
Τι σας ενέπνευσε να γράψετε το "Ματαρόα στον ορίζοντα";
Επί της ουσίας, δεν πρόκειται για πρωτογενή έμπνευση. Ωστόσο, καμιά φορά, η έμπνευση εκκινεί ακριβώς από τη συνομιλία με τους άλλους. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για μια ζύμωση ιδεών μεταξύ της Ελίτας Κουνάδη, που είχε ασχοληθεί παλαιότερα με το θέμα, του Θοδωρή Αμπαζή, του Νίκου Κυπουργού και εμού. Όταν η υπόλοιπη παρέα με έβαλε στο θέμα, το πρώτο που σκέφτηκα είναι ότι με ενδιέφερε πώς ένας μύθος του παρελθόντος λειτουργεί –ή δεν λειτουργεί– σήμερα. Ουδέποτε με απασχόλησε η αποτύπωση μιας παρελθούσης ιστορίας –οσοδήποτε γενναίας, οσοδήποτε θαυμαστής–, αλλά ήταν προκλητικό κατά πόσον σήμερα, τώρα ή και πάντα, οι άνθρωποι περιμένουν ένα "Ματαρόα", μια σανίδα σωτηρίας και εντέλει δεν κάνουν τίποτα για να έρθει εκτός από το να ατενίζουν τον ορίζοντα ελπίζοντας. Οι τότε επιβάτες είχαν, εν πολλοίς, προκαταβάλει το τίμημα. Επίσης, πιστεύω πολύ στην έμπνευση της παραγγελίας, παρά στη "θεία επιφοίτηση" του ρομαντικού καλλιτέχνη. Αρκεί το προτεινόμενο υλικό να εμπεριέχει κάτι που θα σε κινητοποιήσει. Εδώ υπήρξε κάτι τέτοιο και αφορά την πραγματική, πολιτική, μα και υπερβατική/ποιητική παρουσία ενός συγκεκριμένου επιβάτη. Στο έργο αυτός μεταποιείται σε "Έναν Παράξενο Κύριο".
Είχατε προσωπική γνώση, μέσω δικών σας ανθρώπων, για το ιστορικό ταξίδι του "Ματαρόα" πριν εμπλακείτε στην παράσταση;
Δεν είχα "προσωπική” γνώση, είχα ιστορική γνώση. Επίσης, είχα απόψεις, συχνά αντιφατικές ή/και αντικρουόμενες- για τους επιβάτες. Όχι όμως ως τέτοιους, μα ως αυτόνομες πνευματικές προσωπικότητες με τη δική τους πορεία στο πολιτικό και πνευματικό γίγνεσθαι του 20ου αιώνα. Για κάποιους είχα θετικότερη άποψη, με άλλους μείζονες πολιτικές διαφωνίες. Μα αυτό δεν αφορά τους νέους ανθρώπους που πάτησαν σ’ εκείνο το κατάστρωμα, αλλά τις εν συνεχεία ολοκληρωμένες ζωές τους. Άλλωστε, αν κάτι τους χαρακτηρίζει, είναι πως οι περισσότεροι έζησαν πλήρεις ζωές. Ο μύθος του "Ματαρόα” είναι, κατά τη γνώμη μου, δικός μας μύθος - ημών των μεταγενέστερων, όχι δικός τους. Για εκείνους ήταν προφανώς η ζωή τους υπό τις τότε συνθήκες. Η έρευνα και ορισμένα στοιχεία που προσέθεσε στο γνωσιολογικό μου πεδίο η Ελίτα Κουνάδη, η οποία είχε ασχοληθεί ήδη νωρίτερα, προσέδωσαν, φυσικά, περαιτέρω όψεις στις έως τότε απόψεις μου.

