
Αρχικά, είναι ωραία η ιδέα να ξαναγραφεί η κλασική ιστορία του Δρ. Φρανκενστάιν και του τέρατος. Σε αυτή τη νέα εκδοχή, ο ήρωας είναι ένας φιλόδοξος μαθηματικός και το δημιούργημα που τελικά ξεφεύγει από τον έλεγχό του μία μηχανή τεχνητής νοημοσύνης. Κι είναι ωραία ιδέα, γιατί γίνεται προσπάθεια να μεταφερθούν σε θεατρική μορφή οι προβληματισμοί σχετικά με τη χρήση και τα όρια της τεχνολογίας, να αποτυπωθεί μέσω της μυθοπλασίας η συζήτηση για τα νέα δεδομένα -τις προοπτικές και τους κινδύνους- που φέρνουν οι τεχνολογικές εξελίξεις. Στο έργο συναντάμε τον Βίκτορ Φράνκενστάιν, κάπου στα 60’s, όταν καταφτάνει στη Νέα Υόρκη ως φέρελπις μαθηματικός, ο οποίος εργάζεται πάνω στη δημιουργία μίας μηχανής, ενός ψηφιακού βοηθού που με τις γνώσεις του θα αλλάξει προς το καλύτερο το μέλλον του ανθρώπου. Ως ένας σύγχρονος Προμηθέας πρεσβεύει πως η γνώση είναι δύναμη και θέλει να την προσφέρει απλόχερα στην ανθρωπότητα.

Στο πρώτο μέρος, το έργο -και η παράσταση- αποτυπώνουν ωραία το χαρακτήρα του απόλυτα προσηλωμένου στο στόχο του Βίκτορ, όπως και τις σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα, τη γνωριμία και τη σχέση του με την Ελίζαμπεθ, και μέσω αυτών αναδεικνύονται τα θέματα που απασχολούν τη συγγραφέα, όπως π.χ. η σύγκρουση τέχνης και τεχνολογίας, ο παλιός και ο νέος κόσμος κλπ. Τα πράγματα αρχίζουν να χάνουν τη δυναμική τους, όταν χρειάζεται να αποτυπωθεί η εξέλιξη της μηχανής σε "τέρας". Εδώ η Κύργια θέλει τη μηχανή ονόματι Ελάιζα να ερωτεύεται το δημιουργό της και καθώς έχει αποκτήσει πια δική της βούληση και δύναμη αρχίζει να παρεμβαίνει απολύτως καταστροφικά στη ζωή του. Έτσι, ο Βίκτορ βρίσκεται στο έλεος μίας παντοδύναμης μηχανής που τον απειλεί πως θα καταστρέψει ολόκληρη την ανθρωπότητα, αν δεν της παραδοθεί.

Έτσι, οι πιθανοί κίνδυνοι από την έλευση της τεχνητής νοημοσύνης εγκαταλείπονται ως δραματουργικό υλικό και το έργο φλερτάρει με το είδος της επιστημονικής φαντασίας. Αυτή δεν είναι απαραίτητα μια κακή ιδέα, όμως τελικά αυτό που βλέπουμε επί σκηνής δεν καταφέρνει να πείσει ως πιθανότητα ούτε να τρομάξει ως θρίλερ - ίσως επειδή το θέατρο δεν έχει τα ανάλογα μέσα, ή επειδή η παράσταση δεν το καταφέρνει ικανοποιητικά. Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου δημιουργεί μια ωραία ατμοσφαιρική συνθήκη επί σκηνής, που ορίζεται επίσης από τα ωραία σκηνικά και κοστούμια του Πάρι Μέξη (ίσως όμως χρειαζόταν να αποτυπωθεί τουλάχιστον στα κοστούμια η έλευση του χρόνου, καθώς το έργο ξεκινάει από τα 60's και φτάνει ως κάποιο αόριστο σήμερα ή αύριο) και τη μουσική του Gary Salomon, και το πρώτο μέρος προδιαθέτει για μία γοητευτική παράσταση.

Ο Γιάννης Στάνκογλου στον κεντρικό ρόλο πραγματοποιεί μια ωραία ερμηνεία, ερμηνεύοντας έναν άνδρα που διακατέχεται τόσο από το πάθος της "αποστολής" του ώστε αρχίζει να αναπτύσσει δεσμούς με το δημιούργημά του, εγκαταλείποντας τους αληθινούς ανθρώπους της ζωής του˙ όταν το συνειδητοποιήσει θα είναι αργά. Μαζί με τους Ιερώνυμο Καλετσάνο (Ανρί, φίλος του Βίκτορ), Γιώργο Συμεωνίδη (Καθηγητής Κρέμπε) και Γιώργο Μπινιάρη (απολαυστικός ως Σερβιτόρος) δημιουργούν μία ωραία ανδρική κοινότητα. Όσο όμως η δράση εξελίσσεται και τα γεγονότα εκτροχιάζονται έξω από τον έλεγχο του Βίκτορ, δεν δημιουργείται η απαραίτητη εφιαλτική, απειλητική ατμόσφαιρα. Επίσης, οι γυναίκες της διανομής αποδεικνύονται κάπως αδύναμες: η Χριστίνα Στεφανίδη φέρνει στη σκηνή την ομορφιά και την εσωτερικότητα της Ελίζαμπεθ, όμως δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις δραματικές στιγμές και η Μαρία Πανουριά εγκλωβίζεται στην "ψυχρότητα" που έχει ο ρόλος της Μέρι, συζύγου του Βίκτορ.
Περισσότερες πληροφορίες
Frankenstein & Eliza
Εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα των αρχών του 19ου αιώνα από τη Μέρι Σέλεϊ και την ιστορία της Τεχνητής Νοημοσύνης, το έργο ακολουθεί τον Βίκτορ Φράνκενσταϊν στη δημιουργία ενός πλάσματος υπέρ της ανθρωπότητας. Θα μας προικίσει με άλλο ένα τέρας; Ο Φράνκενσταϊν και οι πειραματισμοί του αποτελούν μια πρώτης τάξεως αφορμή για να στοχαστούμε πάνω σε μια σειρά ερωτημάτων που απασχολούν τον σημερινό άνθρωπο: ποιος είναι ο ρόλος της Τεχνητής Νοημοσύνης; Τι σκέφτονται οι σύγχρονοι εφευρέτες για τα δημιουργήματά τους; Ποια είναι η σχέση μας με τις ψηφιακές οντότητες που ζουν ανάμεσά μας και μας γνωρίζουν καλύτερα απ’ ό,τι εμείς οι ίδιοι; Τι θα γίνει αν οι μηχανές αποκτήσουν αισθήματα και συνείδηση;