Το προφανώς ρητορικό ερώτημα του τίτλου αφορά τη γαστρονομία και το αν η Ελλάδα θα μπορούσε, τηρουμένων των αναλογιών, να εκμεταλλευτεί το ιδιαίτερο γευστικό δυναμικό της για να κινήσει ένα διεθνές ενδιαφέρον για την κουζίνα και τα προϊόντα της και κατ’ επέκτασιν να γίνει προορισμός για γαστρονομικό τουρισμό, με πολλαπλά –όπως έχει δείξει το παράδειγμα άλλων χωρών– αναπτυξιακά οφέλη.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ζούμε μια «άνοιξη» της ελληνικής κουζίνας σε γκουρμέ εστιατόρια και ψαγμένες παραδοσιακές ταβέρνες απ’ άκρου εις άκρον της χώρας, ενώ το κύμα των εξαιρετικών Ελλήνων μικρών παραγωγών που βάζουν νέα δεδομένα στο γευστικό μας τοπίο συνεχώς δυναμώνει και διευρύνεται. Η Ελλάδα έχει επιπλέον ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, που θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για το τόσο αναγκαίο σήμερα για την ανάπτυξη του τουρισμού storytelling, την ιστορικότητα της κουζίνας της, που πάει χιλιετίες πίσω και αποτελεί την απαρχή της δυτικής γαστρονομίας.
Παράλληλα η Ελλάδα έχει κι ένα momentum λόγω της κρίσης, συγκεντρώνοντας ποικιλοτρόπως το διεθνές ενδιαφέρον ως μια χώρα που αναγεννιέται από τις στάχτες της σε επίπεδο πολιτισμού και δημιουργικότητας. Τι μπορεί να γίνει σε αυτήν την κατεύθυνση στο κομμάτι της γαστρονομίας; Είναι γεγονός ότι από άποψη γαστρονομικής διπλωματίας καμία πολιτική ηγεσία δεν έχει καταφέρει να κάνει συστηματικές και σε βάθος χρόνου κινήσεις, αντιμετωπίζοντας τη γαστρονομία ως εθνικό κεφάλαιο, όπως έχουν κάνει οι κυβερνήσεις άλλων χωρών από την Ισπανία μέχρι το Περού. Μια τέτοια πολιτική θα είχε να κάνει τόσο με το μάρκετινγκ τοπικών προϊόντων και τη διοργάνωση στοχευμένων φεστιβάλ στο εξωτερικό όσο και με την υποστήριξη πολύ καλών ελληνικών εστιατορίων στο εξωτερικό, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρεσβευτές σε ένα δυναμικό influential κοινό που αναζητά την ποιοτική γαστρονομία καταρχάς στη χώρα του και στη συνέχεια ταξιδεύει για να τη βρει.
Μόνο αν η ανάπτυξη της ελληνικής γαστρονομίας αντιμετωπιστεί ως ζήτημα εθνικής πολιτικής, οικονομίας και μάρκετινγκ, θα μπορέσει να επιτευχθεί το απαραίτητο διεθνές buzz για τα προϊόντα, τις γεύσεις και τα κρασιά του τόπου μας αλλά και να μπουν στερεές βάσεις για την ανάδειξη της χώρας μας ως γαστρονομικού προορισμού.
Το «αθηνόραμα», υπηρετώντας χρόνια τώρα την ανάπτυξη της γαστρονομίας και του τουρισμού, προχωράει φέτος σε άλλη μία κίνηση που χαράσσει πολιτική. Οι Χρυσοί Σκούφοι, οι οποίοι μπαίνουν στην τελική ευθεία, όπως θα δείτε και στο ρεπορτάζ μας για τις τάσεις και τις υποψηφιότητες της χρονιάς, έχουν λειτουργήσει καταλυτικά εδώ και 25 χρόνια σε ό,τι αφορά την αναβάθμιση των εστιατορίων της χώρας, τον εκσυγχρονισμό της εθνικής μας κουζίνας και την εκπαίδευση του κοινού.
Φέτος, με τα Βραβεία Ελληνικής Κουζίνας να ανεξαρτητοποιούνται από το θεσμό των Χρυσών Σκούφων και να αποκτούν τη δική τους αυτόνομη τελετή απονομής με έδρα τη Θεσσαλονίκη, αλλά και με πρωτοβουλίες όπως η Εβδομάδα Μακεδονικής Κουζίνας, το «αθηνόραμα» φιλοδοξεί να υποστηρίξει ακόμη περισσότερο την εξέλιξη της ποιοτικής ελληνικής κουζίνας και να δείξει το δρόμο στους επιχειρηματίες και στην πολιτεία για τις κινήσεις που θα κάνουν την Ελλάδα το γαστρονομικό προορισμό που θα μπορούσε να είναι.
Μόνο αν η ανάπτυξη της ελληνικής γαστρονομίας αντιμετωπιστεί ως ζήτημα εθνικής πολιτικής, οικονομίας και μάρκετινγκ, θα μπορέσει να επιτευχθεί το απαραίτητο διεθνές buzz για τα προϊόντα, τις γεύσεις και τα κρασιά του τόπου μας αλλά και να μπουν στερεές βάσεις για την ανάδειξη της χώρας μας ως γαστρονομικού προορισμού. Μια τάση που, ως γνωστόν, προσελκύει επισκέπτες υψηλής οικονομικής κατάστασης και είναι καθοριστική για την περίφημη επιμήκυνση της τουριστικής σεζόν καθώς και για την ισχυροποίηση της ταυτότητας της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης ως city break destinations.