Ποιο είναι το κεντρικό μήνυμα που θέλετε να περάσει η παράσταση στο κοινό;
Δεν τρελαίνομαι για τα μηνύματα, δεν νομίζω πως το έργο τέχνης κάνει αυτή τη δουλειά -πόσο μάλλον μια τόσο δυναμική τέχνη όπως οι σύγχρονες μορφές μουσικού θεάτρου, όπου και ανήκει το "Ματαρόα στον ορίζοντα”. Ωστόσο, αν υπάρχει ένα θέμα που θα ήθελα να μοιραστούμε με το κοινό είναι ότι σε κάθε στιγμή, σε όποια εποχή και αν σου έλαχε να ζήσεις, πρέπει να πάρεις την ευθύνη. Και θα την πάρεις, ακόμη και αρνούμενος να την δεχτείς. Οι επιβάτες του "Ματαρόα” την πήραν. Η γενιά μου βρίσκεται σε αποδρομή και ακόμη το διαπραγματεύεται, οι νεώτεροι αισθάνομαι πως δεν το έχουν αποδεχτεί -ακόμη το περιγράφουν και τοποθετούνται εξ αντιθέσεως, άρα κατά κάποιον τρόπο ετεροπροσδιοριζόμενοι. Δεν πειράζει -θα υπάρξουν μεθεπόμενοι, αύριο ή σε πεντακόσια χρόνια, στον μεγάλο ιστορικό χρόνο δεν έχει καμία διαφορά. Όλοι είμαστε υπεύθυνοι για όλα, έτσι κι αλλιώς. Ολοκληρωτικά υπεύθυνοι -και, προφανώς δεν αναφέρομαι στην ατομική ευθύνη, η οποία είναι πολύ ευφυές εφεύρημα και ένα πολύ καλό κόλπο για να καθυστερεί την Ευθύνη. Κατά τη γνώμη μου, περιττή καθυστέρηση. Ο χρόνος και η ιστορία θα την κάνουν τη δουλειά τους στο τέλος. Κι αν ο πλανήτης μας αφήσει χρόνους, πάλι θα την έχουν κάνει τη δουλειά τους, όποια κι αν είναι αυτή…

Ποια είναι η σημασία του "Ματαρόα" για τη σύγχρονη ελληνική ταυτότητα;
Έχω την αίσθηση πως, αν θέλουμε να είμαστε κάπως ειλικρινείς, όλοι αυτοί οι "μύθοι" κινητοποιούν μια μικρή μειοψηφία. Ο πιο πολύς κόσμος κάτι έχει ακουστά για το "Ματαρόα" και αν όχι δεν φταίει αυτός γι’ αυτό. Στην εποχή της απομάγευσης, της κυριολεξίας και της εκχυδαϊσμένης χρησιμοθηρίας, νομίζω πως μετεωριζόμαστε στο κενό και κανείς δεν τολμά καν να ελπίσει σε καινούργιο "Ματαρόα"• είμαστε ξεκρέμαστοι στην κόψη της κουπαστής και πολύ δειλοί για να κάνουμε το βήμα προς τη θάλασσα. Η παράσταση πραγματεύεται –μεταξύ άλλων– αυτήν ακριβώς τη στιγμή του μετεωρισμού. Ζούμε σε μια διευρυμένη στιγμή μετεωρισμού, απλώς είναι η δική μας ζωή και προσπερνούμε την τρομώδη σκέψη, προκειμένου να επιβιώσουμε. Φυσικό… Επιπλέον, νιώθω πως δεν έχουμε ανάγκη από μύθους και σηματωρούς –διαθέτουμε περίσσευμα–, αλλά από ουσιαστική γνώση που θα αποκαθιστά την επαφή μας τόσο με το παρόν όσο και με την ιστορικότητα της ύπαρξής μας. Και δεν εννοώ της εθνικής μας ύπαρξης, αλλά του πολιτικού υποκειμένου που βρίσκεται σε άτακτη υποχώρηση. Προς το παρόν...

