είναι θεατράλε, εξωστρεφής, "σερβίρει" μια ατάκα και περιμένει αντιδράσεις. Η συμπεριφορά του απέναντι στον Κλοβ δεν είναι τυραννική, κυρίως αποζητάει την προσοχή του: ο Χαμ του Παπαδημητρίου χρειάζεται θεατή για να μπορέσει να υπάρχει.

Ο Γιώργος Χρυσοστόμου -σε μία υπέροχη ερμηνεία- είναι ο έτερος πόλος ενός διδύμου που λειτουργεί σαν να εκτελεί σκηνικό νούμερο. Ερμηνεύει τον αεικίνητο Κλοβ, που από γραφής αδυνατεί να καθίσει ή να σταθεί ακίνητος, και καθώς συνεχώς μπαινοβγαίνει από την πόρτα, ανεβοκατεβαίνει τη σκάλα, μετακινεί τον Χαμ, ολοκληρώνει την τσιρκολάνικη, φαρσική αίσθηση που συχνά δημιουργείται επί σκηνής (συμβάλλει και η κίνηση της Σεσίλ Μικρούτσικου).

Την ίδια ώρα υπάρχει κάτι βαθιά μελαγχολικό σε αυτή τη συνύπαρξη, μέσα στο μουντό και ψυχρό καταφύγιο με τους ψηλούς τοίχους (σκηνικά-κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη), τους σκληρούς φωτισμούς (Ιωάννα Αθανασίου-Τάσος Παλαιορούτας) και τους έντονους βόμβους (sound design: Σταύρος Γασπαράτος). Ίσως γιατί η αγάπη έχει γίνει εξάρτηση και οι στιγμές ευτυχίας είναι ανάμνηση, όπως μας υπενθυμίζουν και οι γονείς του Χαμ (Δημήτρης Ντάσκας, Φραγκίσκη Μουστάκη), στη σύντομη αναλαμπή τους. ΄Έτσι, παρόλο που η παράσταση υπονοεί πως οι δεσμοί εξάρτησης τελικά θα σπάσουν και το παιχνίδι θα τελειώσει (χαρακτηριστική η ριζική αλλαγή στο κοστούμι του Κλοβ), η εξέλιξη δεν μπορεί να εκληφθεί ως "ευτυχής".
Περισσότερες πληροφορίες
Τέλος του παιχνιδιού
Το αριστουργηματικό έργο μας μεταφέρει σε ένα καταφύγιο, μετά το τέλος του κόσμου. Σε αυτό το ερειπωμένο τοπίο, τέσσερις χαρακτήρες προσπαθούν να γεφυρώσουν τις αποστάσεις με λέξεις, βλέμματα, σιωπές, σε μια αναζήτηση των μεγάλων υπαρξιακών ερωτημάτων.