Είναι επαρκής η θεατρική τέχνη για να αναπαραστήσει κατά το δυνατόν πληρέστερα ένα έργο έντονων υπαρξιστικών και σουρεαλιστικών αποχρώσεων; Η παράσταση απαντάει εν μέρει στο ερώτημα, έχοντας να αναμετρηθεί με μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις της σύγχρονης ελληνικής γραφής.
Δεν είμαι σίγουρη αν η θεατρική μας κοινότητα έχει πραγματικά αντιληφθεί ότι σε επίπεδο δραματουργίας δικαιούται να είναι περήφανη για την περίπτωση του Τσιμάρα Τζανάτου. Κρίνοντας από το ότι τα -λίγα στον αριθμό- έργα του έχουν ανέβει από «μικρές», «εναλλακτικές» ομάδες, σε περιθωριακές σκηνές, ή μόνο σε μορφή αναλογίου, συνηγορεί στο ότι η συγγραφική αξία του -ηθοποιού κατά βάση- Τζανάτου δεν έχει πλήρως αναγνωριστεί. Δείχνει όμως, ίσως, και κάτι άλλο: το θέατρο που γράφει μοιάζει να είναι μπροστά ή έξω από τη θεατρική πρακτική, σαν να μην έχει βρεθεί ο ιδανικός σκηνικός τρόπος για να το αποδώσει σε όλη του την πληρότητα. Δεν είναι ότι τα έργα του δημιουργούν κάτι «νέο», αντιθέτως μαρτυρούν πλήθος δανείων από τoν υπαρξισμό, το σουρεαλισμό, το θέατρο του παραλόγου· αυτές οι -καλά χωνεμένες- ποιότητες έχουν οδηγήσει τον συγγραφέα σε ένα ιδιάζον, πολύ προσωπικό αλλά ταυτοχρόνως ανοιχτό και γι’ αυτό οικουμενικό ύφος, παράλληλα, όμως, θέτουν δυσεπίλυτα στοιχήματα όταν η συζήτηση έρχεται στη σκηνική τους μεταφορά.
Στη «Δεσποινίδα Δυστυχία», εν προκειμένω, η σουρεαλιστική οπτική πάνω σε υπαρξιακά κατά βάση θέματα είναι παραπάνω από φανερή, έτσι όπως ο συγγραφέας συνθέτει γύρω από έναν εν μέρει «ρεαλιστικό» δραματουργικό σκελετό -στιγμιότυπα από τη ζωή ενός άρρωστου άνδρα στη σύγχρονη Αθήνα- ένα παράλληλο, αλλόκοτο σύμπαν που βρίθει από συμβολισμούς: ένας βιβλικός κατακλυσμός, άνθρωποι που αρχίζουν να μοιάζουν σε ψάρια ή ερπετά, η μυστηριώδης φιγούρα μιας γυναίκας που ονομάζεται Δυστυχία, μαζικοί θάνατοι που νεκρώνουν την πόλη - κι αυτό είναι ένα πολύ σχηματικό περίγραμμα για να περιγραφεί ένα έργο που θα μπορούσε να αποτελεί εξολοκλήρου την καταγραφή ενός ονείρου, ή της φωνής ενός υποσυνείδητου.
Ο λιτός, περιεκτικός και αφοπλιστικά ποιητικός λόγος του Τζανάτου «γράφει» ωραία στη σκηνή, αλλά πώς γίνεται εικόνα και δράση; Η Χρύσα Καψούλη κινήθηκε σε ωραία κατεύθυνση στα σημεία που δημιούργησε εικόνες, πότε με τη σωματικότητα των ηθοποιών και πότε με τη χρήση βιντεοπροβολών, όπως και σε όσα σημεία καθοδήγησε τους ηθοποιούς σε μία απλή έκφραση χωρίς δραματικότητα, υπερβολικούς τονισμούς κ.λπ. Η ερμηνεία των δραματικών προσώπων σε έργα σαν κι αυτό είναι κομβική, αν αναλογιστεί κανείς πως ο ηθοποιός δεν έχει να αντιμετωπίσει χαρακτήρες με εξέλιξη, όμως ούτε και σχηματικούς τύπους, αλλά καλείται να δώσει υπόσταση σε οντότητες που μέσα στα αδρά τους περιγράμματα εμπεριέχουν ψυχή και ουσία.
Αναλόγως, το αποτέλεσμα ζημιωνόταν όσο το υποκριτικό ύφος αποκτούσε δραματικό χαρακτήρα, ενώ η έντονη σκηνική δράση -απαραίτητη βέβαια για να εικονοποιηθεί η ψυχή του έργου- θόλωνε το δραματουργικό σκελετό. Αυτό όμως που περισσότερο χαιρετίζεται σε αυτή τη δουλειά είναι το γεγονός πως δεν κατέθεσε κάποια σαφή απάντηση σε όσα το έργο κρύβει, αλλά αντίθετα επιχείρησε να το αφήσει κατά το δυνατόν ανοιχτό στην ερμηνεία κάθε θεατή χωριστά.
ΦΟΥΡΝΟΣ Μαυρομιχάλη 168, Εξάρχεια, 2106460748. Διάρκεια. 90΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Δεσποινίς Δυστυχία
Σουρεαλιστικές εικόνες διαδέχονται σκηνές ποιητικού ρεαλισμού, συνδυάζοντας το αφηγηματικό θέατρο με μια άμεση παραστατικότητα.