
Η κλασική κωμωδία του Γκολντόνι ανεβαίνει με κέφι από τον Γιάννη Κακλέα, ο οποίος τη διεμβολίζει με το χαρακτηριστικό του ύφος. Ορμώμενος από τον τόπο δράσης, τη Βενετία, και από την αναφορά του έργου στους χαρακτηριστικούς τύπους της Κομέντια ντελ άρτε, ο Κακλέας στήνει μια παράσταση που από τη μία φλερτάρει με την αισθητική του βενετσιάνικου καρναβαλιού και από την άλλη τιμάει τη θεατρικότητα.
Έτσι, η παράσταση συνδυάζει επιτυχημένα στο μεγαλύτερο μέρος της διαφορετικές αισθητικές αναφορές: την μπαρόκ αισθητική με τη σωματική μπουφονική κωμωδία και με –τα τόσο τυπικά της αισθητικής του σκηνοθέτη– σύγχρονα ροκ στοιχεία.

Η υπόθεση είναι απλή και στηρίζεται σε ένα τυπικό σχήμα της αναγεννησιακής κωμωδίας, αυτό της παρεξήγησης. Το έργο ξεκινάει με τον αρραβώνα της Κλαρίσα και του Σίλβιο, που όμως απειλείται, καθώς καταφθάνει στη Βενετία ο Φεντερίκο, τον οποίο προτιμάει για σύζυγο της κόρης του ο Πανταλόνε. Στην πραγματικότητα, ο Φεντερίκο είναι η αδερφή του, Βεατρίκη, που έχει έρθει μεταμφιεσμένη για να διεκδικήσει το οφειλόμενο χρέος από τον Πανταλόνε, ενώ η όλη αναστάτωση πολλαπλασιάζεται καθώς καταφθάνει –ως φυγάς, μια που σκότωσε από λάθος τον Φεντερίκο– ο αγαπημένος της Βεατρίκης, Φλορίντο. Κεντρική φιγούρα αποτελεί ο Τρουφαλντίνο, ο υπηρέτης της Βεατρίκης, που αποφασίζει να γίνει υπηρέτης και του Φλορίντο, προκειμένου να λαμβάνει διπλό μισθό, κάτι που οδηγεί την πλοκή σε συνεχείς κωμικές εκτροπές.
Όλα αυτά ο Κακλέας τα έφερε μπροστά μας με αγάπη, και με κάποια στοχαστική μελαγχολία. Έδωσε το κωμικό στοιχείο χωρίς να το εκτρέψει σε υπερβολές, διακωμώδησε με τρυφερότητα τα μεγάλα λόγια που λέγονται στο όνομα του έρωτα (ειδικά στο πρόσωπο του Σίλβιο, που ερμηνεύτηκε με απολαυστικό "σαιξπηρικό" ύφος –γεμάτο ποιητικές εκφράσεις και λυρικές υπερβολές– από τον ΄Αρη Κακλέα) και φρόντισε ιδιαίτερα το μουσικό περιβάλλον: η σύνθεση του Βάιου Πράπα (που εκτελεί ο ίδιος) δημιούργησε τις κατάλληλες συναισθηματικές διαθέσεις και σε σημεία ενορχήστρωσε μια παράσταση-αεικίνητη χορογραφία.

Πυρήνας της δουλειάς και σε μια πολύ καλή στιγμή του, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος ερμήνευσε τον Τρουφαλντίνο με αβίαστη δεξιοτεχνία και αμεσότητα. ΄Ηταν ταυτόχρονα ο πάντοτε πεινασμένος, μπριόζος και καταφερτζής αρλεκίνος της Κομέντια και ένας ενδιάμεσος μεταξύ του τότε και του τώρα. Η διάδραση και η επαφή του με την πλατεία –χωρίς να γίνεται αυτοαναφορική– ενίσχυσε την κωμικότητα του ρόλου, ενώ η σκηνή του διπλού σερβιρίσματος –δοσμένη ως βιρτουοζικό ζογκλερικό νούμερο– κορύφωσε τον φίνο χαρακτήρα της σκηνοθετικής πρότασης.
Συνεπείς οι ερμηνείες από τους υπόλοιπους ηθοποιούς (Φαίη Ξυλά, Φραγκίσκη Μουστάκη, Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Γιώργος Ψυχογυιός κ.ά.), όμως ήταν περισσότερο περιορισμένες σε ένα τυπικό σχήμα. Εξυπηρετικό το σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη, ενώ τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη συνέβαλαν αποφασιστικά στον πλούτο της όψης.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο υπηρέτης δύο αφεντάδων
Η γνωστή βενετσιάνικη κωμωδία με τον δαιμόνιο βιοπαλαιστή υπηρέτη Τρουφαλντίνο, που δουλεύει για δύο αφεντικά, μπλέκει την ενέργεια της κομέντια ντελ άρτε με το αιχμηρό κοινωνικό σχόλιο. Στη διαχρονική σάτιρα που ανανέωσε το είδος μέσα από πολυδιάστατους χαρακτήρες και την καταιγιστική πλοκή, η απόφαση του υπηρέτη να μην αποκαλύψει σε κανέναν την απάτη, οδηγεί σε μια αλληλουχία από ανατροπές, παρεξηγήσεις και ξεκαρδιστικές καταστάσεις, ενώ ταυτόχρονα το έργο σχολιάζει με σαρκασμό και χιούμορ τη διαφθορά, την υποκρισία και τις ταξικές αντιθέσεις.