Είναι απορίας άξιο πώς ένα έργο τόσο δραματικών συγκρούσεων πήρε το δρόμο της φάρσας, όπως στην περίπτωση της παράστασης που σκηνοθετεί ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος με ένα ικανό, πραγματικά, καστ ηθοποιών. Παρόλο που το κωμικό, με την πληθώρα των εκφραστικών μέσων που διαθέτει, μπορεί να αποτελέσει μέσο για να καταδειχθεί η δραματικότητα των καταστάσεων, τίποτα δεν δικαιολογεί την μπουφονική διακωμώδηση που ακολούθησε η παράσταση, φτάνοντας όχι στο κωμικοτραγικό ή σπαραχτικά κωμικό επίπεδο, όπως ενδεχομένως ήθελε ο σκηνοθέτης, αλλά σε μια φάρσα στα όρια της κακής επιθεώρησης. Το έργο του Πίτερ Σάφερ πιάνεται από ένα μύθο που κυκλοφόρησε τον 19ο αιώνα, σύμφωνα με τον οποίο ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ δολοφονήθηκε από τον ομότεχνό του Αντόνιο Σαλιέρι. Αυτό δίνει στο συγγραφέα την ευκαιρία να δημιουργήσει ένα έργο συγκρούσεων, εσωτερικών κυρίως, ανάμεσα σε υπάρξεις που εγκλωβίζονται στις δικές τους φυλακές. Ο Σαλιέρι, καταξιωμένος συνθέτης της αυτοκρατορικής αυλής, ταγμένος στη μουσική την οποία υπηρετεί με ευλάβεια, έχει μάλλον επίγνωση της μετριότητάς του. Ο Μότσαρτ, από την άλλη, προικισμένος με τεράστιο ταλέντο, είναι μια περίπτωση ανθρώπου που δεν χωράει στα καλούπια της εποχής του. Εκκεντρική φιγούρα, προκαλεί με τη συμπεριφορά του τον περίγυρό του και διακατέχεται από μια αντισυμβατική για τα τότε δεδομένα θεώρηση για το ρόλο και το ύφος της μουσικής.
Η δυναμική της συνάντησης αυτών των τόσο διαφορετικών ανδρών είναι εκρηκτική και, προφανώς, από εδώ ορμώμενη η σκηνοθεσία παρέθεσε δύο αντίθετους ερμηνευτικούς πόλους: ο Νίκος Ψαρράς ως Σαλιέρι ακολουθεί τη δραματική κλίμακα προκειμένου να αποδώσει το φθόνο που νιώθει για τον νεαρό Μότσαρτ, έχοντας καλές στιγμές και ξεχωρίζοντας αισθητά από το σύνολο. Στους αντίποδες, ο Γιάννης Νιάρρος με την υπέρμετρα κωμική ερμηνεία του, καθιστά τον Μότσαρτ έναν γελοίο, κούφιο άνθρωπο. Το γεγονός, μάλιστα, ότι αποδόθηκαν ως καρικατούρες και οι άλλοι ρόλοι, ο Αυτοκράτορας (Γιάννης Κότσιφας) και οι υπόλοιποι άνδρες της Αυλής, διογκώνει το φαρσικό αποτέλεσμα, αλλά και εκτροχιάζει την παράσταση από την ουσία, αφού ο Μότσαρτ δεν ξεχωρίζει πια από τον περίγυρό του. Στο ενδιάμεσο, συγκρατημένη η Μαίρη Μηνά, ως Κονστάνς, μένει μεν στην επιφάνεια του ρόλου, αλλά διασώζεται.
Η μουσική του Μότσαρτ, εκτελεσμένη από κουιντέτο εγχόρδων, το ωραίο σκηνικό-αναφορά στον αυλό, και τα κοστούμια (της Όλγας Μπρούμα) αποζημιώνουν τις αισθήσεις, τραβώντας στο μέτρο των δυνατοτήτων τους το εγχείρημα μακριά από τον αισθητικό δρόμο που έχει πάρει – ένα δρόμο που θολώνει τα ίδια τα λόγια του έργου και άρα τους χαρακτήρες. Ποια φλόγα έκαιγε τον ταλαντούχο νεαρό συνθέτη ή ποιο το μεδούλι της ψυχής του Σαλιέρι, ενός άνδρα εγκλωβισμένου κυρίως στη δική του ανεπάρκεια που του εμφυσά το φθόνο και –ποιητική αδεία– τον οδηγεί στη δολοφονία; Όλα αυτά μένουν ερμητικά κλειστά στο θεατή της παράστασης.
Περισσότερες πληροφορίες
Αμαντέους
Ο μύθος γύρω από τη δολοφονία του Μότσαρτ από τον Αντόνιο Σαλιέρι ενέπνευσε το διάσημο έργο, που ανεβαίνει με τη μουσική του συνθέτη να ερμηνεύεται ζωντανά από κουιντέτο εγχόρδων σε πρωτότυπες μεταγραφές των έργων του (από τον Δ. Σιάμπο).