
Ο Γιάννης Χουβαρδάς συνένωσε τον "Οιδίποδα Τύραννο" και τον "Οιδίποδα επί Κολωνώ" του Σοφοκλή σε μια νέα κειμενική σύνθεση, που ακολουθεί αντίστροφη φορά: ξεκινάει από την άφιξη του γέρου και τυφλού Οιδίποδα στον Κολωνό και πηγαίνει προς τα πίσω, στα γεγονότα του "Τυράννου", για να καταλήξει πάλι στον "επί Κολωνώ" και τη θέωση του ήρωα. Μέσα σε αυτή την κυκλική φόρμα, διακλαδώνονται περίτεχνα τα δραματικά γεγονότα των δύο έργων, διαγράφοντας μια πορεία από το σκοτάδι στο φως (όπως υποτιτλίζεται το έργο), από την άγνοια στη γνώση. Σαν να μας λέει ο Χουβαρδάς πως η ζωή βγάζει νόημα όταν βρίσκεσαι κοντά στο τέλος και την "ξαναζείς", βλέποντάς την προς τα πίσω.

Βαθιά υπαρξιακός ο στοχασμός του, οδήγησε σε μια παράσταση συνεπή και με ιδιαίτερο αισθητικό στίγμα, που όμως παρέμεινε μάλλον αδιευκρίνιστο ως επιλογή. Η ανθρώπινη περιπέτεια που ενσαρκώνει ο Οιδίποδας εδώ επικεντρώθηκε σε έναν μιαρό, αμαρτωλό Οίκο. Η δράση εξελίχθηκε μέσα σε ένα αυστηρό, ασφυκτικό περιβάλλον, με έντονες θρησκευτικές, δυτικοευρωπαϊκές αναφορές: οι γκρίζοι μαρμάρινοι τάφοι, η μουσική του εκκλησιαστικού οργάνου, τα σκούρα μακριά φορέματα με τους ψηλούς γιακάδες, οι σφιχτές πλεξούδες τοποθέτησαν τη δράση σε μια μοναστηριακή, σχεδόν ιδρυματοποιημένη, συνθήκη (σκηνικά: Εύα Μανιδάκη, κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, μουσική: ΄Αγγελος Τριανταφύλλου). Ενώπιόν μας έχουμε τα μέλη μιας οικογένειας που νοσεί και θα βρει την κάθαρση στη Γνώση και στην ειλικρινή, αγνή επαφή με το Θείο.

Σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας διαβάστηκαν τα πρόσωπα: ο Οιδίποδας του Νίκου Καραθάνου εμφανίζεται τυραννικός πατέρας και φιλήδονος σύζυγος στον "Τύραννο" (γλαφυρότατη η ερωτική σκηνή πάνω στον τάφο με την Ιοκάστη της Στεφανίας Γουλιώτη), για να δώσει τη θέση του στον φθαρτό άνδρα/βρέφος του "Επί Κολωνώ", που φτάνει επιτέλους στην πηγή της αυτογνωσίας. Αγνώριστος ο Ορέστης Χαλκιάς στο ρόλο της Αντιγόνης, ενσάρκωσε και μόνο με την στάση του –όπως και η Πηνελόπη Τσιλίκα ως Ισμήνη– το βάρος που φέρει η ηρωίδα ως γέννημα αιμομικτικής ένωσης. (Οι δύο ηθοποιοί ερμήνευσαν επίσης τον Τειρεσία και τον Εξάγγελο, αντίστοιχα, ενώ η Γουλιώτη και τον Θησέα, μια ενδιαφέρουσα αντιστοιχία ρόλων).

Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη απέδωσε με αυστηρότητα τον "πατριάρχη" Κρέοντα, ο Κωνσταντίνος Μπιμπής, επίσης σε διπλό ρόλο, ξεχώρισε σε αυτόν του Πολυνείκη, ενώ ο Νίκος Χατζόπουλος ως Αρχαιοφύλακας που επιμελείται τις νεκρικές τελετές, και άρα γνωρίζει τον κόσμο των πεθαμένων, έφερε στη σκηνή το γήινο και γειωμένο στοιχείο. Ο Χορός, σε αέναη αλλά άσκοπη, "τυφλή" κινητικότητα (κίνηση: Ερμίρα Γκόρο), μετέδωσε με τον τρόπο του την αίσθηση της μολυσμένης, χωρίς οξυγόνο, ατμόσφαιρας του οίκου (Γιάννης Κότσιφας, Θεόβη Στύλλου, ΄Εκτορας Λυγίζος, Πολυξένη Παπακωνσταντίνου, ΄Άγγελος Τριανταφύλλου).