
Είναι εντελώς ξεχωριστό το έργο του Γάλλου σουρεαλιστή ποιητή και συγγραφέα, κι αυτό εξαιτίας του πρωταγωνιστή του: ενός παιδιού με υπερφυσική για την ηλικία του διανοητική και σωματική ανάπτυξη, το οποίο λειτουργεί ως καθρέφτης της ενήλικης υποκρισίας. Ο Ροζέ Βιτράκ επέλεξε σοφά να τοποθετήσει την ιστορία μέσα στη συμβατική φόρμα ενός αστικού δράματος, ώστε να αποδομήσει εκ των έσω το ίδιο το αστικό θέατρο, αλλά κυρίως τις κοινωνικές νόρμες και τη μεγαλοαστική υποκρισία.
Μέσα στο σαλόνι των Πομέλ, τη βραδιά των ένατων γενεθλίων του, ο Βικτόρ φέρνει στο φως την κρυφή ζωή των γονιών του, ενώ καθώς η ιστορία εξελίσσεται ο συγγραφέας βάζει στο στόχαστρο όχι μόνο τις ενδοοικογενειακές σχέσεις, αλλά και την εθνική συνείδηση, τον πατριωτικό εφησυχασμό, την Εκκλησία. Όλα αυτά, με τα χαρακτηριστικά εργαλεία του σουρεαλισμού, δηλαδή με διαρκή λεκτικά παιχνίδια και κλισέ, ακατάσχετη αθυροστομία και σκατολογία, ονειρικά και ποιητικά στοιχεία, παραληρηματικούς μονολόγους, τυποποιημένους χαρακτήρες.

Βλέποντας παρ’ όλα αυτά τον "Βικτόρ" έναν αιώνα μετά τη συγγραφή του, δεν μπορεί να μη διαπιστωθεί πως η δυναμική του είναι μειωμένη. Πόσο μπορεί να σοκάρει έναν σημερινό θεατή, που έχει βιώσει κινήματα όπως το παράλογο, το in-yer-face, την αποδόμηση, ένα έργο που στις μέρες του πράγματι πέταγε στα μούτρα της μπουρζουαζίας κερατάδες συζύγους, γελοίους στρατηγούς και πανέμορφες γυναίκες που… κλάνουν ακατάσχετα; Έπειτα, παρά την αδιαμφισβήτητη παγκοσμιότητά του, το έργο απευθύνεται πολύ αμεσότερα στους Γάλλους θεατές, μια που αναφέρεται συνεχώς –σαρκάζοντάς τα– σε στοιχεία της γαλλικής Ιστορίας και εθνικής ταυτότητας.

Η παράσταση που σκηνοθετεί ο Κώστας Παπακωνσταντίνου αναμετρήθηκε στα ίσια και με τα δυναμικά στοιχεία και με τις δυσκολίες του έργου και έδωσε ένα συνεπές και μελετημένο αποτέλεσμα. Πρώτα απ’ όλα, είχε ως σύμμαχο την εξαιρετική μετάφραση του Δημήτρη Ντάσκα, ο οποίος πέτυχε μια σπουδαία δουλειά, αποδίδοντας στα ελληνικά τα νοήματα, τα λογοπαίγνια, το χιούμορ, το σαρκασμό της πρωτότυπης γλώσσας.
Η δράση τοποθετήθηκε ωραία γύρω από ένα μακρύ τραπέζι, το οποίο αποτέλεσε συχνά το βήμα για να ενορχηστρώσει ο Βικτόρ το πανδαιμόνιό του (σκηνικά της Βίκυς Πάντζιου, ενώ τα εύστοχα κοστούμια είναι της Βασιλικής Σύρμα), ενώ η σκηνοθεσία, ακολουθώντας την οδό της σωματικότητας, με ηχητικά γκαγκ και στοιχεία κλοουνερί, απέδωσε κάτι από τη σουρεαλιστική ταυτότητα του έργου – αν και κάπως συγκρατημένα: θα μπορούσαν τα στοιχεία της υπερβολής και του γκροτέσκο να είναι ακόμη πιο τραβηγμένα, ενώ και το σφίξιμο του ρυθμού θα ευνοούσε την επιδραστικότητα της παράστασης.

Έστω κι έτσι, οι ηθοποιοί πέτυχαν την απαιτούμενη γελοιογραφική σχηματικότητα: Αγγελική Μαρίνου, Τζίνη Παπαδοπούλου, Θανάσης Χαλκιάς, Δημήτρης Φραγκιόγλου, Νεκταρία Γιαννουδάκη, Μαριάννα Ντίρου, Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη, Θανάσης Βλαβιανός (ο οποίος απέδωσε εξαίσια την τραγική κωμικότητα του Αντουάν Μανιό). Ο Μάνος Καρατζογιάννης αποδείχτηκε αεικίνητος και πολυπρισματικός σε ένα ρόλο που από γραφής συνιστά ένα ιδιαίτερο, άκρως ενδιαφέρον μείγμα παιδικής αφέλειας και υψηλής διάνοιας.
Περισσότερες πληροφορίες
Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία
Στο σημαντικό έργο του σουρεαλισμού, η οικογένεια Πομέλ γιορτάζει τα γενέθλια του μοναχογιού της με υπερφυσική ανάπτυξη, που περνά από την αθωότητα στην ενοχή, αποποιούμενος την ταυτότητα του παιδιού. Καλεσμένοι τους είναι οι οικογενειακοί τους φίλοι, οι Μανιώ, ένας αχαλίνωτος στρατηγός και μια γοητευτική κυρία με εντερικά προβλήματα που φτάνει στο σπίτι απρόσκλητη. Μέσα σε λίγες ώρες θα ανακαλύψει και θα αποκαλύψει σε όλους, μαζί με την εξάχρονη φίλη του Εστέρ, το ψέμα και την φαυλότητα των μεγάλων.