
Ο Νοτιοαφρικανός εικαστικός και σκηνοθέτης Ουίλιαμ Κέντριτζ επέστρεψε στην Αθήνα με μία παλιά του παράσταση, τριακονταετίας μάλιστα, και μας υπενθύμισε πως το πολιτικό θέατρο δεν χρειάζεται να κάνει εκπτώσεις στη θεατρική του φύση. Γεννημένος στο Γιοχάνεσμπουργκ από γονείς νομικούς με ενεργητική δράση κατά του απαρτχάιντ, ο Κέντριτζ καθορίστηκε ως καλλιτέχνης από αυτή την πραγματικότητα.
Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, αλλά τελικά στράφηκε προς τις τέχνες. αρχικά θέλησε να γίνει ηθοποιός, φοίτησε μάλιστα στην περίφημη σχολή του Ζαν Λεκόκ στο Παρίσι, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει πως "θα γινόμουν ένας κακός ηθοποιός". Έτσι, ανέπτυξε ένα υβριδικό, προσωπικό ιδίωμα, το οποίο χρησιμοποιεί το θέατρο και την περφόρμανς, τα εικαστικά, το animation, τον κινηματογράφο.

Η πολιτική του σκέψη, η πολιτική του υπόσταση, διατρέχει το έργο του -είτε πρόκειται για παραστάσεις, χαρακτικά ή ταινίες κινουμένων σχεδίων- χωρίς να το περιορίζει. Το διαπιστώσαμε (και) στην παράσταση "Ο Φάουστ στην Αφρική!", που παίχτηκε για τρεις βραδιές στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, παράσταση του 1995, που δημιουργήθηκε την περίοδο αμέσως μετά τις πρώτες δημοκρατικές εκλογές στη Νότια Αφρική.
Ο Κέντριτζ ξαναέγραψε τον μεσαιωνικό μύθο και το έργο του Γκαίτε και τον μετέφερε στην Αφρική. Εδώ, ο γέρος επιστήμονας, στη συμφωνία του με το διάβολο, βρίσκει την αιώνια νεότητα στο ταξίδι/σαφάρι που πραγματοποιεί στην παρθένα αφρικανική γη - με την παράσταση να καταθέτει ένα αιχμηρό σχόλιο για την αποικιοκρατία και την καταστροφική επέλαση του δυτικού ιμπεριαλισμού.

Σήμα κατατεθέν της παράστασης, όμως, είναι η ίδια η κατασκευή της, ο υβριδικός χαρακτήρας της. Συνεργαζόμενος με την ομάδα κουκλοθεάτρου Handspring Puppet Company, ο Κέντριτζ πρότεινε ένα ολιστικό θέαμα στο οποίο συνυπάρχουν οι άνθρωποι, οι κούκλες και η τέχνη του animation. ΄Έτσι, επί σκηνής δημιουργήθηκε μία πολυμορφική ατμόσφαιρα, που δημιούργησε, αντίστοιχα, ποικιλομορφία αντιδράσεων και συναισθημάτων, καθώς συνεργάστηκαν ένα σύνολο τεχνών.
΄Ήταν πολύ δυνατή, π.χ., η επιλογή να ερμηνευτεί μόνο ο ρόλος του Διαβόλου/Μεφιστοφελή από ηθοποιό, ενώ τα άλλα πρόσωπα ερμηνεύθηκαν από τις κούκλες: αμέσως η ανθρώπινη υπόσταση απέκτησε έναν υπόγειο συμβολισμό. ΄Έπειτα, οι χαρακτηριστικές κούκλες/μαριονέτες κινήθηκαν από κουκλοπαίκτες/ερμηνευτές, που στις περισσότερες σκηνές παρέμειναν ορατοί στους θεατές, συμβάλλοντας από την πλευρά τους στην αισθητική πολυφωνία της παράστασης.
Η δράση εκτυλίχθηκε μέσα σε ένα μόνιμο σκηνικό, που αναπαριστούσε τη βαριά βιβλιοθήκη/γραφείο του Φάουστ, αλλά συμπληρώθηκε με την προβολή animation, στα οποία ζωντάνεψαν χαρακτηριστικά σχέδια του καλλιτέχνη από κάρβουνο. τα animation συνομίλησαν με την αισθητική του βωβού κινηματογράφου, ενώ παράλληλα μετέφεραν κάτι από τον "πρωτογονισμό" της αφρικανικής τέχνης, όπως έκαναν και άλλα στοιχεία, όπως η λατρευτική μουσική και τα τραγούδια.
Όλα αυτά δημιούργησαν μια διάχυτη ατμόσφαιρα παιδικότητας και παιχνιδιού αλλά και την αποστασιοποίηση από τους ρεαλιστικούς κώδικες, κάτι που ευνόησε την κριτική και παραγωγική σκέψη. Δεν υπήρξε η ταύτιση που προκαλεί η ψευδαίσθηση της πιστότητας, όμως δόθηκε χώρος για να δημιουργηθούν συναισθήματα, για να γίνει αντιληπτή η ειρωνεία και ο σαρκασμός του δημιουργού, για να εντυπωθεί το ειδικό βάρος της δουλειάς, όπως συνοψίστηκε σε μία από τις τελευταίες διαπιστώσεις της: "Η Αφρική ξαναχτίστηκε από τους καταστροφείς της".