Πώς προσεγγίσατε τις προσωπικότητες που συμμετείχαν στο ιστορικό ταξίδι; Υπάρχει κάποια που σας άγγιξε ιδιαίτερα;
Στο βαθμό που δεν επεχείρησα να γράψω "vie romancée”, δεν διαπραγματεύτηκα να αποτυπώσω προσωπικότητες, εμπνεύστηκα από όψεις τους, στοιχεία και πτυχές τους που εμφανίζονται αποσπασματικά, φέρνοντας στην επιφάνεια σπαράγματα αρχετυπικών οπτικών μπροστά στα μεγάλα διλήμματα. Εντούτοις, ναι, υπάρχει μια προσωπικότητα που με απασχόλησε από την πρώτη στιγμή ιδιαίτερα. Ο Μάνος Ζαχαρίας που ελπίζω να είναι στην πρεμιέρα μας, με όλο το χιούμορ και την κοφτερή πολιτική του σκέψη, αποτέλεσε για μένα το πρώτο έναυσμα για τη σύλληψη του έργου. Πρόκειται για κάποιον που διαπερνά τους καιρούς -είναι παρών, οξυνούστατος ως προς τα νυν πολιτικά ζητούμενα, ουδόλως αναμνησιολογικός, αλλά πάνω απ’ όλα είναι ο άνθρωπος που, ενώ διέφυγε με το "Ματαρόα”, όταν του ζητήθηκε να επιστρέψει αναλαμβάνοντας πάλι την ευθύνη, το έπραξε. Αυτό για μένα ήταν η πρώτη ιδέα για να επιστρέψει μια παραβολική περσόνα του ως άξονας της παράστασης. Το αστείο είναι πως αυτά μου γεννήθηκαν πριν τον γνωρίσω προσωπικά. Όταν είχα την τύχη να τον συναντήσω, το πρώτο draft του έργου υπήρχε ήδη και η συνάντηση, όχι απλώς επαλήθευσε, αλλά υπερέβη κατά πολύ την μεταφορική σύλληψη. Ανθρωπίνως, ελπίζω να είναι επιεικής. Αν και κανονικά θα έπρεπε να επιθυμώ το αντίθετο, αν είμαι έστω λίγο συνεπής στα περί ευθύνης που λέγαμε…

Οι ηθοποιοί παρουσιάζονται ως αφηγητές ή έχουν συγκεκριμένους ρόλους;
Οι ηθοποιοί παρουσιάζονται ως Χορός, εντούτοις όλοι κρύβουν μια πολύ προσωπική οπτική, μια γραμμή που τους ενώνει με τη συνθήκη με ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο και έτσι τους καθιστά –με τρόπο διακριτικό μεν, υπαρκτό δε– ανάγλυφους μέσα σε ένα σύνολο που επί της αρχής κινείται με όρους φόρμας. Υπάρχει όμως ένα τρίο, το οποίο ερμηνεύουν ο Μανώλης Μαυροματάκης, ο Δημήτρης Ξανθόπουλος και η Αγγελική Στελλάτου, που ξεχωρίζει με σαφήνεια από το Χορό. Παίζοντας με τις έννοιες της δουλειάς μας, θα έλεγα πως ο ρόλος των δύο πρώτων είναι να "παίξουν" το κύριο συμβάν και της Αγγελικής να υποστασιοποιεί την ίδια τη συνθήκη.
Πιστεύετε ότι το κοινό που θα έρθει να δει την παράσταση στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής μπορεί να ταυτιστεί με τις εμπειρίες των ταξιδιωτών του "Ματαρόα";
Δεν νομίζω πως η ταύτιση είναι ο μόνος δυνατός μηχανισμός συνομιλίας με το έργο, ούτε πως εδώ υπάρχει τέτοια πρόθεση. Ευελπιστώ πως μπορεί να συγκινηθεί και να σκεφτεί -με αυτή τη σειρά. Ιδανικά να νιώσει και λιγάκι υπεύθυνο -μα αυτό μοιάζει υπερφιλόδοξο και πιθανόν υπερφίαλο, οπότε ας το αφήσουμε στην τύχη του.
Πώς προσεγγίζει ο Θοδωρής Αμπαζής σκηνοθετικά το συγκεκριμένο έργο;
Νομίζω ανάλαφρα. Άλλωστε, το στοιχείο αυτό είναι ιδιοσυστασιακό της μουσικοθεατρικής του γλώσσας. Πέραν αυτού, τα φορμαλιστικά στοιχεία της δουλειάς τους είναι λίγο-πολύ δεδομένα. Εκκινεί απ’ αυτά και, με τη συμβολή της Σταυρούλας Σιάμου που επιμελείται την κίνηση, δημιουργεί μεγάλες εικόνες και μικρές στιγμές πέραν της ταυτολογικής προσέγγισης. Αν και αισθάνομαι πως σε αυτή την παράσταση, κατά στιγμές, δεν φοβάται μια πιο καθαρή πολιτική ματιά –έρχεται άλλωστε από το αρχικό υλικό– και, παραλλήλως μ’ αυτήν, μια πιο ευθεία θεατρική σχέση που "σπάει" τη χορικότητα. Βεβαίως, τη σπάει για να την επαληθεύσει εκ νέου. Ο Θοδωρής έχει σχέση ζωής με τη χορικότητα. Απλώς επιτρέπει στον εαυτό του και άλλα ερωτικά ποικίλματα.

