Πάτροκλος Σκαφίδας©
Θέατρο στην Αθήνα λοιπόν και χωρίς υπερβολή, οι sold out παραστάσεις έχουν αποδειχθεί η κυριότερη τάση των τελευταίων σεζόν. Σε κάποιες περιπτώσεις τα εισιτήρια εξαντλούνται πριν την έναρξη των παραστάσεων, άλλες μεταφέρονται "από στόμα σε στόμα" και αρκετές επαναλαμβάνονται από σεζόν σε σεζόν, διαγράφοντας την ίδια επιτυχία. Τι καθιστά, αλήθεια, μια παράσταση πόλο έλξης τόσων θεατών;
Σίγουρα πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, πάντως είτε δούμε τα "sold out" ως απόδειξη του στενού δεσμού μεταξύ σκηνής και πλατείας, είτε ως ένδειξη της "πάθησης" του 21ου αι. -λέγε με FOMO-, είτε ακόμη και ως κατασκεύασμα του marketing, σίγουρα δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Το ελληνικό κοινό ανέκαθεν αγαπούσε το θέατρο και στην Αθήνα -ακόμη και τις εποχές των πολύ λιγότερων παραστάσεων- υπήρχε θέατρο για "όλα τα γούστα". Οι καλλιτέχνες, από την πλευρά τους, παρέμειναν δημιουργικοί, έστω κι αν χρειάστηκε να προσαρμοστούν σε νέους όρους παραγωγής και δημιουργίας, όταν, τα πρώτα χρόνια της κρίσης, το θέατρο επλήγη σοβαρά.
Ο δεσμός σκηνής και πλατείας παρέμεινε ζωντανός καθόλα τα χρόνια της κρίσης, ενώ μετά την καραντίνα αναζωογονήθηκε περαιτέρω: φάνηκε πως το κοινό διψούσε για ζωντανές και συλλογικές εμπειρίες μετά τους μήνες του εγκλεισμού και της απομόνωσης.
Η συγκυρία μάλιστα συνέπεσε με τον ερχομό νέων δημιουργών, δηλαδή με την καθιέρωση νέων θεατρικών γλωσσών, που έφεραν νέο και νεανικό κοινό στο θέατρο. Ποιος να το ‘λεγε, αλλά το να βλέπεις θέατρο έγινε "cool", έπαψε να αφορά μόνο τους παραδοσιακούς θεατρόφιλους.

Η δημιουργία τάσεων που έπιασαν το σφυγμό της εποχής ήταν κάτι που έφερε πολύ κόσμο στο θέατρο. Το ρεύμα του σκληρού ρεαλισμού, π.χ., όπως και των διασκευών ξένων έργων σε ελληνική συνθήκη (με το "΄Άνθρωποι και ποντίκια" να κάνει την αρχή) αποτύπωσε οικείες καταστάσεις και χτύπησε φλέβα στην ανάγκη μίας (μεγάλης, όπως αποδείχτηκε) μερίδας του κοινού για ένα θέατρο χωρίς φίλτρα και ωραιοποίηση.
Για τους ίδιους λόγους γνωρίζουν μεγάλη απήχηση σύγχρονα ελληνικά έργα, που μιλούν με ειλικρίνεια και αμεσότητα για το εδώ και τώρα, όπως του Γιωργή Τσουρή, των Αντώνη Τσιοτσιόπουλου-Γιώργου Παλούμπη, της Νεφέλης Μαϊστράλη κ.ά., έργα που θίγουν ή "καταγγέλλουν" επιτακτικά και φλέγοντα ζητήματα (βία, έμφυλες ταυτότητες, κοινωνικές ανισότητες κ.ά.) - όπως και ξένα σύγχρονα έργα, όχι απαραίτητα θεατρικά, αντίστοιχης προβληματικής, από συγγραφείς όπως ο Ιβάν Βιριπάγεφ, ο Εντουάρ Λουί κ.ά.
Αξίζει να σημειωθεί πως έχουμε να κάνουμε με δημιουργούς που ενηλικιώθηκαν και δημιουργούν μέσα σε πολλαπλές και συνεχιζόμενες κρίσεις και με έναν τρόπο αποτελούν την φωνή μίας γενιάς, με την οποία ταυτίζονται πολλοί.

