
Στην "Παλιά εθνική", ο Γιώργος Χριστοδούλου ξαναγράφει το "Ψυχοσάββατο" του Γρηγόριου Ξενόπουλου, μια ιστορία οικογενειακών τραυμάτων, μυστικών και ενοχής. Ήρωες είναι τα μέλη μιας οικογένειας: ο Παύλος και η Ελένη, ανδρόγυνο, και η Δήμητρα -μητέρα του Παύλου- ζουν δίπλα στο χρεωκοπημένο βενζινάδικό τους, κάπου "στην παλιά εθνική" οδό. Ο πρόσφατος θάνατος της Φωτεινής, αδερφής του Παύλου, στοιχειώνει τη ζωή τους: εγκλωβισμένος στη δεινή οικονομική του κατάσταση, ο Παύλος έχει καταφύγει στο αλκοόλ και ξεσπάει βίαια στην Ελένη, η οποία υπομένει την κατάσταση, ως κάποιου είδους αυτοτιμωρία. Η Δήμητρα, στα όρια μεταξύ "τρέλας" και λογικής, βλέπει παντού το φάντασμα της νεκρής κόρης της, βλέπει στο πρόσωπο της νύφης τη δολοφόνο της κόρης της κι αναζητάει απαντήσεις. Ο ερχομός του Άγγελου θα προκαλέσει μια σειρά δονήσεων, που θα φέρουν στην επιφάνεια κρυφά συναισθήματα όπως και την αλήθεια για το θάνατο της Φωτεινής, και η ιστορία θα καταλήξει τραγικά, αφήνοντας πίσω της νεκρούς.

Ο συγγραφέας απομακρύνει την υπόθεση από τις αρχές του 20ού αι. -όταν γράφτηκε το πρωτότυπο έργο- όμως δεν το τοποθετεί επακριβώς στο σήμερα, αλλά περισσότερο σε ένα άχρονο επίπεδο. Αν και δεν παραδίδει ένα έργο καθαρού ρεαλισμού, τα ρεαλιστικά στοιχεία υπερισχύουν και συνεπακόλουθα ορίζουν σημαντικά την αισθητική της παράστασης, που σκηνοθετεί ο ίδιος, όπως και τις ερμηνείες. Υπάρχουν, μάλιστα, σημεία που φλερτάρουν με το λαϊκό μελόδραμα και τη γραφική ηθογραφία, δημιουργώντας απορίες για τη θέση του έργου στο σύγχρονο ρεπερτόριο. υπάρχουν όμως και στοιχεία που γοητεύουν και συνεπαίρνουν το θεατή, στιγμές δραματικής πυκνότητας, συγκίνησης και ποίησης, όπως και ζωηροί χαρακτήρες. Επίσης είναι γραμμένο σε μια δυναμική, λαϊκή και τραχιά γλώσσα -όπως τραχιά είναι τα πρόσωπα του έργου-, που προσδίδει στο σκηνικό αποτέλεσμα ιδιαίτερη ζωντάνια και διακριτή ταυτότητα.

Μέσα σε ένα εξίσου τραχύ σκηνικό, σ’ ένα διαλυμένο σπίτι, διακοσμημένο με ταριχευμένα κεφάλια ζώων (σκηνογραφία της Ιωάννας Πλέσσα), υπό τους υποβλητικούς ήχους του κλαρίνου (σύνθεση του Άγγελου Τριανταφύλλου), εξελίσσεται η ιστορία. Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι ζωηρές, καθώς οδηγούν σταδιακά την εξέλιξη της ιστορίας μέσα από κλιμακούμενες εντάσεις και σε σημεία ίσως οι τόνοι είναι υπερβολικά ανεβασμένοι και η ένταση κυριαρχεί. Αυτό ίσως ν’ αδικεί σε σημεία κάποιους χαρακτήρες, όπως του βίαιου, μέθυσου, άξεστου Παύλου του Αλέξανδρου Μαυρόπουλου, ή τη Δήμητρα της Φανής Παναγιωτίδου, που επιβάλλεται περισσότερο στις εσωτερικές στιγμές παρά στα ξεσπάσματά της. Η Μαρία Προϊστάκη ερμηνεύει το ρόλο της Ελένης -ενός θύματος και θύτη- με τόση πυκνότητα που την καθιστά καθηλωτική, ενώ η σκηνή της με τον Βασίλη Μηλιώνη (Άγγελος) είναι από τις πολύ ωραίες στιγμές της παράστασης, ένα παρηγορητικό διάλειμμα λίγο πριν την ολοκληρωτική καταστροφή. Θα ήταν, μάλιστα, καλοδεχούμενη μία δραματική συμπύκνωση, ώστε να οδηγηθούμε με περισσότερη ευρυθμία στο ποιητικό φινάλε, που φέρνει τα πρόσωπα της ιστορίας (μεταξύ των οποίων τη Φωτεινή, που ερμηνεύει η Αιλιάνα Μαρκάκη) σε μια λυτρωτική, τρυφερή επανένωση.
Περισσότερες πληροφορίες
Στην παλιά εθνική
Μια οικογένεια κατοικεί στη σκιά ενός ανείπωτου μυστικού σ’ ένα ερειπωμένο βενζινάδικο στην παλιά εθνική οδό. Ένα ψυχοσάββατο τους φέρει αντιμέτωπους με ενοχές, πάθη και φαντάσματα του παρελθόντος. Το έργο αφηγείται μια ιστορία γεμάτη ένταση, μυστήριο και ανατροπές, βασισμένο στο μονόπρακτο του Γρηγορίου Ξενόπουλου «Ψυχοσάββατο». Ο Παύλος, αλκοολικός και βυθισμένος στη βία, η γυναίκα του Ελένη, παγιδευμένη σε έναν φαύλο κύκλο σιωπής και ενοχής, και η Δήμητρα, η διαλυμένη μητέρα του Παύλου που βλέπει παντού φαντάσματα και αναζητά απαντήσεις για τον θάνατο της κόρης της. Όταν ο ανιψιός Άγγελος επιστρέφει μετά από χρόνια, έρχεται αντιμέτωπος με μια οικογένεια διαλυμένη, έναν έρωτα που δεν έσβησε ποτέ και μια αλήθεια που δεν θα έπρεπε να αποκαλυφθεί.