Η μουσική του Νίκου Κυπουργού έχει ένταση ή νοσταλγία;
Αν και είμαι κάθε άλλο παρά ειδική για να τοποθετηθώ μουσικολογικά, έχω την αίσθηση πως η νοσταλγία, με την κατάλληλη διαχείριση, μπορεί μια χαρά να υπηρετήσει την ένταση, τουλάχιστον με όρους μουσικού θεάτρου, για να επανέλθω σε ασφαλέστερα για μένα χωράφια. Στο βαθμό, μάλιστα, που εδώ συνεργάζονται δύο μουσικοί και συγγράφουν, η λειτουργικότητα του αποτελέσματος εξαρτάται κατά πολύ από τις πολυσημίες που δημιουργεί η φόρμα, το περιεχόμενο, η ένταξη των σημαινόντων στην όλη σύνθεση και ο τρόπος που "παίζουν" ο ένας με τα υλικά του άλλου. Παιγνιωδώς θα έλεγα επίσης πως η νοσταλγική "κυπουργικότητα", πέραν της δικής της έντασης, μεταπίπτει και σε άλλου είδους εντάσεις, καθώς συναντιέται με το ολικό σχήμα της παράστασης.

Πώς βλέπετε την παραλληλία του ταξιδιού του "Ματαρόα" με τις σύγχρονες κρίσεις μετανάστευσης και πνευματικής αναζήτησης;
Θα σας απαντήσω με μια φράση από το έργο: "Ο κόσμος είναι τράνζιτο.” Οι ταξιδιώτες του "Ματαρόα”, κινούνταν σε ένα "μεταξύ”. Οι σύγχρονοι πρόσφυγες και μετανάστες δεν ανήκουν πουθενά και όσοι από μας δεν βλέπουμε ένα δρόμο αξιοδιάβατο, αν και ξέρουμε πως υπάρχει απόλυτη ανάγκη να υπάρξει ένας, μετεωριζόμαστε σ’ ένα κενό πνευματικού χρόνου που δεν είναι παρά η αναποφασιστικότητά μας -η ελλιπής συνείδηση, ίσως η δειλία;- να χτυπήσουμε στην καρδιά των πραγμάτων με πράξη, οπότε η πνευματική μας αναζήτηση είναι επίσης τράνζιτο. Όταν κάτι θα συμβεί, θα έχει συμβεί και θα το αντιληφθούμε όλοι· τότε, θα έχει γίνει ένα ακόμη ταξίδι· τότε, θ’αρχίσει η διαδικασία για το επόμενο.
Περισσότερες πληροφορίες
Ματαρόα στον ορίζοντα
Η ιστορία του πλοίου «Ματαρόα», που μετέφερε Έλληνες διανοούμενους στη Γαλλία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενέπνευσε μια παράσταση πολιτικού και ποιητικού θεάτρου, εξετάζοντας τη σχέση της με το σήμερα. Ένα σύγχρονο και συναρπαστικό έργο καθαρού μουσικού θεάτρου, όπου η μνήμη συνδέει το παρόν με το παρελθόν, σε συμπαραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και του Εθνικού Θεάτρου. Σκηνικός χώρος, η προβλήτα ενός λιμανιού και μια θάλασσα από αμέτρητα σημαιάκια, όπου οι ήρωες του έργου, επίδοξοι ταξιδιώτες ενός νέου Ματαρόα, δεν σταματούν να τραγουδούν, να χορεύουν, να παίζουν τα μουσικά τους όργανα και να ονειρεύονται, παλεύοντας παράλληλα με τις αντιφάσεις και το βάρος της μετεμφυλιακής κληρονομιάς και της νεότερης ευρωπαϊκής τους εμπειρίας. Το βρετανικό καράβι πήρε μαζί του 125 νέους Έλληνες επιστήμονες και καλλιτέχνες για να τους γλιτώσει από τη «λευκή τρομοκρατία» που ξεκίνησε μετά τα Δεκεμβριανά. Μεταξύ τους, οι Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Παπαϊωάννου, Μιμίκα Κρανάκη, Κώστας Αξελός, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος και πολλοί άλλοι.