Μια ακόμη τάση που αποδείχτηκε καθοριστική στην ανανέωση της σχέσης σκηνής και πλατείας είναι αυτή των παραστάσεων με έντονη μουσική ταυτότητα: όταν η σύνθεση ανέβηκε στη σκηνή ως συμπρωταγωνιστής της σκηνοθεσίας και των ερμηνειών, οι παραστάσεις μετατράπηκαν σε εκρηκτικά σκηνικά γεγονότα - η σκηνοθετική ταυτότητα του ΄Άρη Μπινιάρη είναι χαρακτηριστική, ενώ η όλη τάση συνομίλησε και με την ανάγκη της μεταπενδημικής εποχής για θεάματα υψηλής ενέργειας (για να θυμίσουμε τους outsiders "Παίχτες", που σκηνοθέτησε ο σχεδόν άγνωστος τότε, Γιώργος Κουτλής).

΄Έπειτα έχουμε την τύχη να έχουμε σκηνοθέτες και σκηνοθέτριες (όπως και ηθοποιούς) που έχουν κατακτήσει ένα προσωπικό ύφος και, μαζί, ένα κοινό που τους ακολουθεί, ενώ δεν είναι λίγες και οι παραστάσεις που έχουν δημιουργήσει τη δική τους μυθολογία, γεμίζοντας τις αίθουσες για πολλές συνεχιζόμενες σεζόν (ενδεικτικά: "Μια άλλη Θήβα", "Το πάρτυ της ζωής μου", "Η μηχανή του Τούρινγκ", "Θέλω να σου κρατάω το χέρι" κ.ά.).
Ακόμη και η άνθιση της τηλεοπτικής μυθοπλασίας αναζωογόνησε τους δεσμούς σκηνής και πλατείας. Πολλοί αξιότατοι ηθοποιοί μπήκαν στην τηλεόραση (κάποιοι για πρώτη φορά) και τα δύο μέσα αλληλοτροφοδοτήθηκαν, αφού το κοινό της τηλεόρασης έσπευσε στις θεατρικές αίθουσες για να χειροκροτήσει τους αγαπημένους πρωταγωνιστές του.

΄Έτσι και φέτος κι ενώ είμαστε μόλις στην έναρξη της σεζόν, τα πράγματα δείχνουν ήδη δυναμικά: αρκετές παραστάσεις εμφανίζονται γεμάτες ήδη από την προπώληση, άλλες προσθέτουν επιπλέον ημέρες και άλλες μετρούν δεύτερη, τρίτη, τέταρτη ακόμη και δέκατη επανάληψη!
Φυσικά, σε όλα αυτά μάλλον παίζουν ρόλο και άλλοι λόγοι, που δεν συνδέονται απολύτως με την άνθιση της θεατρικής δημιουργίας ή την πραγματική ανάγκη του κοινού για θεατρική ψυχαγωγία, μια που ακόμη και το θέατρο φαίνεται πια να λειτουργεί (και) με κριτήριο τι είναι "viral".

Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να μιλάμε απλώς για συγκυρία ή τυχαίο γεγονός - η προσέλευση τόσου κόσμου στις αίθουσες κάτι δηλώνει και οι λόγοι είναι ίσως τόσοι όσοι όλοι οι θεατές μαζί.
Ο επικρατέστερος ίσως είναι, τελικά, η ανάγκη των ανθρώπων όχι μόνο να βιώσουν αλλά κυρίως να μοιραστούν μία ζωντανή εμπειρία - και το θέατρο παραμένει μια τέχνη που δεν χωράει σε οθόνες και ενώνει τους ανθρώπους σε ένα μοίρασμα, σε μια στιγμή κοινού βλέμματος.
φωτό εξωφύλλου: Χειμώνα-καλοκαίρι παίζεται επί τέσσερις σεζόν η "Μια άλλη Θήβα" και είναι sold out μέχρι και τον Νοέμβριο

